Ο μεταδοτικός χαρακτήρας των βακτηριακών ή ιογενών λοιμώξεων, όπως η γρίπη ή η φαρυγγίτιδα για παράδειγμα, είναι ένα φαινόμενο που όλοι μπορούμε να καταλάβουμε, το οποίο βασίζεται στην επιστημονική κατανόηση της μετάδοσης μικροοργανισμών μέσω σταγονιδίων ή της άμεσης επαφής. Όμως, όταν το θέμα αφορά την ψυχική υγεία, τα ερωτήματα γίνονται πιο περίπλοκα. Είναι άραγε δυνατόν ψυχικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη, να είναι μεταδοτικές με κάποιον τρόπο; Μπορεί η συναισθηματική κατάσταση ή η ψυχική υγεία ενός ατόμου να επηρεάσει σημαντικά την ψυχική υγεία ενός άλλου, και αν ναι, ποιοι μηχανισμοί βρίσκονται πίσω από αυτήν τη διαδικασία;
Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό JAMA Psychiatry φέρνει στο προσκήνιο την ιδέα ότι ορισμένες ψυχικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη, ενδέχεται να παρουσιάζουν έναν «κοινωνικά μεταδοτικό» χαρακτήρα. Η έρευνα διαπίστωσε ότι οι έφηβοι που είχαν φίλους ή συνομήλικους με ψυχικές διαταραχές είχαν υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν και οι ίδιοι ψυχικές διαταραχές αργότερα στη ζωή τους. Αν και η συγκεκριμένη μελέτη ήταν παρατηρητική και δεν μπόρεσε να αποδείξει άμεση αιτιότητα, τα ευρήματά της εγείρουν ενδιαφέροντα ερωτήματα για το πώς η κοινωνική αλληλεπίδραση μπορεί να συμβάλλει στη διάδοση ψυχικών προβλημάτων.
Η ιδέα ότι οι ψυχικές διαταραχές «μεταδίδονται» κοινωνικά αναφέρεται στην επίδραση που έχουν οι κοινωνικές σχέσεις στη διαμόρφωση των συναισθημάτων και της ψυχικής κατάστασης ενός ατόμου. Όπως συμβαίνει με τα σωματικά νοσήματα, όπου η έκθεση σε ένα περιβάλλον με πολλούς άρρωστους αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης, έτσι και η επαφή με ανθρώπους που υποφέρουν από ψυχικές διαταραχές μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ψυχικής δυσφορίας. Ωστόσο, αυτή η «μετάδοση» είναι πιο πολύπλοκη και περιλαμβάνει μηχανισμούς που αφορούν τόσο τη συναισθηματική μετάδοση όσο και τη μίμηση συμπεριφορών.
Η μελέτη στο JAMA Psychiatry δεν ήταν η πρώτη που εξετάζει αυτό το φαινόμενο. Άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι το περιβάλλον ενός ατόμου, οι κοινωνικοί δεσμοί του, και οι σχέσεις του μπορούν να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στην εμφάνιση ή την επιδείνωση ψυχικών προβλημάτων. Ιδιαίτερα οι έφηβοι, οι οποίοι είναι σε μια φάση έντονης συναισθηματικής ανάπτυξης, είναι πιθανό να επηρεαστούν από την ψυχική υγεία των συνομηλίκων τους. Σε πολλές περιπτώσεις, τα συναισθήματα άγχους ή κατάθλιψης που μπορεί να βιώνει ένας φίλος ενδέχεται να γίνουν μέρος της συναισθηματικής εμπειρίας ενός άλλου ατόμου μέσω της συνεχούς επαφής και αλληλεπίδρασης.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ψυχικές διαταραχές «μεταδίδονται» με την ίδια ακριβώς έννοια όπως ένας ιός. Δεν υπάρχει φυσιολογικός παθογόνος παράγοντας που να «μεταφέρεται» από το ένα άτομο στο άλλο. Αντίθετα, μιλάμε για κοινωνικές και ψυχολογικές διαδικασίες που επηρεάζουν τη συναισθηματική ευαλωτότητα των ανθρώπων. Για παράδειγμα, οι μηχανισμοί συναισθηματικής μετάδοσης μπορούν να κάνουν ένα άτομο να βιώνει την ίδια ψυχική πίεση που βιώνει ο στενός του κύκλος, είτε μέσω της μίμησης των αρνητικών συναισθημάτων, είτε λόγω της κοινής έκθεσης σε παρόμοια αρνητικά περιβάλλοντα.
