Σύμφωνα με τους ψυχολόγους, οι «αμφίρροπες» σχέσεις μπορούν να μας προκαλέσουν περισσότερο άγχος από ό,τι το να είμαστε με ανθρώπους που αντιπαθούμε συνειδητά. Ήρθε η ώρα να τις εγκαταλείψουμε – ή μήπως μπορούν να σωθούν αυτές οι φιλίες;
Ο Μάκης και ο Παντελής είναι φίλοι πάνω από 30 χρόνια. Όταν ήταν νεότεροι ήταν μαζί σε ένα συγκρότημα και η φιλία τους σφυρηλατήθηκε από την κοινή τους αγάπη για τη μουσική και την μπύρα. Ακόμα και τώρα, παρά τις οικογενειακές υποχρεώσεις και των δύο, καταφέρνουν να τα λένε κάθε δύο μήνες. «Παρόλο που μου τη σπάει», μου λέει συχνά ο Μάκης.
Ο Παντελής είναι αυτός που έρχεται στο μυαλό του Μάκη στην αναφορά των τοξικών φιλιών. Κάθε φορά που συναντιούνται, λέει ο Μάκης, «τείνουν να κάνουν την ίδια και ίδια συζήτηση», επειδή ο Παντελής δεν ακούει ποτέ τι λέει.
Ο Μάκης, ακόμα και τώρα στα 50 του, δεν έχει πει ποτέ στον Παντελή πώς αισθάνεται. «Πιστεύω ότι έχει ξεπεράσει πια το όριο της ευγένειας. Θα περίμενα μια απάντηση του τύπου: “Γιατί δεν μου είπες εδώ και τόσα χρόνια ότι σου έχω σπάσει τα νεύρα;”».
Επιπλέον, προσθέτει ο Μάκης, ο Παντελής είναι ένας από τους λίγους φίλους που έχω κρατήσει από τα παλιά: «Ήταν δύσκολο να σκεφτώ θα “ξεκόβαμε” εξαιτίας μερικών ενοχλητικών περιστατικών».
Ένας τοξικός φίλος μπορεί να φαίνεται οξύμωρος: σε αντίθεση με τις οικογένειες ή τους συναδέλφους, με τους οποίους πιθανόν να είμαστε υποχρεωμένοι να διατηρούμε δεσμούς, τις περισσότερες φιλίες τις επιλέγουμε. Ωστόσο, σχεδόν όλοι έχουν κάποιον στον κοινωνικό τους κύκλο για τον οποίο έχουν ανάμεικτα συναισθήματα, λέει η Julianne Holt-Lunstad, καθηγήτρια ψυχολογίας και νευροεπιστήμης στο Πανεπιστήμιο Brigham Young στο Provo της Γιούτα. «Η διαφορά φαίνεται να έγκειται στο γεγονός ότι για κάποιους άλλους έχουν περισσότερα ανάμεικτα συναισθήματα», αναφέρει.
Η Holt-Lunstad άρχισε να ερευνά αυτές τις «αμφίρροπες σχέσεις» προκειμένου να κατανοήσει τον αντίκτυπό τους στην υγεία μας. Υπήρχαν ήδη ισχυρές ενδείξεις ότι οι θετικές σχέσεις έχουν προστατευτικά οφέλη και ότι οι αρνητικές μπορεί να είναι επιζήμιες, «οπότε άρχισαν να μας απασχολούν εκείνες τις σχέσεις που είναι ένα μείγμα και των δύο».
«Αισθανόμουν τόσο εξαντλημένη και απαίσια μετά από κάθε μας συνάντηση».
Διαπίστωσε ότι οι αλληλεπιδράσεις των συμμετεχόντων στη μελέτη που διατηρούσαν αμφίρροπες φιλίες σχετίζονταν με αυξημένο στρες και καρδιαγγειακή αντιδραστικότητα. Και μόνο η σκέψη των φίλων τους ήταν αρκετή για να αυξήσει τον καρδιακό ρυθμό και την αρτηριακή πίεση. Παραδόξως, διαπιστώθηκε επίσης ότι η αρτηριακή πίεση αυξανόταν περισσότερο με την παρουσία αμφιθυμικών φίλων παρά με ανθρώπους που τα άτομα αντιπαθούσαν συνειδητά.
«Είναι το μείγμα θετικότητας και αρνητικότητας», λέει η Holt-Lunstad. «Μπορεί να μην ξέρεις τι θα πάρεις από αυτούς, ή μπορεί, επειδή νοιάζεσαι για αυτό το άτομο, όταν τα πράγματα είναι αρνητικά να πονάει πολύ περισσότερο».
Αυτοί είναι οι άνθρωποι που η Bridget Jones παρομοίαζε με μέδουσες, των οποίων τα τσιμπηματάκια δεν τα βλέπεις να έρχονται, αλλά σε ακολουθούν για μέρες.
