Τα τελευταία δέκα χρόνια ο κόσμος της γνωστικής επιστήμης ανακάλυψε μια καινούργια λέξη για κάτι που πάντα υπήρχε, τη φαντασία που δεν απεικονίζει. Η λέξη είναι aphantasia κι όπως συμβαίνει με κάθε νέο όρο που περιγράφει κάτι άγνωστο, προκάλεσε περισσότερο θαυμασμό παρά φόβο. Ξαφνικά χιλιάδες άνθρωποι συνειδητοποίησαν πως όταν οι άλλοι μιλούν για το “μάτι του νου”, για την εικόνα που σχηματίζεται μέσα μας όταν φανταζόμαστε ένα μήλο, μια σκηνή ή ένα πρόσωπο, εκείνοι δε βλέπουν τίποτα. Σκοτάδι. Ούτε σχήμα, ούτε χρώμα, ούτε φως. Μόνο η έννοια του μήλου, όχι η εικόνα του. 

Αυτό το κενό που άλλοτε θα θεωρούνταν έλλειψη σήμερα ερμηνεύεται διαφορετικά. Η επιστήμη του νου και οι νευροεπιστήμες δεν βλέπουν πια την αφαντασία ως αναπηρία, αλλά ως μια παραλλαγή της ανθρώπινης εμπειρίας, έναν άλλο τρόπο να υπάρχεις μέσα στη σκέψη kαι το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η παραλλαγή δεν είναι μία. Η aphantasia δεν είναι ένα πράγμα, είναι πολλά. 

Η πρώτη εντύπωση φυσικά είναι πως η αφαντασία πρέπει να δυσκολεύει τη ζωή. Πώς μπορεί κάποιος να ζωγραφίζει χωρίς να “βλέπει” μέσα του; Πώς γράφει ένας συγγραφέας που δεν οραματίζεται τις σκηνές του; Δεδομένα δείχνουν ότι οι άνθρωποι με αφαντασία είναι εξίσου δημιουργικοί με όλους τους άλλους και συχνά περισσότερο. Εμφανίζονται με αξιοσημείωτη συχνότητα στους ακαδημαϊκούς χώρους, στις επιστήμες, ακόμη και στις εικαστικές τέχνες. Ο κόσμος τους απλώς δεν είναι οπτικός, είναι εννοιολογικός, λεκτικός, αφαιρετικός. 

Οι “αφαντασικοί” αντιλαμβάνονται τον κόσμο χωρίς εικόνες, αλλά όχι χωρίς περιεχόμενο. Ξέρουν τι είναι το μήλο, θυμούνται το πρόσωπο ενός αγαπημένου, αναγνωρίζουν τα αντικείμενα, αλλά δεν τα «βλέπουν» στο εσωτερικό θέατρο του νου. Ο εγκέφαλός τους, ωστόσο, καταγράφει, αναλύει, επεξεργάζεται. Το γεγονός ότι λείπει η εικόνα δεν σημαίνει ότι απουσιάζει η φαντασία. Ίσως, μάλιστα, αυτός ο διαφορετικός τρόπος λειτουργίας να προσφέρει προστασία από κάποιες ψυχικές ευαισθησίες. Οι αφαντασικοί είναι λιγότερο επιρρεπείς σε μετατραυματικές αναδρομές, φοβίες ή αγχώδεις εικόνες. Ο νους τους δεν προβάλλει, άρα δεν παγιδεύεται εύκολα. 

Όσο περισσότερο μελετάται η aphantasia, τόσο πιο πολύπλοκη αποδεικνύεται. Δεν υπάρχει μία και μοναδική μορφή της. Μερικοί αφαντασικοί βλέπουν όνειρα, άλλοι όχι. Κάποιοι μπορούν να “ακούσουν” μια μελωδία μέσα στο κεφάλι τους, άλλοι όχι. Ορισμένοι έχουν οπτικές αναλαμπές όταν παίρνουν ψυχεδελικά ή βρίσκονται σε κατάσταση υπνηλίας, ενώ άλλοι παραμένουν σε πλήρη σκοτάδι. Υπάρχουν εκείνοι που βιώνουν συναισθήματα χωρίς εικόνα και εκείνοι που τα αισθάνονται πιο άτονα. Άλλοι δεν επηρεάζονται από οπτικές ψευδαισθήσεις, σαν να μην μπορούν να “ξεγελαστούν” από τα μάτια τους. 

