Στις μέρες μας η βιομηχανία «αυτοβελτίωσης» γνωρίζει πολύ μεγάλη άνθηση, τροφοδοτούμενη από διάσπαρτες έρευνες που ξεμυτίζουν από δω κι από κει για θετική ψυχολογία αλλά κι ένα σωρό γκουρού και κομπογιαννίτες, life coachers και influencers που υπόσχονται ότι κρατάνε στο χέρι τους το κλειδί για το μυστικό της ανθρώπινης ευημερίας. Την ίδια στιγμή που ανθίζει αυτό το τσουνάμι θετικότητας, τα ποσοστά άγχους, κατάθλιψης, αυτοτραυματισμών και αυτοκτονιών συνεχίζουν να αυξάνονται παγκοσμίως. Είμαστε, λοιπόν, καταδικασμένοι να είμαστε δυστυχισμένοι, παρά αυτό τον υπερπαλμό «θετικότητας» που μας κατακλύζει;
Σύμφωνα με ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Review of General Psychology το 2005, το 50% της ευτυχίας των ανθρώπων καθορίζεται από τα γονίδιά τους, το 10% εξαρτάται από τις εξωτερικές συνθήκες και το 40% από την «σκόπιμη δραστηριότητα» (αν είστε θετικοί ή όχι). Αυτή η λεγόμενη πίτα της ευτυχίας έβαλε τους θιασώτες της θετικής ψυχολογίας στη θέση του οδηγού, επιτρέποντάς τους να αποφασίζουν για την πορεία της ευτυχίας τους – με το ανομολόγητο μήνυμα είναι ότι αν είστε δυστυχισμένοι, φταίτε εσείς οι ίδιοι γι’ αυτό.
Η φερόμενη ως «πίτα της ευτυχίας» δέχτηκε ευρεία κριτική επειδή βασίστηκε σε υποθέσεις σχετικά με τη γενετική που επιστημονικά έχουν απαξιωθεί. Επί δεκαετίες, οι ερευνητές της γενετικής που μελετούν την ανθρώπινη συμπεριφορά, διεξήγαγαν μελέτες σε πανομοιότυπα δίδυμα αδέλφια και διαπίστωσαν ότι το 40% έως 50% της διακύμανσης της ευτυχίας τους εξηγείται από τη γενετική, γι’ αυτό και το ποσοστό αυτό εμφανίστηκε στην πίτα της ευτυχίας.
Η συμπεριφορική νευροεπιστήμη χρησιμοποιεί μια τεχνική στατιστικής για να εκτιμήσει τις γενετικές και περιβαλλοντικές συνιστώσες με βάση την οικογενειακή συγγένεια των ανθρώπων, εξ ου και η χρήση διδύμων στις μελέτες τους. Αλλά αυτά τα στοιχεία υπέθεσαν θεωρώντας δεδομένο ότι τόσο οι πανομοιότυποι δίδυμοι όσο και τα αδέρφια βιώνουν το ίδιο περιβάλλον όταν μεγαλώνουν μαζί -μια υπόθεση που δεν ευσταθεί στην πραγματικότητα.
Ως απάντηση στην κριτική για την έρευνα του 2005, οι ίδιοι συγγραφείς έγραψαν ένα άρθρο το 2019 που εισήγαγε μια διαφοροποιημένη προσέγγιση για την επίδραση των γονιδίων στην ευτυχία, η οποία αναγνώριζε τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ της γενετικής μας και του εξωτερικού μας περιβάλλοντός.
Φύση, ανατροφή και «περιβαλλοντική ευαισθησία»
Η φύση και η ανατροφή δεν είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Αντίθετα, η μοριακή γενετική, η μελέτη της δομής και της λειτουργίας των γονιδίων σε μοριακό επίπεδο, δείχνει ότι επηρεάζουν το ένα το άλλο. Τα γονίδια επηρεάζουν τη συμπεριφορά που βοηθά τους ανθρώπους να επιλέξουν το περιβάλλον τους. Για παράδειγμα, η εξωστρέφεια που περνάει από τους γονείς στα παιδιά βοηθά τα παιδιά να δημιουργήσουν τις ομάδες των φίλων τους.
