Το 1968 μετά τον χωρισμό του ερωτικού διδύμου Καζαντζίδη-Μαρινέλλας, η δεύτερη ηχογραφεί το τραγούδι: “Οι άντρες δεν κλαίνε“, για να λάβει την πληρωμένη απάντηση του Στέλιου Καζαντζίδη, “Κι όμως κυρία μου, οι άντρες κλαίνε“. Σε αυτό το beef του πιο ερωτικού ντουέτου στην Ιστορία του λαϊκού τραγουδιού, εμείς κρατάμε τα λόγια του Καζαντζίδη, ότι κι όμως, οι άντρες κλαίνε. Όσο κι αν η κουλτούρα μας τους αποκλείει από κάτι που θεωρείται ένα αμιγώς γυναικείο τερέν.
Περίπου μια δεκαετία αργότερα, στις 15 Ιουνίου του 1979, στην άλλη πλευρά της ευρωπαϊκής Ηπείρου, οι Cure θα ηχογραφούσαν το σαρκαστικό, Boys Don’t Cry.
Ο τραγουδιστής της μπάντας, Robert Smith σε μια συνέντευξή του στο NME, δήλωσε: “Όταν μεγάλωνα, υπήρχε πίεση από τους συνομηλίκούς σου να προσαρμοστείς και να φέρεσαι με έναν συγκεκριμένο τρόπο, και ως Άγγλος εκείνη την εποχή, υπήρχε μια κοινωνική πίεση να μην δείχνεις σε οποιοδήποτε βαθμό τα συναισθήματά σου“.
So I try to laugh about it
Cover it all up with lies
I try to laugh about it
Hiding the tears in my eyes
’Cause boys don’t cry
Boys don’t cry
Η πιο συνηθισμένη ερμηνεία του “Boys Don’t Cry” είναι ότι εκθέτει τον μύθο του άτρωτου άνδρα και ρίχνει φως στο πόσο βαθιά έχει εσωτερικευτεί το συγκεκριμένο στερεότυπο από τους άνδρες. Έτσι, αντί να μιλήσει για τα συναισθήματά του, αυτό το αγόρι θα συνεχίσει να γελάει, κρύβοντας τα δάκρυα στα μάτια του επειδή “τα αγόρια δεν κλαίνε“, άρα είναι αυτό που είναι αναμενόμενο από αυτόν ως άνδρα.
Παρ’ όλα αυτά, το “Boys Don’t Cry” δεν έχει να κάνει τόσο με ένα αγόρι που καταπιέζει τη θλίψη του, παρά με ένα αγόρι που εκφράζει τα συναισθήματά του, ακόμα και με το κόστος της αποκάλυψης της πιο ευάλωτης κι ευαίσθητης πλευράς του. Με αυτόν τον τρόπο, το “Boys Don’t Cry” δεν αφορά την απόγνωση και την εύρεση διεξόδου, αλλά μάλλον μια πικρή δήλωση που φέρει μια ισχυρή κριτική για την υποκρισία της βαθιά πατριαρχικής μας κοινωνίας.
Οι σύγχρονες απόψεις για τον ανδρισμό μάς κάνουν να πιστεύουμε ότι οι άνδρες πρέπει να είναι άκαμπτοι καιν να “φέρονται σαν άντρες” απέναντι στις δυσκολίες της ζωής. Τους δίνεται η άδεια να κλάψουν μόνο ίσως όταν γεννιούνται τα παιδιά τους ή όταν πεθαίνει ένα αγαπημένο τους πρόσωπο.
Τα ανδρικά δάκρυα απασχόλησαν επιστήμονες, ανθρωπολόγους και κοινωνιολόγους. Ερευνώντας την ψυχοφυσιολογία του κλάματος στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο βιοχημικός William Frey και η Muriel Langseth στο βιβλίο τους “Κλάμα: Το μυστήριο των δακρύων“, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αγόρια και κορίτσια κλαίνε εξίσου ώς την εφηβεία τους. Μετά η τεστοστερόνη στα αγόρια και τα οιστρογόνα στα κορίτσια δημιουργούν τη διαφορά. Οι γυναίκες έχουν την τάση να κλαίνε περισσότερο από τους άνδρες, τέσσερις φορές περισσότερο, όπως διαπίστωσε ο Frey, και συνήθως από τις 7 ώς τις 10 το βράδυ. Ανακάλυψε επίσης ότι το κλάμα (το συναισθηματικό, όχι εκείνο που προκαλείται από το καθάρισμα κρεμμυδιών) απελευθερώνει εσωτερικές τοξίνες, σ΄ ένα είδος καθαρτικής δράσης.
