Το μόνο σταθερό πράγμα που συμβαίνει στην ζωή μου, από παιδί, εκτός από γράψιμο, είναι η προπασχαλινή κατάνυξη.

Αν και δεν μεγάλωσα σε θρησκευόμενο σπίτι, η παράδοση της νηστείας από Μεγάλη Δευτέρα μέχρι Μεγάλο Σάββατο βράδυ κρατά μέχρι σήμερα για εμένα και την οικογένειά μου.

Είναι από τα λιγοστά πράγματα που απολαμβάνω ως έθιμα και συνήθειες-μαζί με το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου, την επίσκεψη του Αιγαίου τα καλοκαίρια, και την αποχή από το μανικιούρ-πεντικιούρ συγκεκριμένους μήνες του χρόνου.

Πιστεύω στον Θεό. Αγαπώ την ορθοδοξία, αγαπώ την πίστη. Οι θρησκείες με γοήτευαν από μικρή και έχω καταφέρει να μελετήσω κάποια πράγματα γι’ αυτές. Το Τάο, το Κοράνι, το Δωδεκάθεο. Μου διαφεύγουν πολλά, αλλά νομίζω πως στον χριστιανισμό βρίσκω, σπερματικά έστω, τις ιδέες που με ενδιαφέρουν περισσότερο σε σχέση με το πώς επιθυμώ να ζω.

Φυσικά, ο νους μου τις εξελίσσει. Ο Χριστός, είναι ο Έρωτας. Η Παναγία, η Γυναίκα. Όλες οι παραβολές του Ιησού με διδάσκουν όμορφα πράγματα για το δόσιμο, την αυταπάρνηση, την ελπίδα, την αλληλεγγύη. Οι δώδεκα μαθητές είναι η Ομάδα, το Σύνολο, η Ένωσή μας με τους άλλους, παρά αλλά και χάρη στις διαφορές μας. Ο Θεός είναι η Φύση, η Παντοδυναμία. Οι νόμοι της ζωής και του θανάτου.

Δεν πιστεύω σε Παράδεισο και Κόλαση. Προτιμώ την εκδοχή του στιχουργού Κανελλόπουλου: «εδώ είναι ο παράδεισος/κι η κόλαση εδώ».

Με συγκινεί πολύ όμως η άποψη πως δεν τελειώνουν όλα με τον θάνατο, πως η ψυχή έχει φορτίο ιερό, σημαντικό, το οποίο δεν εξανεμίζεται με το τέλος του σώματος.

Και φυσικά, ο Απρίλης που φιλοξενεί συνήθως την Μεγάλη Εβδομάδα, την Εβδομάδα των Παθών, με μελαγχολεί βαθιά, με ταπεινώνει, με βάζει να σκέφτομαι, να θυμάμαι. Διαβάζω ποιήματα (τον Μεγάλο Δείπνο του Χριστιανόπουλου, ερωτική ποίηση, κυρίως ερωτική), ακούω το Σμυρνέικο Μινόρε από την φωνή της Μαρίκας Παπαγκίκα, εντοπίζω παράξενες συγγένειες της νεραντζιάς που ευδοκιμεί στην Αθήνα με τον θάνατο της προγιαγιάς μου κάποια παλιά Μεγάλη Παρασκευή, με τις εφηβικές αγάπες του Απρίλη, και, βασικά, με όλη την βαλκανικά φορτισμένη χαρμολύπη (αυτό το παράξενο ιδίωμα επί μονίμω καψούρας με την ζωή και σιχτίρισμα μαζί για τα ζόρια της).

Καταλαγιάζω, κάπως, την Μεγαλοβδομάδα με τους ανεπανάληπτους ήρωές της, τους προδότες, τους πιστούς, την Κασσιανή που περιέπεσε σε πολλές αμαρτίες και πήγε να πλύνει τα πόδια του Χριστού γεμάτη δέος και θλίψη, τους σταυρωτές και τους εσταυρωμένους.