Ομοίως, το περιβάλλον αλλάζει την έκφραση των γονιδίων -κάτι που μελετά η επιστήμη της επιγενετικής. Για παράδειγμα, όταν οι μέλλουσες μητέρες εκτέθηκαν σε λιμό, τα γονίδια των μωρών τους άλλαξαν ανάλογα, με αποτέλεσμα χημικές αλλαγές που καταστέλλουν την παραγωγή ενός αυξητικού παράγοντα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα μωρά να γεννιούνται μικρότερα από το συνηθισμένο και με παθήσεις όπως καρδιαγγειακές παθήσεις.
Η φύση και η ανατροφή είναι αλληλεξαρτώμενες και αλληλοεπηρεάζονται συνεχώς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δύο άτομα που έχουν μεγαλώσει στο ίδιο περιβάλλον μπορεί να ανταποκρίνονται διαφορετικά σε ορισμένες καταστάσεις, πράγμα που σημαίνει ότι η υπόθεση της συμπεριφορικής γενετικής απέναντι στο ίδιο περιβάλλον τις περισσότερες φορές μπορεί να μην ισχύει.
Από την άλλη μεριά, το αν οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν πιο ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι εξαρτάται από την «περιβαλλοντική ευαισθησία» τους, δηλαδή την ικανότητά τους να αλλάζουν και να προσαρμόζονται καλύτερα σε καταστάσεις.
Μερικοί άνθρωποι είναι ευαίσθητοι στο περιβάλλον τους και έτσι μπορούν να αλλάξουν εύκολα τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά τους ως απόκριση τόσο σε αρνητικά όσο και σε θετικά γεγονότα. Έτσι, όταν παρακολουθούν ένα εργαστήριο ευεξίας ή διαβάζουν ένα βιβλίο θετικής ψυχολογίας, μπορεί να επηρεαστούν από αυτό και να βιώσουν σημαντικά περισσότερες αλλαγές σε σύγκριση με άλλα άτομα, και η αλλαγή μπορεί επίσης να διαρκέσει περισσότερο.
Αλλά δεν υπάρχει καμία θετική ψυχολογική παρέμβαση που θα λειτουργήσει για όλους τους ανθρώπους, επειδή είμαστε τόσο μοναδικοί όσο το DNA μας και, ως εκ τούτου, έχουμε διαφορετική ικανότητα για ευτυχία και ευεξία, με διακυμάνσεις που διαρκούν για μια ζωή.
Είναι κάποιοι από εμάς καταδικασμένοι στη δυστυχία;
Μερικοί άνθρωποι μπορεί να αγωνίζονται πιο σκληρά για να βελτιώσουν την ψυχολογία τους από άλλους, κι ωστόσο να συνεχίσουν να παραμένουν δυστυχισμένοι για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Ακόμα σε πιο ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να μην βιώσουν ποτέ υψηλά επίπεδα ευτυχίας.
Άλλοι, ωστόσο, που έχουν περισσότερη γενετική πλαστικότητα, που σημαίνει ότι είναι πιο ευαίσθητοι στο περιβάλλον τους κι επομένως πιο ευέλικτοι στο να κάνουν αλλαγές, μπορεί να είναι σε θέση να βελτιώσουν τα επίπεδα ευτυχίας που βιώνουν και ίσως ακόμη να ευδοκιμήσουν εάν υιοθετήσουν έναν υγιεινό τρόπο ζωής και επιλέξουν να ζήσουν ή να εργαστούν σε ένα περιβάλλον που ενισχύει την ευτυχία και την ευημερία.
Η γενετική δεν καθορίζει ποιοι είμαστε, ακόμα κι αν παίζει σημαντικό ρόλο στην ευτυχία και την ευημερία μας. Αυτό που έχει επίσης σημασία είναι οι επιλογές που κάνουμε για το πού ζούμε, με ποιον άνδρα ή γυναίκα ζούμε, καθώς και το πώς επιλέγουμε να ζήσουμε, παράγοντες που επηρεάζουν τόσο τη δική μας ευτυχία, όσο και την ευτυχία των επόμενων γενεών.