Συνδυασμός αντικρουόμενων συναισθημάτων
Ο Tom Lutz, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο βιβλίο του “Κλάμα: Μια φυσική και πολιτιστική ιστορία των δακρύων”, απορρίπτει ως πολιτισμικό μύθο αυτά που υποστηρίζει ο Frey περί του κλάματος ως μια μορφή αυτοθεραπείας. Αυτό που προκαλεί τα δάκρυα, υποστηρίζει, είναι ο συνδυασμός αντικρουόμενων συναισθημάτων. Βουρκώνουμε με την εκπλήρωση κοινωνικών ρόλων, όπως όταν ένα ζευγάρι υπόσχεται στον γάμο να περάσει μαζί όλη τη ζωή του ή όταν, στη δεξίωση που ακολουθεί, ο πατέρας χορεύει με την κόρη του. Αλλά κλαίμε για γλυκόπικρους λόγους, όπως όταν παρακολουθούμε μια ταινία, ή όταν ο/η σύντροφός μας μάς καθαρίζει ένα πορτοκάλι, ή τις στιγμές που μπορεί να διαβάσουμε ένα ποίημα, ή να φέρουμε στο μυαλό μας ένα αγαπημένο μας πρόσωπο. Και τα δάκρυα κυλούν από τα μάτια μας πριν καν το καταλάβουμε. Ανεξάρτητα από το φύλο μας.
Όπως λέει ο Lutz στο βιβλίο του, η απροθυμία μας να αφήσουμε τους άνδρες να χύσουν δάκρυα είναι σχετικά πρόσφατη. Εντοπίζει αυτή την τάση στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι εργάτες εργοστασίων – κυρίως άνδρες – αποθαρρύνονταν από το να επιδίδονται σε συναισθήματα για να μην επηρεάσουν την παραγωγικότητά τους.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι Αμερικανοί πολιτικοί σκούπιζαν συνεχώς τα μάτια τους. Ο πρόεδρος Abraham Lincoln έκλαιγε κατά τη διάρκεια των περίφημων συνομιλιών για τη δουλεία με τον γερουσιαστή Stephen Douglas, με τον τελευταίο, να κλαίει επίσης. Πέρα από το να εκλαμβάνεταιως ένδειξη αδυναμίας, το κλάμα κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας θεωρούνταν ένδειξη ακεραιότητας και σημάδι ενός ικανού ρήτορα.
Εντούτοις, οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι το να χύνεις μερικά δάκρια, αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα σημάδια πραγματικής ανδρείας. Ο Οδυσσέας ξεσπά τακτικά σε δάκρυα κατά τη διάρκεια της αποστολής του, μια φορά επειδή συγκινήθηκε τόσο πολύ από ένα τραγούδι. Όταν επανενώνεται με τον γιο του Τηλέμαχο, αλμυρά δάκρυα ξεπήδησαν από τα πηγάδια της λαχτάρας και των δύο ανδρών, και κραυγές ξέσπασαν και από τους δύο τόσο έντονες όσο εκείνες του μεγάλου γερακιού, του οποίου τα μικρά παίρνουν οι αγρότες προτού καν πετάξουν. Έτσι αβοήθητοι έκλαιγαν με αναφιλητά, χύνοντας δάκρυα.
Η ιστορία είναι γεμάτη με άνδρες που κλαίνε
Στο παρελθόν, οι άνδρες όχι μόνο έκλαιγαν δημοσίως, αλλά αυτό δεν θεωρούνταν ούτε “θηλυκό” ούτε ντροπιαστικό. Στη μεσαιωνική Ευρώπη, το κλάμα θεωρούνταν ευγενές και μάλιστα είχε θρησκευτική σημασία τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες λόγω της επιρροής του χριστιανισμού. Στην Ιαπωνία, το επιδεικτικό κλάμα σε κάθε ευκαιρία ήταν κάποτε μέρος της ιδανικής συμπεριφοράς ενός σαμουράι.
Το πρότυπο του ανδρισμού όπως το γνωρίζουμε σήμερα, το οποίο χαρακτηρίζεται από κυριαρχία, ανταγωνιστικότητα, επιθετικότητα, σωματική δύναμη και συναισθηματική αυτοσυγκράτηση, είναι μια σχετικά πρόσφατη εξέλιξη. Και η οποία δεν περιορίζεται σε έναν μόνο πολιτισμό.
