Οι ασθενείς του 21ου αιώνα είναι αρκετά τυχεροί. Η ιατρική επιστήμη και η τεχνολογία έχουν προοδεύσει τόσο πολύ ώστε μπορούμε πλέον να διαγνώσουμε χιλιάδες διαφορετικές παθήσεις και να κάνουμε ακόμη και γενετικά τεστ που εξετάζουν το DNA μας για σημάδια ασθενειών που μπορεί να εκδηλωθούν δεκαετίες αργότερα — προσφέροντάς μας μια ματιά στο το μέλλον. 

Με αυτήν την προόδο διαγιγνώσκονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι. Ο αριθμός των διαγνώσεων για χρόνιες παθήσεις και ψυχικές διαταραχές έχει φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα — γεγονός που σύμφωνα με τους περισσότερους ειδικούς οφείλεται εν μέρει στο ότι έχουμε απλώς καταγράψει περισσότερες ασθένειες. 

Αισθανόμαστε όμως όλο και μεγαλύτερο άγχος για την υγεία μας. Η ικανότητά μας να κατανοούμε το σώμα μας και να δίνουμε όνομα σε ό,τι δεν πάει καλά δεν μας παρηγορεί απαραίτητα. Αντιθέτως μπορεί να δημιουργήσει νέους φόβους και να μας επιβάλει νέους περιορισμούς. Ορισμένοι ηγέτες στον χώρο της υγείας, όπως ο υπουργός Υγείας του Ντόναλντ Τραμπ, Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ υποστηρίζουν ότι η ιατρική έχει γίνει υπερβολικά παρεμβατική. 

Η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη, διότι η ιατρική είναι μία περίπλοκη υπόθεση. Αλλά πρέπει όντως να είμαστε προσεκτικοί με την εύκολη απόδοση διαγνώσεων, υποστηρίζει η Δρ. Σουζάν Ο’Σάλιβαν, νευρολόγος από την Ιρλανδία και συγγραφέας του νέου βιβλίου Η Εποχή της Διάγνωσης: Πώς η Εμμονή μας με τις Ιατρικές Ετικέτες Μας Κάνει πιο Άρρωστους. 

Στο βιβλίο της η Ο’Σάλιβαν υποστηρίζει ότι η υπερβολική μας προθυμία να διαγνώσουμε, να κάνουμε προληπτικούς ελέγχους και να πιέσουμε τα νέα διαγνωστικά εργαλεία στα όριά τους, δημιουργεί προβλήματα που πρέπει να λαμβάνονται σοβαρότερα υπόψη. Περιγράφει δύο παράλληλες τάσεις — την επιμονή του ασθενούς για βεβαιότητα και την επιθυμία του γιατρού να αποφύγει την ευθύνη για τυχόν παράλειψη — που ωθούν την κλινική πρακτική προς την υπερδιάγνωση. Το φαινόμενο οδηγεί ακόμα και σε αύξηση των διαγνώσεων ορισμένων καρκίνων κατά 50% ή περισσότερο, λόγω της διαθεσιμότητας νέων τεχνολογιών απεικόνισης που εντοπίζουν ακόμη και ελάχιστα ίχνη παθολογικών κυττάρων. 

Η υπερδιάγνωση μπορεί να προκαλέσει πραγματική βλάβη. Γι’ αυτό η Ο’Σάλιβαν υποστηρίζει την ανάγκη για «αργή ιατρική» κατά την οποία γιατροί και ασθενείς αφιερώνουν χρόνο για να δημιουργήσουν μια σχέση, να παρακολουθούν τα συμπτώματα και να εξετάζουν προσεκτικά προτού προβούν σε μια διάγνωση. 

«Οι περισσότερες διαγνώσεις συνοδεύονται από μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας. Αυτό ισχύει για το άσθμα, τον διαβήτη, τον καρκίνο, τον αυτισμό. Η διάγνωση είναι μια κλινική δεξιότητα. Το πρόβλημα με τη σύγχρονη ιατρική είναι ότι πολλοί δεν καταλαβαίνουν αυτό το γεγονός και νομίζουν πως το τεστ αίματος ή η αξονική τομογραφία κάνουν τη διάγνωση, ενώ στην πραγματικότητα η διάγνωση βασίζεται στην κατανόηση της ιστορίας του ασθενούς σε συνδυασμό με τις εξετάσεις».  

Υπάρχει όμως μια ένσταση εδώ. Η επιβράδυνση θα μπορούσε, θεωρητικά τουλάχιστον, να σημαίνει ότι θα χάσουμε την ευκαιρία να εντοπίσουμε μια επιθετική νόσο στην κρίσιμη στιγμή — όταν δηλαδή είναι ακόμα θεραπεύσιμη.  

