Φοβάμαι αρκετά τους ανθρώπους που εκφράζονται αδιάφορα και χλιαρά για τα μακαρόνια, μία από τις πιο θεσπέσιες ανακαλύψεις και αποκαλύψεις του ανθρώπινου είδους. Δηλαδή, καταλαβαίνω περισσότερο κάποιον που δεν μπορεί την σοκολάτα, τον καφέ ή την φέτα (τρεις επίσης εκ των ων ουκ άνευ γαστροεφευρέσεις), παρά εκείνον που το να φάει μια μερίδα σπαγκέτι με κιμά, ας πούμε, του κάνει ίδιο και τ’ αυτό με το να φάει ένα μπριαμάκι.

Ο μόνος λόγος που δεν τρώω κάθε μέρα μακαρόνια είναι επειδή παχαίνουν και επειδή, όπως με όλα τα πράγματα που λατρεύω, δεν θέλω να τα βαρεθώ/συνηθίσω/σιχαθώ. Μετά από μια κουραστική μέρα στην δουλειά, δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από ένα μπωλ με ριγκατόνι και τυρένια σάλτσα, φρεσκοτριμμένο πιπέρι και ένα ποτήρι κόκα κόλα. Μπροστά, Netflixάρα και μετά ένα τσιγάρο να κλειδώσει τον γευστικό οργασμό και να πάμε παρακάτω. Ναι, αυτό είναι μια ηδονή που δεν ξέρω αν θα αντιλαμβανόμουν ως τέτοια αν ήμουν καμία ζάμπλουτη με σεφ στο σπίτι, ας πούμε.

Με τα μακαρόνια (που τα τρώμε Τρίτη Πέμπτη για να κάνουμε οικονομία) ο φτωχός νιώθει πλούσιος και ο πλούσιος χαζός. Ένα καλό βράσιμο, μια αξιοπρεπής σάλτσα και λίγο τυράκι και γίναμε. Χαμηλό κόστος, ασύγκριτη αξία. Τι να μας πουν οι σολωμοί και τ’ αρνίσια μπούτια με πατάτες baby στο φούρνο;

Παγκόσμια Ημέρα μπλα μπλα μπλα

Είναι πολύ δίκαιο που έχουμε Παγκόσμια Μέρα Ζυμαρικών. Ως τέτοια καθιερώθηκε η 25η Οκτωβρίου, το 1998, κατόπιν πρωτοβουλίας της Ένωσης των Ευρωπαίων Βιομηχάνων Ζυμαρικών. Δεν ξέρω αν συμφωνώ απολύτως με την επιλογή του μήνα-θα μου πείτε, έχει μήνα το ζυμαρικό; Όλοι οι μήνες είναι μακαρονομήνες. Η πρώτη αναφορά στην ύπαρξη των ζυμαρικών χρονολογείται γύρω στο 1.000 π.χ., στην αρχαία Ελλάδα, όπου η λέξη “λάγανον” περιέγραφε μία φαρδιά πλακωτή ζύμη από νερό και αλεύρι, την οποία έκοβαν σε λωρίδες. Αυτή η ζύμη μεταφέρθηκε και στην Ιταλία από τους πρώτους Έλληνες έποικους στον 8ο αιώνα π.Χ περίπου, και έλαβε το όνομα “laganum”, που στα λατινικά σημαίνει λαζάνια. Στα μέσα του 15ου αιώνα βρέθηκε η πρώτη συμπληρωμένη συνταγή ζυμαρικών, και συγκεκριμένα στο βιβλίο του μάγειρα Martino da Como. Αργότερα συνταγές για ζυμαρικά συναντώνται και στα κείμενα του Bartolomeo Sacchi. Μετά τον 15ο αιώνα τα μακαρόνια ξεκινούν να κατασκευάζονται και σε εμπορική βάση και κατά τον 18ο αιώνα γνωρίζουν την μεγάλη τους άνθηση, ενώ τον 19ο η παραγωγή τους αυτοματοποιείται και οι άνθρωποι αρχίζουν να κοινωνούν την ευτυχία της συστηματικής βρώσης τους.

Όλα αυτά με νοιάζουν και δε με νοιάζουν. Εννοώ, λατρεύω να διαβάζω για μακαρόνια, να βλέπω συνταγές για μακαρόνια, να μαθαίνω για μακαρόνια και για μαγαζιά με μακαρόνια, κυρίως όμως γουστάρω να τρώω μακαρόνια. Και να μαγειρεύω επίσης. Οι πρώτες γευστικές μνήμες πηγαίνουν στα παιδικά χρόνια και τις συνταγές της μαμάς. Η μαμά τα μακαρόνια με κιμά δεν τα πετύχαινε όπως η γιαγιά, αλλά έκανε (και κάνει ακόμα προς σιελόρροιά μου) δυο συνταγές πολύ 90s, στο πυρέξ. Τη μία τη λέμε ”καρμπονάρα” κι ας μην είναι: ταλιατέλες στο φούρνο με κρέμα γάλακτος, μπέικον, μανιτάρια, ρεγκάτο και παρμεζάνα, τελεία. Την άλλη τη λέμε ”σουφλέ”: χυλοπίτες με ζαμπόν,μπεσαμέλ και εκατονπενήντα διαφορετικά τυριά. Κανένα άλλο πιάτο πάστας (ναι, πάστα σημαίνει μακαρόνια) δεν μπορεί να συναγωνιστεί αυτά τα δύο. Το πρώτο φαγητό που δοκίμασα να μαγειρέψω μόνη μου στην Istanbul, στο ένδοξο εράσμους μου, ήταν φυσικά σπαγκέτι.

