Είναι το πρωί μετά το πρώτο μου πάρτι στη σχολή. Είμαι 18 μισό. Με τις φίλες μου καθόμαστε στην εστία της Παντείου την οποία πρώτη φορά βλέπω τόσο πρωί. Πίνουμε πορτοκαλάδα και τσιμπολογάμε το πιο άθλιο κέικ στην ιστορία της μαγειρικής. Τους λέω ότι χθες χώρισα με τον Ορέστη μετά από 2 ένδοξες εβδομάδες dating. Ο μετεφηβικός μου οργανισμός έχει ήδη μεταβολίσει τον χωρισμό αλλά όχι ακόμα το αλκόολ της προηγούμενης νύχτας. Μου λένε για μια παρέα κοριτσιών που εισέβαλαν στο πάρτι, γκρίνιαζαν για τη μουσική και φώναζαν «Παίχτε πανκ!», την ώρα που έπαιζε Πέγκυ Ζήνα. Η μάσκαρα έχει τρέξει κατοστάρι στα μάγουλά μας, τρανή απόδειξη του χθεσινοβραδινού χάους. Ανταλλάσσουμε ιστορίες και λεπτομέρειες σαν κάρτες Yu-Gi-Oh!. Η κάθε λεπτομέρεια συμπληρώνει το παζλ και απαντά στην ερώτηση «Μωρέ, τι ζήσαμε χθες το βράδυ;». 

Είναι πρωί και κάθομαι με την κολλητή μου τη Βάσια στο κρεβάτι. Είμαι 21, είναι 23 και μένουμε μαζί σε εστίες στη Σανγκάη. Είναι η ώρα του debrief μας. Με τη Βάσια έχουμε κάνει μια συμφωνία. Αυτή μου επιτρέπει να καπνίζω μέσα στο υπνοδωμάτιό της κι εγώ την ξεπληρώνω σε ιστορίες. «Δε θα πιστέψεις τι έγινε χθες το βράδυ», της λέω και κάπως έτσι ξεκινά το τελετουργικό. Της λέω για χθες το βράδυ που ήμουν στο προαύλιο έξω από τις εστίες με μια παρέα φοιτητών από διάφορες χώρες του κόσμου. Προσπαθούσαν να μου μάθουν ποδήλατο (δεν έμαθα ποτέ) και ξαφνικά ακούμε κάτι γυναικείες τσιρίδες. Στον απέναντι δρόμο βλέπουμε δυο Ασιάτισσες να παίζουν ξύλο και να φωνάζουν σε σπαστά αγγλικά: «Θα δεις τι θα πάθεις». Η μια έχει πιάσει από τα μαλλιά την άλλη και τη σέρνει στο πεζοδρόμιο. Κρεμιόμαστε από τα κάγκελα της εστίας και φωνάζουμε να την αφήσει κι ότι έχουμε καλέσει την αστυνομία. Σηκώνονται και οι δύο και τρέχουν προς αντίθετες κατευθύνσεις.

Είμαι 27, είναι Δευτέρα πρωί στα γραφεία του OLAFAQ (δηλαδή ένα γραφείο έχουμε, αλλά μου αρέσει να λέω «στα γραφεία» λες και είμαστε οι New York Times). Είμαι με τη Δήμητρα στην κουζίνα, φτιάχνουμε καφέ και μου λέει πώς πέρασε το σαββατοκύριακο, τι έφαγε, πόσα ξόδεψε, με ποιον μίλησε, με ποιον μάλωσε. Πριν έναν χρόνο, ήμασταν στη Ζάκυνθο, άρτι αποφοιτήσασες από τη Σχολή Δημοσιογραφίας του Ant1. Είχαμε γυρίσει από αυγουστιάτικο γλέντι με πανσέληνο σε ένα χωριό του νησιού. Καθόμαστε στο υπνοδωμάτιο και μηρυκάζουμε το περασμένο βράδυ: τη θέα, το φαγητό, τους τουρίστες, το φεγγάρι, το κρασί, πάλι το φαγητό (ήταν πολύ). Όλες οι έξοδοι ολοκληρώνονται, όχι όταν λέτε «καληνύχτα» και γυρνάτε σπίτι, αλλά το επόμενο πρωί, όταν τα συζητάτε όλα ξανά και ξανά.

Με τα χρόνια, το σκηνικό αλλάζει, το ίδιο και τα θέματα προς συζήτηση, το ίδιο κι εμείς (όσο κι αν με πληγώνει αυτή η συνειδητοποίηση). Αυτό που μένει πεισματικά ίδιο είναι αυτή η γλυκιά αίσθηση που νιώθω όταν περιτριγυρίζομαι από τις αγαπημένες μου γυναίκες. Η ατμόσφαιρα συγκρίνεται μόνο με το πρωί μετά από ένα πιτζάμα πάρτι στο δημοτικό. Είναι μια πολύτιμη ιεροτελεστία, που γίνεται όλο και πιο σπάνια όσο μεγαλώνουμε.

Η πρωινή σύντομη συζήτηση για τα χθεσινοβραδινά, δίνει ζωή στο χάος όλων μας: τα ραντεβού, οι αμήχανες συναντήσεις, οι απογοητεύσεις, τα αστεία. Αυτό το τελετουργικό της γυναίκειας φιλίας τροφοδοτείται από αγάπη, χιούμορ, οικειότητα και αταλάντευτη υποστήριξη, δημιουργώντας έναν τύπο κάθαρσης που δεν μπορείς να πετύχεις σε οποιαδήποτε άλλη συζήτηση. Για μένα, η πραγματική διασκέδαση ξεκινά όταν τελειώσει το πάρτι.

Ό,τι κι αν γίνεται στη ζωή μας εκείνη τη στιγμή, παρά τη δουλειά, παρά τις σχολές, τις υποχρεώσεις, τα χανγκόβερ, η πρωινή συζήτηση για το χθεσινοβραδινό debrief έχει προτεραιότητα. Όλη η αιωνιότητα είναι στη διάθεσή μας, ή τουλάχιστον αυτή είναι η αίσθηση. Και επειδή γνωρίζω ότι αυτές οι ευκαιρίες όλο και θα λιγοστεύουν με τον χρόνο, δε μπορώ παρά να εκτιμήσω το τώρα και να αναγνωρίσω πόσο ζωογόνες είναι αυτές οι μικρές στιγμές. Δε χρειάζεται να κάνουμε τίποτα. Με έναν καφέ στο χέρι, ακόμη και στα όρθια, καταβροχθίζουμε ιστορίες και αστεία και κουτσομπολιά. Όσο μιλάμε, κρατάμε την καθημερινότητα ένα τσικ μακριά μας. Όσο μιλάμε, είμαστε κορίτσια μετά από πιτζάμα πάρτι.