Η Ναταλία, είκοσι χρόνων από την Αθήνα, θυμάται μια τέτοια σχολική φίλη: «Ένιωθα τόσο εξαντλημένη και απαίσια μετά από κάθε μας συνάντηση και μου πήρε πολύ καιρό να καταλάβω το γιατί. Μετά τη συνάντησή μας, αν τύχαινε να φοράω κόκκινο κραγιόν, άφηνε υπαινιγμούς με σχόλια στο X (πρώην Twitter), γράφοντας για παράδειγμα πόσο πολύ μισούσε το κόκκινο κραγιόν μέσα στη μέρα».
Σε εκείνες τις περιπτώσεις που η φίλη της ήταν εντελώς κακιά ή αγενής, η Ναταλία της την έλεγε, και τότε εκείνη έλεγε την δικαιολογία ότι ήταν πολύ ευαίσθητη.
Ο Sam Owen, σύμβουλος σχέσεων και συγγραφέας του βιβλίου Happy Relationships, λέει ότι τα ύπουλα φιλοφρονήματα μπορούν επίσης να είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός τοξικού φίλου. Το ίδιο και η μη λεκτική επικοινωνία που φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τα λόγια τους, γεγονός που υποδηλώνει κατάρρευση της εμπιστοσύνης.
«Οι αισθήσεις που νιώθετε στο σώμα σας θα σας υποδείξουν αν πρέπει να κρατήσετε ή να απομακρυνθείτε από τους ανθρώπους στη ζωή σας», λέει ο Owen. Αν αισθάνεστε συχνά τεταμένη ή απογοητευτική την παρουσία τους, για παράδειγμα, αυτό μπορεί να είναι μια προειδοποίηση «ότι δεν ταιριάζετε πλέον».
Το ερώτημα είναι: γιατί μπορεί να συνεχίσουμε να επενδύουμε σε φιλίες για τις οποίες έχουμε ανάμεικτα συναισθήματα ή που μπορεί ακόμη και να μας κάνουν συνειδητά να νιώθουμε άσχημα;
Μπορούμε να διατηρήσουμε συνολικά μόνο 150 φιλίες, λέει ο Dr. Robin Dunbar, καθηγητής εξελικτικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, αλλά δεν επενδύουμε εξίσου χρόνο ή συναισθηματική εγγύτητα σε αυτές. Στην πραγματικότητα, η έρευνά του έδειξε ότι περίπου το 60% της συνολικής κοινωνικής μας προσπάθειας αφιερώνεται σε μόλις 15 άτομα, ενώ το 40% αφιερώνεται στα πέντε πιο σημαντικά.
Υπάρχει «συνεχής εναλλαγή» σε αυτές τις ομάδες κατά τη διάρκεια της ζωής σας, λέει ο Dunbar- η μετακίνηση προς και από αυτόν τον εσωτερικό κύκλο είναι απλώς θέμα του χρόνου που αφιερώνουμε για να δεθούμε. «Είναι μια σειρά από στάδια όπου σταματάς και αξιολογείς σε κάθε ένα από αυτά και αποφασίζεις αν θα συνεχίσεις ή όχι».
Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι είναι λιγότερο πιθανό να κόψουν ενεργά τους δεσμούς με τον εχθρό τους από το να γίνουν πιο απόμακροι ή μη διαθέσιμοι. Η Ναταλία και η φίλη της τελικά απομακρύνθηκαν, με πρωτοβουλία της Ναταλίας. «Έχω να την δω χρόνια. Περιστασιακά μου στέλνει replies στο Instagram, ωστόσο πάντα τα αγνοώ».
Άλλοι άνθρωποι μπορεί να επιλέξουν να περιορίσουν τη συχνότητα με την οποία βλέπουν τους φίλους τους – ή το πλαίσιο.
Απαντώντας στο ερώτημα στο γιατί οι άνθρωποι διατηρούν τέτοιους είδους δεσμών, η Holt-Lunstad περίμενε ότι οι κινητήριοι παράγοντες θα ήταν εξωτερικοί- για παράδειγμα, αν ζούσατε κοντά ο ένας στον άλλον ή είχατε πολλούς κοινούς φίλους. Στην πραγματικότητα, έμεινε έκπληκτη όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν κυρίως εσωτερικοί. Μια κοινή αιτιολόγηση ήταν η αίσθηση ότι «Είχαν ήδη επενδύσει πολλά στη σχέση», λέει η Holt-Lunstad.
Ο Dunbar λέει ότι μερικές στενές φιλίες που δημιουργήθηκαν μεταξύ των ηλικιών 15 και 25 τείνουν να είναι πιο ανθεκτικές στο πέρασμα του χρόνου, λόγω της έντασης του δεσμού σε αυτή την ηλικία. Υπάρχει επίσης και ένας πολιτισμικός δεσμός: «Ξέρετε ότι έχετε αυτή τη μακρά, βαθιά ιστορία συγκατοίκησης και μοιράζεστε εμπειρίες μαζί- αισθάνεστε αυτή την αίσθηση υποχρέωσης από σεβασμό προς αυτή την παλιά σχέση, ακόμη και αν στην πραγματικότητα έχετε απομακρυνθεί».