Όταν μετακόμισα στο εξωτερικό και ανακάλυψα ότι μερικοί άντρες προτιμούν να εξαφανιστούν από αυτόν τον πλανήτη παρά να τους δουν να έχουν δακρυσμένα μάτια κατά τη διάρκεια μιας κηδείας ή μιας θλιβερής ταινίας, συνειδητοποίησα, ότι δεν ήταν αποκλειστικό χαρακτηριστικό των Ελλήνων ή των Κύπριων ανδρών.
Αλλά παρόλο που οι καιροί όντως αλλάζουν και ευτυχώς έχει υπάρξει κάποια υποχώρηση των παλαιών ταμπού σχετικά με τους άνδρες που κλαίνε και εκφράζουν τα συναισθήματά τους, δεν έχουν εξαφανιστεί ακόμα. Γιατί οι “πραγματικοί άντρες” δεν κλαίνε. Επειδή οι άντρες απλά δεν έχουν επαφή με τα συναισθήματά τους. Επειδή οι άνδρες απλά δεν έχουν ανάγκη να ανοιχτούν. Ή έτσι τουλάχιστον ακούμε.
Παρόλα αυτά, δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι οι άνδρες είναι κατά κάποιο τρόπο εγγενώς “λιγότερο συναισθηματικοί” από τις γυναίκες, ότι είναι από τη φύση τους πιο ψυχροί ή άτρωτοι και αναίσθητοι. Στην πραγματικότητα, οι διαθέσιμες έρευνες δείχνουν το αντίθετο: βιώνουν εξίσου πολλά συναισθήματα με τις γυναίκες ή και συχνά έχουν πιο έντονες συναισθηματικές εμπειρίες.
Φυσικά, η σωματική εκφραστικότητα, είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Το σώμα μας μπορεί να αντιδρά παρόμοια, αλλά αυτό που συμβαίνει στη συνέχεια καθορίζεται συχνά από τις αποδεκτές νόρμες γύρω από το φύλο στο πολιτισμικό μας περιβάλλον.
Και εκεί είναι που αρχίζουν τα προβλήματα.
Άλλωστε, η εκδήλωση συναισθημάτων – συμπεριλαμβανομένου του κλάματος – είναι ο φυσικός μηχανισμός επούλωσης του σώματός μας, ο οποίος, δυστυχώς, στην πορεία πήρε έμφυλα χαρακτηριστικά. Και, παραδόξως, σύμφωνα με μια πρόσφατη διαδικτυακή έρευνα, οι άνδρες που επιτρέπουν στον εαυτό τους να χύνουν ελεύθερα δάκρυα είναι, κατά μέσο όρο, πιο δυναμικοί, ανθεκτικοί και αποφασιστικοί – χαρακτηριστικά που επίσης συνήθως συνδέονται με τον ανδρισμό.
Πώς μπορούμε όμως να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου οι άνδρες θα σταματήσουν να παγιδεύονται σε ένα συναισθηματικό κενό και θα επιτρέψουν στον εαυτό τους να εκφράσουν αυτά που νιώθουν;
Προσωπικά, και όπως έχω γράψει πολλές φορές στο παρελθόν, πιστεύω ότι ο κόσμος θα ήταν καλύτερος χωρίς αυστηρά καθορισμένα πρότυπα για τα δύο φύλα. Αλλά φαίνεται ότι απέχουμε έτη φωτός από την διάδοση αυτής της αντίληψης. Ή, τουλάχιστον, σε χώρες όπου η ισότητα των φύλων έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει. Ένας πιο ρεαλιστικός στόχος, ωστόσο, θα ήταν να διευρύνουμε τους ισχύοντες ορισμούς.
Γιατί όταν δεν μπορούν και δεν το κάνουν, και όταν η έκφραση συναισθημάτων συνεχίζει να θεωρείται “γυναικουλίστικη“, αδύναμη και κατώτερη, τότε η αδυναμία και η κατωτερότητα γίνεται συνώνυμο της γυναίκας.
Και όλοι χάνουν σε έναν κόσμο που υποτιμά τα χαρακτηριστικά που σήμερα χρειαζόμαστε ίσως περισσότερο από ποτέ.
Και όχι, αυτό δεν συνεπάγεται ότι “οι άνδρες πρέπει να κλαίνε συνέχεια“.
Είναι απλώς η αναγνώριση ότι μπορούν, όπως οι γυναίκες και όλοι οι άλλοι, από καιρού εις καιρόν, να κλαίνε όποτε και όσο το επιθυμούν.
Τόοοοσο κακό είναι αυτό;