Ήρθε η ώρα να πούμε ότι τα μακαρόνια με κέτσαπ και τυρί είναι ένα θαύμα και ας ξεσηκωθούν όλοι οι foodies στο Σύνταγμα με πλακάτ. Αυτό το φοιτητικό, φτωχό πιάτο έχει χορτάσει εκατομμύρια στομάχια και έχει αποτελέσει μια ταπεινή, άκρως ρομαντική επιλογή για ένα αυτοσχέδιο δείπνο για δύο-ερωτευμένους-νέους και μποέμηδες, όπως ακριβώς τους περιγράφει το Boheme, με την φωνή του Aznavour.  Με το πιάτο αυτό καταφέραμε να κάνουμε τις οικονομίες που χρειαστήκαμε για να πάμε Βερολίνο ή να πάρουμε εκείνο το δερμάτινο σακίδιο ή να κεράσουμε το πρόσωπο ποτά στο αγαπημένο του μπαρ. Αυτό το πιάτο είναι ιερό και ψυχεδελικό. Έχω επιζήσει μια εβδομάδα χάρη σε αυτό, του αξίζει το άναμμα μιας λαμπάδας ίσα με το μπόι μου.

Το αμέσως επόμενο πιάτο στην ιεραρχία των μακαρονάδων (τι ωραία λέξη η μα κα ρο νά δα) είναι τα μακαρόνια με κιμά. Κάθε ελληνόπαις πέταγε τη σκούφια του όταν γυρνούσε σπίτι και η μαμά ή η γιαγιά είχαν ετοιμάσει αυτό το φαγητό. Ένα πιάτο από δαύτο συνιστά ποινικό αδίκημα. Και αναλόγως με την γεύση του κιμά, το αν έχει κανέλα ή ζάχαρη ή πολλή ντομάτα, αλλάζει όλο. Μεταξύ μας, το τυρί παίζει σημαντικό ρόλο στο τελικό γευστικό αποτέλεσμα. Αλλά, πάλι μεταξύ μας, πόσο κακό μπορεί να είναι ένα πιάτο μακαρόνια με κιμά; Ναι, οι παλιές, οι προγόνισσές μας, δεν έχουν μάθει τον κανόνα του αλ ντέντε, αλλά μπορούμε κάλλιστα να τους τον μάθουμε εμείς. «Γιαγιάκα, βγάλε τα στα 7 λεπτά όχι στα 12» κι όλα καλά.

Χθες βράδυ, ναι, χθες βράδυ, μετά από μια σχετικά μελαγχολική μέρα, γύρισα σπίτι γύρω στις 21:30 και λαχτάρησα μια αυθεντική καρμπονάρα, με αυγό, παρμεζάνα και χοιρινό λιπάκι. Μου την παρείχα, με ντάντεψα, βγήκα ψώνισα λίγο μπέικον σε κύβους που μου έλειπε (μη μ’ αρχίσετε τώρα για το γκουαντσιάλε, το ξέρω, αλλά βρέστε μου εσείς βραδιάτικα γκουαντσιάλε στην Κυψέλη). Και την περιέλουσα με το χτυπημένο αυγουλάκι, με ρεγκάτο μέσα και άφθονο πιπέρι και την καταβρόχθισα βλέποντας Gilmore Girls και ζεστάθηκαν τα μέσα μου.

Με τα παυσίλιπα, θρεπτικά, λαχταριστά μακαρόνια σαγηνεύουμε τους εραστές μας, χορταίνουμε τα βλαστάρια μας, γιατρεύουμε τις αρρώστιες μας (κι ο φιδές μακαρόνι είναι!), ακκιζόμαστε ως μάγειρες και σεφ της βραδιάς, δικαιολογούμε μια υπερβολική οινοποσία, με τα μακαρόνια γιορτάζουμε, πενθούμε, καρδαμώνουμε, συναρπάζουμε. Όλη η ζωή μου (μας) είναι μακαρόνια. Τα λάτρευε και η Λόρεν και όπως έλεγε κι η ίδια τους χρωστούσε πολλά-αποτελούσαν βασικό συστατικό της διατροφής της.

Και μην είστε φλώροι: μην τρώτε μακαρόνια από ρεβύθια, ξερω γω. Φάτε κανονικά μακαρόνια. Και κανονικά ρεβύθια. Ή, εν πάση περιπτώσει, κάντε όπως σας βγαίνει. Μόνο αγαπάτε τα, αγαπάτε τα όπως σας αγαπούν αυτά. Στωικά στο ντουλάπι περιμένουν, θεόξερα, να τα βουτήξετε σε βραστό νεράκι και να κάνουν πάλι το θαύμα τους.