Βρίσκω συγκλονιστική τη στιγμή που, πάνω στον Σταυρό, ο Χριστός ζητά από τον Πατέρα του να του πάρει το δύσκολο αυτό χρέος της θυσίας. Ο Χριστός γίνεται για μια στιγμή ανθρωπένιος, τρωτός, ολόδικός μας. Ένα σπουδαίο μάθημα για το ότι δεν πρέπει να νιώθουμε ντροπή και φρίκη απέναντι στις δικές μας αδυναμίες. Τα Πάθη μας είναι μέρος της ψυχής μας, κουσούρια και παράσημά μας, είναι κομμάτι της διαδρομής και της ιστορίας μας.

Μετά, η αναστάσιμη ζεστασιά. «Χριστός ανέστη εκ νεκρών». Πάντοτε, συγκίνηση μεγάλη. Η σκέψη ακουμπά πάνω στους νεκρούς μου, κυρίως την προγιαγιά μου, πλέον και στον Τάσο μου. Ακόμα και στο κουνέλι μου, τον Αχιλλέα Λαγούδοβιτς.

Έχω φτιάξει την μαγειρίτσα, όπως μου την έχει δείξει η γιαγιά. Προτιμώ να δειπνώ μόνη μου και μετά να δω την οικογένεια το μεσημέρι του Πάσχα. Το βράδυ του Σαββάτου συμβαίνουν πολλά πράγματα μέσα μου. Κι αν είμαι ευτυχής, βαθαίνει η χαρά. Κι αν δυστυχώ, πικραίνει κι άλλο η θλίψη. Καταφέρνει, συνήθως, να τινάζεται σαν κλωνάρι, να βρίσκει τον δρόμο της αναπνοής, της ζωής. Γιατί «θανάτω θάνατον πατήσας». Ο θάνατος με θάνατο νικιέται, θα κινηθώ, λέω, σε ατραπό μαύρη κι άραχλη για να νικήσω την μαυρίλα, μα θα έχω στο νου μου το Φως που τα νικά όλα. Μια λάμπα θυέλλης στον διάβα, πάντα.

Είναι πολύ προσωπικό πράγμα η θρησκευτικότητα. Κάτι μεγαλύτερο από τα στεγανά της όποιας θρησκείας. Θρησκευτικότητα έχει και ένα φιλί. Καθώς τυγχάνω λάτρης των απολαύσεων, είναι για μένα πολύ ενδιαφέρουσα η αποχή μου από αυτές για λίγες ημέρες.

Όχι κρέας, όχι ποτό, τσιγάρο και σεξ για λίγες ημέρες. Φέτος, δεν τα κατάφερα με όλα. Ιδίως με το τσιγάρο, το παράκανα. Αλλά η αίσθηση της κατάνυξης και της θρησκευτικότητας δεν κατάφερε να υποχωρήσει. Ίσα ίσα, φέτος αναμετρώμαι μαζί τους περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά.

Είναι πώς θα σε βρει το κάθε Πάσχα, το κάθε Πέρασμα. Αν σε βρει έτοιμο ή απρόθυμο να περάσεις. Για να περάσεις, πρέπει να έχεις «πεθάνει» πρώτα, με κάποιον τρόπο. (Κι αν έχεις «σκοτώσει», ρε φίλε, τι γίνεται;)

Φέτος, γιορτάζω ως θύτης, ως καρφί πάνω σε χέρια. Μπορεί να κάνω λάθος. Αλλά αυτός είναι ο τρόπος μου να νηστέψω από τον εγωισμό μου, φέτος. Να αναλάβω ευθύνες για το βάρος που κουβαλώ όλη αυτή την άνοιξη. Κι έπειτα, ας τραβήξω ξανά προς τα Πάθη, όχι η ίδια, ποτέ ξανά η ίδια, φυσικά…