Η έρευνα της Holt-Lunstad διαπίστωσε ότι πολλοί συμμετέχοντες θεωρούσαν ότι το να ανεχτούν την αγένεια ή την κακή συμπεριφορά του φίλου τους -μια αίσθηση ότι είναι υπεράνω και καλοί άνθρωποι- ήταν το σωστό. Το πώς αυτό αντανακλούσε πάνω τους ήταν επίσης ένας παράγοντας, λέει: «Δεν ήθελαν να είναι ο τύπος του ατόμου που δεν μπορούσε να διατηρήσει μια φιλία».
Συχνά, επίσης, οι καλές στιγμές ήταν πραγματικά περισσότερες από τις κακές. «Έμεναν κοντά λόγω αυτών των άλλων, πραγματικά καλών στοιχείων που είχαν αυτά το άτομα». Αυτό είναι μια υπενθύμιση του πραγματικού συναισθήματος, και μερικές φορές του πραγμααικού πόνου, στο κέντρο αυτών των δυσάρεστων δεσμών.
Μια «τοξική φιλία» δείχνει συνήθως ότι μια λειτουργία ή προσδοκία της σχέσης έχει αμφισβητηθεί, λέει η κλινική ψυχολόγος Dr Miriam Kirmayer– για παράδειγμα, έχει υπάρξει προδοσία εμπιστοσύνης ή η επένδυση στη φιλία είναι ανισόρροπη. Μπορεί όμως να διασωθεί;
«η απάντηση εδώ είναι η αυτοκριτική» αναφέρει η Kirmayer. Τα ιδιαίτερα έντονα συναισθήματα μπορεί να υποδεικνύουν ότι μια από τις βασικές μας αξίες (για παράδειγμα, η συνέπεια) έχει παραβιαστεί, αλλά συχνά μπορεί να μην το έχουμε επικοινωνήσει αυτό ρητά στους φίλους μας. «Να μοιραστείτε τον λόγο για τον οποίο αυτό αποτελεί πρόκληση: οι άνθρωποι είναι συχνά πολύ δεκτικοί σε αυτό και μπορεί να είναι ένας τρόπος να βρούμε κοινό έδαφος».
Αν αυτό δεν επιφέρει την επιθυμητή αλλαγή, η Kirmayer προτείνει να αλλάξουμε τις προσδοκίες μας και να εστιάσουμε στις θετικές συνεισφορές των φίλων μας στη ζωή μας. Αυτό μπορεί να απαιτεί τον καθορισμό ορίων – για παράδειγμα, την αποφυγή ορισμένων θεμάτων ή δραστηριοτήτων που γνωρίζετε ότι είναι προβληματικές – είτε επιλέξετε να τα εκφράσετε είτε όχι. «Αυτός τείνει να είναι ένας πραγματικά χρήσιμος τρόπος για τη διαχείριση των συγκρούσεων, επειδή δεν εγκαταλείπουμε τα κομμάτια της σχέσης που λειτουργούν για εμάς».
Η Kirmayer συνεχίζει: «Θεωρώ επίσης ότι είναι πολύ εύκολο να αναγνωρίσουμε τη συμπεριφορά κάποιου άλλου και αυτό που έχει κάνει και το θεωρούμε ενοχλητικό ή λάθος, ενώ είναι πολύ πιο δύσκολο, προφανώς, να κοιτάξουμε προς τα μέσα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ενθαρρύνω τους ανθρώπους να κατηγορούν τον εαυτό τους, αλλά να βλέπουν όλες τις σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων των φιλικών σχέσεων, ως μια δυναμική – οι φίλοι μας ανταποκρίνονται σε εμάς με κάποιο τρόπο».
Αυτό αναφέρεται σε ένα ερώτημα που προέκυψε από την έρευνα της Holt-Lunstad, το οποίο, όπως λέει, χρήζει περαιτέρω διερεύνησης: Είναι ρεαλιστές οι άνθρωποι που αναγνωρίζουν ότι διατηρούν αμφίρροπες, τοξικές φιλίες ή «περιμένουν να πηγαίνουν όλα τέλεια χωρίς καμία συνέπεια»;
Διαβάζοντας την έρευνα της Holt-Lunstad με προβλημάτισε σχετικά με τις δικές μου φιλίες.
«Δεν θέλω να γίνω η πηγή αμφιθυμίας για κάποιον άλλον. Με έκανε να προβληματιστώ σχετικά με το “Τι είδους φίλη είμαι; Είμαι υποστηρικτική, είμαι αξιόπιστη;” Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τους άλλους ανθρώπους, αλλά μπορούμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας. Το πρώτο βήμα είναι πάντα να κοιτάμε προς τα μέσα», σκέφτηκα.
Η φιλία του Μάκη με τον Παντελή διατηρείται στον χρόνο – παρ’ όλη την αμφιθυμία και τα προβλήματά της. «Έχω αρκετή αυτογνωσία ώστε να καταλαβαίνω ότι κάνω πράγματα που την σπάνε και σ’ αυτόν», λέει. «Αλλά ίσως τώρα πλέον να τα κάνω επίτηδες».
*Τα ονόματα έχουν αλλάξει για την προστασία προσωπικών δεδομένων των εμπλεκομένων.
Διαβάστε επίσης: Ύπουλα μεθυσμένα ποστ στα social media!