Η αφαντασία δεν είναι έλλειψη μίας ικανότητας, αλλά δυσλειτουργία ενός ολόκληρου συστήματος. Όπως η τύφλωση δεν είναι ένα και μόνο φαινόμενο μπορεί να προέρχεται από το μάτι, το οπτικό νεύρο ή τον εγκέφαλο, έτσι και η αφαντασία μπορεί να έχει πολλές αιτίες και εκδηλώσεις. Ο εγκέφαλος είναι ένα δίκτυο από αισθητηριακές, μνημονικές και συναισθηματικές διεργασίες. Αν χαθεί η σύνδεση ανάμεσά τους, το αποτέλεσμα είναι ένας “σιωπηλός νους” που ξέρει, αλλά δε βλέπει. 

Η αφαντασία αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο για την ίδια τη φαντασία: ότι η φαντασία δεν είναι μόνο εικόνα. Είναι σχέσεις, συνδέσεις, μεταφορές, τρόποι κατανόησης. Κάποιοι σκέφτονται σε εικόνες, άλλοι σε λέξεις, άλλοι σε ρυθμούς ή σχήματα. Ο ανθρώπινος νους δεν είναι ένας προβολέας κινηματογράφου που προβάλλει εικόνες, είναι μια ατελείωτη μηχανή συσχετισμών. Η αφαντασία δεν εμποδίζει τη δημιουργία. Ένας συγγραφέας χωρίς νοητικές εικόνες μπορεί να “δει” τη σκηνή του μέσα από τις λέξεις, ένας μαθηματικός μπορεί να συλλάβει τη φόρμουλα χωρίς να φανταστεί καμία γραμμή, ένας μουσικός μπορεί να νιώσει τη μελωδία χωρίς να “την ακούσει” νοερά. Η φαντασία δε χάνεται, αλλάζει μορφή. 

Οι νευροεπιστήμονες που μελετούν την aphantasia προσπαθούν να εντοπίσουν ποια τμήματα του εγκεφάλου εμπλέκονται. Οι πρώτες απεικονιστικές μελέτες δείχνουν ότι οι αφαντασικοί έχουν χαμηλότερη δραστηριότητα στον οπτικό φλοιό όταν καλούνται να φανταστούν κάτι, ενώ οι περιοχές που σχετίζονται με τη μνήμη και τη σημασία παραμένουν ενεργές. Ο εγκέφαλος “ξέρει”, αλλά δεν “παράγει εικόνα”. 

Αυτό οδηγεί σε ένα ενδιαφέρον φιλοσοφικό ερώτημα: τι είναι η φαντασία χωρίς εικόνα; Είναι σκέψη, μνήμη ή κάτι τρίτο; Μήπως η ανθρώπινη δημιουργικότητα δε βρίσκεται στην ικανότητα να βλέπουμε, αλλά στην ικανότητα να νοηματοδοτούμε το αόρατο; Αν η αφαντασία δείχνει κάτι είναι πως το ορατό δεν είναι απαραίτητα το πιο ουσιαστικό. Ο νους ακόμα και χωρίς χρώματα και σχήματα, μπορεί να φτιάξει κόσμους. 

Παραφράζοντας τον Τολστόι, θα μπορούσε κανείς να πει: 

«Όλοι όσοι έχουν φαντασία, τη βιώνουν με τον ίδιο τρόπο, όσοι δεν έχουν, τη στερούνται ο καθένας με τον δικό του». 

Η aphantasia λοιπόν, δεν είναι σιωπή της φαντασίας, αλλά άλλη διάλεκτος της σκέψης και ίσως αυτή η διάλεκτος να μας θυμίζει κάτι που τείνουμε να ξεχνούμε: ότι η φαντασία, όπως και ο άνθρωπος δε χωράει ποτέ σε μία μορφή. 

Είτε με εικόνες είτε χωρίς ο νους εξακολουθεί να δημιουργεί, να θυμάται, να ελπίζει, να πλάθει το άυλο υλικό του κόσμου του και κάπου εκεί μέσα στη σιωπή της φαντασίας κρύβεται η πιο καθαρή μορφή της. 

*Mε στοιχεία από το Psychology Today 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.