Ενδιαφέρον είναι ότι η μελέτη ανέδειξε το ζήτημα της επίδρασης των συνομηλίκων στην ψυχική υγεία, κάτι που προσφέρει νέες διαστάσεις για την πρόληψη και την κατανόηση των ψυχικών διαταραχών. Εάν οι ψυχικές διαταραχές μπορούν να επηρεαστούν από τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, τότε η δημιουργία ενός υποστηρικτικού και θετικού κοινωνικού περιβάλλοντος μπορεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην προαγωγή της ψυχικής υγείας.
Όλο αυτό έχει κάποιο διαισθητικό νόημα. Οι ψυχολόγοι έχουν μελετήσει πώς οι διαθέσεις και τα συναισθήματα μπορούν να μεταδίδονται από άτομο σε άτομο. Κάποιος που έχει πέσει κάτω από τα γέλια μπορεί να σας κάνει να γελάτε κι εσείς το ίδιο δυνατά. Ομοίως, το να βλέπεις έναν φίλο σου να πονάει συναισθηματικά μπορεί να σου προκαλέσει συναισθήματα απόγνωσης – ένα φαινόμενο που ονομάζεται συναισθηματική μετάδοση.
Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, οι ερευνητές έχουν επιχειρήσει να κατανοήσουν τη σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό περιβάλλον και την ανάπτυξη ψυχικών διαταραχών. Εξετάζοντας πώς οι σχέσεις μας με φίλους, συνομήλικους και την οικογένεια μπορεί να επηρεάσουν την ψυχική μας υγεία, έχουν προκύψει διάφορες θεωρίες και ευρήματα. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των μελετών σε αυτόν τον τομέα ποικίλλουν, με ορισμένες έρευνες να υποδεικνύουν ισχυρές επιδράσεις και άλλες να δείχνουν πιο περιορισμένες συσχετίσεις. Αυτό έχει αναδείξει ένα συνεχές επιστημονικό ερώτημα σχετικά με τον βαθμό στον οποίο η ψυχική υγεία ενός ατόμου μπορεί να διαμορφωθεί από το κοινωνικό του περιβάλλον.
Μία από τις πιο σημαντικές μελέτες στον τομέα αυτό είναι η πρόσφατη δημοσίευση στο JAMA Psychiatry. Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι και άλλων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, προσέφερε μια βαθιά ανάλυση των δεδομένων που συγκεντρώθηκαν από τα εθνικά μητρώα της Φινλανδίας. Συγκεκριμένα, η μελέτη περιέλαβε ένα τεράστιο δείγμα 713.809 πολιτών της χώρας, οι οποίοι γεννήθηκαν μεταξύ 1985 και 1997. Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στην ανάλυση του κατά πόσον η ψυχική υγεία των συνομηλίκων επηρέαζε τις πιθανότητες διάγνωσης ψυχικών διαταραχών σε νεαρή ηλικία.
Η ερευνητική ομάδα εντόπισε άτομα από διαφορετικά σχολεία σε όλη τη Φινλανδία που είχαν διαγνωστεί με ψυχικές διαταραχές μέχρι την ένατη τάξη, δηλαδή κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους. Από εκεί και έπειτα, οι ερευνητές παρακολούθησαν την υπόλοιπη μερίδα (δηλαδή το σύνολο των μαθητών χωρίς ψυχικές διαταραχές) για πολλά χρόνια, με σκοπό να καταγράψουν εάν αργότερα διαγνώστηκαν και εκείνοι με κάποια ψυχική διαταραχή. Η μελέτη ολοκληρώθηκε με την παρακολούθηση των συμμετεχόντων μέχρι το τέλος του 2019, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με την πορεία της ψυχικής υγείας τους.