Υπάρχει ένα γενετικό τεστ για τη νόσο του Χάντινγκτον. Αν κάποιος έχει το αντίστοιχο γονίδιο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εκδηλώσει τη νόσο εφόσον ζήσει αρκετά. Αν κάνει το τεστ μπορεί να μάθει εκ των προτέρων ότι κάποια στιγμή θα νοσήσει. Σε μία τέτοια περίπτωση η “διάγνωση” μπορεί να σε κάνει να νιώθεις άρρωστος, ακόμη και όταν δεν έχεις κάτι σωματικά.  

Η κοινότητα των ανθρώπων με Χάντινγκτον βρίσκεται σε μια μοναδική κατάσταση: έχουν τη δυνατότητα να μάθουν τη διάγνωσή τους 20 χρόνια πριν εκδηλωθούν τα συμπτώματα. Κι όμως, στις περισσότερες χώρες, μόνο το 10–20% κάνει το γενετικό τεστ. Το κάνουν αυτό γιατί έχουν σκεφτεί βαθιά τι σημαίνει να ζεις με τη «ρετσινιά» μιας μελλοντικής ασθένειας. Μόλις μάθεις ότι είσαι θετικός, αλλάζει η σχέση σου με το σώμα σου, η ψυχική σου υγεία, το πως βλέπεις το μέλλον σου.  

Πολλοί γιατροί τείνουν προς την υπερδιάγνωση γιατί είναι πιο εύκολο. Ο ασθενής δεν θα επιστρέψει να πει «Δεν είχα άσθμα», θα πει «Το είχα, θεραπεύτηκα». Κι αυτό μας προστατεύει από ευθύνες. Στην ιατρική κοινότητα είναι γνωστό εδώ και καιρό, αλλά δεν έχει περάσει στο ευρύ κοινό. Αν κάνεις προληπτικό έλεγχο σε υγιείς ανθρώπους, θα εντοπίσεις περιπτώσεις οριακές. Για παράδειγμα, οι μαγνητικές τομογραφίες έχουν γίνει ευρέως διαθέσιμες μόνο από τη δεκαετία του 1990 και μόλις την τελευταία δεκαετία έχουν γίνει τόσο ευαίσθητες. Τώρα που μπορούμε να “δούμε” το εσωτερικό ενός υγιούς σώματος, βρίσκουμε συχνά ανωμαλίες. Πολλοί άνθρωποι ζουν με παθολογικά κύτταρα που δεν μεγαλώνουν, δεν εξαπλώνονται και ποτέ δεν επηρεάζουν την υγεία τους. 

“Νομίζω ότι πολλές φορές έχουμε μια υπερβολική αγάπη για τα τεστ, τις εξετάσεις και τα τσεκ-απ. Κι όμως πολλά από αυτά είναι όχι μόνο περιττά, αλλά και επιβλαβή”. 

Η πρόοδος στη γενετική και η ικανότητα να διαγνώσουμε σπάνιες γενετικές ασθένειες είναι εκπληκτική. Δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να μειώσουμε τη σημασία αυτών των επιτευγμάτων — πρόκειται πραγματικά για αξιοθαύμαστη ιατρική πρόοδο. Το “πρόβλημα” δεν έγκειται στην τεχνολογία αυτή καθαυτή, αλλά το πώς τη χρησιμοποιούμε. Ο στόχος δεν πρέπει να είναι να απορρίψουμε τα εργαλεία ή τις καινοτομίες — πρέπει να τα ενσωματώσουμε με σύνεση. 

“Χρειαζόμαστε ένα σύστημα υγείας που δεν ανταμείβει απλώς την ταχύτητα και την απόδοση, αλλά ενθαρρύνει και την υπομονή, την ενσυναίσθηση και την κατανόηση της πολυπλοκότητας του ανθρώπου. Ένα μοντέλο πιο κοντά στην «αργή ιατρική», όπου γιατροί και ασθενείς έχουν τον χρόνο να χτίσουν σχέση, να παρακολουθήσουν την πορεία των συμπτωμάτων και να αποφασίσουν από κοινού”. 

Ποτέ δεν θα κατανοήσουμε τη σημασία των διαφορετικών γονιδίων στον υγιή πληθυσμό αν δεν τα εξετάσουμε, επομένως χρειαζόμαστε τις γενετικές εξετάσεις σε επίπεδο πληθυσμού. Αυτή τη στιγμή διανύουμε μια περίοδο εκμάθησης. Λίγη περισσότερη διαύγεια και ειλικρίνεια απέναντι στο κοινό θα βοηθούσε πολύ. 

*Με στοιχεία από το Vox.

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.