Οι περισσότεροι έχουμε ακούσει και νιώσει το déjà  vu. Αυτή τη φευγαλέα αίσθηση ότι μία στιγμή, μία εμπειρία την έχουμε ξαναβιώσει. Ποιος όμως γνωρίζει το αντίθετό του; Το jamais vu.

Σας έχει τύχει να μιλήσετε ποτέ με έναν φίλο και ξαφνικά, αλλά για λίγο, το πρόσωπό του να φαίνεται άγνωστο; Ή έχετε μπει σε ένα δωμάτιο που σας είναι οικείο αλλά με ένα περίεργο τρόπο το αισθάνεστε περίεργα ξένο; Ή ίσως έχετε κοιτάξει επίμονα μια λέξη και ξέρετε τι σημαίνει, δε σας βγάζει νόημα

Το Jamais vu (γαλλικά σημαίνει «ποτέ δεν είδα»), αλλά θεωρείται ακόμη πιο σπάνιο από το déjà  vu. 

Όσοι έχουν βιώσει jamais vu μπορεί να το μπερδέψουν με βραχυπρόθεσμη απώλεια μνήμης, αλλά είναι τελείως διαφορετικό, λέει ο Chris Moulin, Ph.D., ερευνητής μνήμης στο Εργαστήριο Ψυχολογίας και Νευρογνωσίας στο Πανεπιστήμιο Grenoble Alpes στη Γαλλία.

«Στην απώλεια μνήμης, κάποιος θα μας φαίνεται άγνωστος, ακόμα κι αν τον έχουμε γνωρίσει πρόσφατα, επειδή έχουμε ξεχάσει κάποια κρίσιμη πληροφορία. Το Jamais vu, από την άλλη πλευρά, είναι το αίσθημα της μη οικειότητας για κάτι που δεν έχει χαθεί ή ξεχαστεί».

Αυτή η περίεργη αίσθηση είναι μόνο στιγμιαία, διαρκεί μόνο δευτερόλεπτα ή λεπτά πριν εξαφανιστεί. «Μπορεί να απορριφθεί από το άτομο που το βιώνει επειδή μπορεί να φοβάται ότι δεν θα τον πάρουν στα σοβαρά ή θα τον αντιμετωπίσουν με σκεπτικισμό. Αυτός μπορεί να είναι ο λόγος που το φαινόμενο είναι τόσο σπάνιο και πιθανότατα υποαναφερόμενο», εξηγεί ο Moulin.

Δεν γνωρίζουμε πολλά για το jamais vu. Οι ειδικοί θεώρησαν ότι θα ήταν πολύ εύκολο να προκληθεί στο εργαστήριο. Αν απλώς ζητήσετε από κάποιον να επαναλάβει κάτι ξανά και ξανά, συχνά βρίσκει ότι δεν έχει νόημα και προκαλεί σύγχυση.

Αυτός ήταν ο βασικός σχεδιασμός των πειραμάτων στο jamais vu. Σε ένα πρώτο πείραμα, 94 προπτυχιακοί φοιτητές περνούσαν το χρόνο τους γράφοντας επανειλημμένα την ίδια λέξη. Το έκαναν με δώδεκα διαφορετικές λέξεις που κυμαίνονταν από τις συνηθισμένες, όπως «πόρτα», έως λιγότερο κοινές, όπως «γρασίδι».

«Στην έρευνα ζητήσαμε από τους συμμετέχοντες να αντιγράψουν τη λέξη όσο το δυνατόν γρηγορότερα, αλλά τους είπαμε ότι επιτρέπεται να σταματήσουν και τους δώσαμε μερικούς λόγους για τους οποίους μπορεί να σταματήσουν: αν αισθάνονται περίεργα, αν βαριούνται ή αν πονάει το χέρι τους.»  

Η διακοπή επειδή τα πράγματα άρχισαν να φαίνονται περίεργα ήταν η πιο κοινή επιλογή, με περίπου το 70% να σταματάει τουλάχιστον μία φορά επειδή αισθάνθηκε κάτι που ορίσαμε ως jamais vu. Αυτό συνέβαινε συνήθως μετά από περίπου ένα λεπτό (33 επαναλήψεις) – και συνήθως για γνωστές λέξεις

Οι άνθρωποι περιέγραψαν τις εμπειρίες τους ως κυμαινόμενες από «Χάνουν το νόημά τους όσο περισσότερο τους κοιτάς» έως «Έμοιαζαν να χάνουν τον έλεγχο του χεριού» και το αγαπημένο μας «δεν φαίνεται σωστό, σχεδόν μοιάζει σαν να μην είναι πραγματικά μια λέξη».

Πήρε περίπου 15 χρόνια για να γραφτεί και να δημοσιευτεί αυτό το επιστημονικό έργο. Το 1907, μια από τις αφανείς ιδρυτικές προσωπικότητες της ψυχολογίας, η Margaret Floy Washburn, δημοσίευσε ένα πείραμα με μια από τις μαθήτριές της, το οποίο έδειξε την «απώλεια της συνειρμικής δύναμης» με λέξεις που κοιτάζονταν επί τρία λεπτά. Οι λέξεις έγιναν παράξενες, έχασαν το νόημά τους και κατακερματίστηκαν με τον καιρό.

Η συμβολή της νέας έρευνας είναι η ιδέα ότι οι μεταμορφώσεις και οι απώλειες νοήματος στην επανάληψη συνοδεύονται από ένα ιδιαίτερο συναίσθημα – το jamais vu.

Το Jamais vu είναι ένα μήνυμα ότι κάτι έχει γίνει πολύ αυτόματο,  μηχανικό, πολύ επαναλαμβανόμενο. Μας βοηθά να «βγούμε απότομα» από την τρέχουσα επεξεργασία μας και η αίσθηση της μη πραγματικότητας είναι στην ουσία ένας έλεγχος πραγματικότητας.

Τα γνωστικά μας συστήματα πρέπει να παραμείνουν ευέλικτα, επιτρέποντάς μας να κατευθύνουμε την προσοχή μας όπου χρειάζεται αντί να χανόμαστε σε επαναλαμβανόμενες εργασίες για πολύ καιρό.

Ουσιαστικά πρόκειται για έναν «κορεσμό» . Μία υπερφόρτωση μιας αναπαράστασης μέχρι να στερείται νοήματος.

Φαίνεται επίσης να σχετίζεται με την έρευνα για την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (OCD), η οποία εξέτασε την επίδραση του καταναγκαστικού κοιτάγματος σε αντικείμενα. «Όπως και με το επανειλημμένο γράψιμο, όταν ελέγχεις κάτι ξανά και ξανά η πραγματικότητα αρχίζει να ξεφεύγει, αλλά αυτό μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε την ΙΨΔ.

Εάν ο επανειλημμένος έλεγχος της κλειδωμένης πόρτας αφαιρεί από την πράξη αυτή το νόημα, θα σημαίνει ότι είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε κάθε φορά εάν η πόρτα είναι κλειδωμένη και έτσι ξεκινά ένας φαύλος κύκλος».

Η έρευνα των O’Connor και Moulin δεν πέρασε απαρατήρητη, αφού τιμήθηκε με το βραβείο Ig Nobel, ένα ιδιόρρυθμο βραβείο που τιμά την επιστημονική έρευνα που πρώτα κάνει τους ανθρώπους να γελάσουν και μετά να προβληματιστούν βαθιά.

Πηγή: The Conversation, Science alert