Τα δεδομένα της μελέτης επιβεβαιώνουν ότι υπάρχει μια σαφής συσχέτιση μεταξύ της ύπαρξης συνομηλίκων που είχαν διαγνωστεί με ψυχικές διαταραχές και του αυξημένου κινδύνου ψυχικών διαταραχών για τα υπόλοιπα άτομα της ομάδας. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η «κοινωνική μετάδοση» των ψυχικών διαταραχών μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο κατά την εφηβική ηλικία, μια περίοδο κατά την οποία η κοινωνική πίεση και η ταύτιση με συνομηλίκους είναι ιδιαίτερα έντονες. Ωστόσο, καθώς η μελέτη ήταν παρατηρητική, δεν μπορεί να αποδείξει άμεση σχέση, αλλά αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ότι οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και η ψυχική υγεία είναι αλληλένδετες.
Οι ερευνητές έλεγξαν τα ποσοστά απασχόλησης στη γειτονιά και το μορφωτικό επίπεδο, αλλά είναι πιθανό να μην έλαβαν υπόψη τους άλλους παράγοντες που επηρεάζουν το περιβάλλον. Στο βαθμό που αυτοί οι κοινοί παράγοντες δεν έχουν μετρηθεί επαρκώς, οι εκτιμήσεις των συσχετιζόμενων αποτελεσμάτων κινδυνεύουν να αποδώσουν την αιτιότητα σε λάθος μεταβλητή.
Η σχέση μεταξύ κοινωνικών δικτύων και ψυχικής υγείας
Μια άλλη μελέτη του 2013 που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Health Economics, για παράδειγμα, εξέτασε την κατάσταση της ψυχικής υγείας των φοιτητών που συγκατοικούν κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους τους, ελέγχοντας για πιθανή «μετάδοση μεταξύ ανθρώπων που τοποθετούνται μαζί σε μεγάλο βαθμό τυχαία». Οι συγγραφείς περιέγραψαν τη μελέτη ως ένα φυσικό πείραμα, το οποίο υποστήριξαν ότι θα ήταν σε θέση να παράγει, κατά τα λεγόμενά τους, «αμερόληπτες εκτιμήσεις». Όλες αυτές οι πιθανές επιρροές καθιστούν δύσκολο να γνωρίζουμε τι οδηγεί σε τι. Εξαπλώνονται τα προβλήματα ψυχικής υγείας μεταξύ των ατόμων στα κοινωνικά δίκτυα; Ή μήπως κάποιοι άλλοι άγνωστοι παράγοντες απλώς δημιουργούν αυτή την εντύπωση;
Η εξάπλωση των προβλημάτων ψυχικής υγείας στα κοινωνικά δίκτυα έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις και ανησυχίες. Ενώ πολλοί αναρωτιούνται αν η αύξηση αυτών των προβλημάτων είναι πραγματική ή αν οφείλεται σε άλλους άγνωστους παράγοντες που μπορεί να δημιουργούν αυτή την εντύπωση, η αλήθεια είναι ότι οι προσωπικές εκθέσεις που μοιράζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να οδηγούν σε μια νέα μορφή «μόλυνσης»: την ευαισθητοποίηση του κοινού.
Η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή, για παράδειγμα, αναγνωρίστηκε ως διάγνωση το 1980 με την τρίτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών. Αυτή η πάθηση χαρακτηρίζεται από «υπερβολική, συχνή και μη ρεαλιστική ανησυχία για καθημερινά ζητήματα», όπως αναφέρει η Βιβλιοθήκη Υγείας της Cleveland Clinic. Η αύξηση των ατόμων που μοιράζονται τις εμπειρίες τους σχετικά με την ψυχική υγεία στα κοινωνικά δίκτυα έχει συμβάλει στη δημιουργία ενός χώρου όπου οι άνθρωποι αισθάνονται πιο άνετα να μιλούν για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Αυτή η ευαισθητοποίηση μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα, καθώς οι χρήστες αναζητούν υποστήριξη και κατανόηση από άλλους που βιώνουν παρόμοια προβλήματα. Ωστόσο, η υπερβολική έκθεση σε τέτοιες προσωπικές ιστορίες μπορεί επίσης να εντείνει τα αισθήματα άγχους και κατάθλιψης, ειδικά όταν οι χρήστες συγκρίνουν τις δικές τους καταστάσεις με αυτές των άλλων.
Μια σειρά ερευνών έχει δείξει ότι η χρήση των κοινωνικών δικτύων μπορεί να σχετίζεται με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας. Οι Bashir & Bhat (2017) εντόπισαν ότι οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αντιμετωπίζουν ζητήματα όπως παρενόχληση, κατάθλιψη, μειωμένες διανοητικές ικανότητες και εκφοβισμό. Η δυσκολία απομάκρυνσης από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει οδηγήσει σε αυξανόμενα επίπεδα άγχους και δυσφορίας. Στην πραγματικότητα, το 45% των ενήλικων Βρετανών δηλώνουν ότι αισθάνονται άγχος όταν δεν μπορούν να συνδεθούν. Η μελέτη επιβεβαίωσε ότι η προβληματική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης επηρεάζει αρνητικά την ψυχική ευημερία, προκαλώντας έλλειψη ύπνου, άγχος και χαμηλή αυτοπεποίθηση. Αυτές οι έρευνες δείχνουν ότι η σύνδεση με τα κοινωνικά δίκτυα δεν είναι πάντα ανώδυνη, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματική απομόνωση και κατάθλιψη.
Ο ρόλος της αυτοβοήθειας στα κοινωνικά δίκτυα
Η βιομηχανία της αυτοβοήθειας έχει εκτοξευθεί στα κοινωνικά δίκτυα, με γρήγορες συμβουλές και «life hacks» να κατακλύζουν τις πλατφόρμες. Ενώ αυτές οι αναρτήσεις μπορούν να προσφέρουν προσωρινή ανακούφιση ή έμπνευση, ενέχουν κινδύνους όταν καταναλώνονται χωρίς το κατάλληλο πλαίσιο. Οι γενικευμένες συμβουλές συχνά παραβλέπουν τις μοναδικές συνθήκες κάθε ατόμου, οδηγώντας σε παραπλανητικές αντιλήψεις για την ψυχική υγεία. Επιπλέον, πολλοί influencers της αυτοβοήθειας δεν είναι πιστοποιημένοι επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Οι συμβουλές τους μπορεί να μην βασίζονται σε κλινική ειδίκευση, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στη διάδοση παραπληροφόρησης και δυνητικά επιβλαβών πρακτικών.
Η επίδραση των κοινωνικών δικτύων στην ψυχική υγεία είναι πολυδιάστατη και απαιτεί προσεκτική εξέταση. Ενώ τα μέσα αυτά μπορούν να προσφέρουν άλλες πλατφόρμες για ευαισθητοποίηση και υποστήριξη, είναι ζωτικής σημασίας να αναγνωρίσουμε τους κινδύνους που συνδέονται με τη χρήση τους. Η προώθηση μιας κριτικής προσέγγισης στην κατανάλωση περιεχομένου αυτοβοήθειας και η ενθάρρυνση αναζήτησης επαγγελματικής βοήθειας είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της ψυχικής ευημερίας των χρηστών. Με τη σωστή καθοδήγηση και υποστήριξη, μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα κοινωνικά δίκτυα ως εργαλεία για την προώθηση της ψυχικής υγείας, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι χρήστες λαμβάνουν τη φροντίδα που χρειάζονται και αξίζουν.
☞︎ Διαβάστε επίσης: Μήπως είμαστε εθισμένοι στην κατάθλιψη;
Ο μεταδοτικός χαρακτήρας των βακτηριακών ή ιογενών λοιμώξεων, όπως η γρίπη ή η φαρυγγίτιδα για παράδειγμα, είναι ένα φαινόμενο που όλοι μπορούμε να καταλάβουμε, το οποίο βασίζεται στην επιστημονική κατανόηση της μετάδοσης μικροοργανισμών μέσω σταγονιδίων ή της άμεσης επαφής. Όμως, όταν το θέμα αφορά την ψυχική υγεία, τα ερωτήματα γίνονται πιο περίπλοκα. Είναι άραγε δυνατόν ψυχικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη, να είναι μεταδοτικές με κάποιον τρόπο; Μπορεί η συναισθηματική κατάσταση ή η ψυχική υγεία ενός ατόμου να επηρεάσει σημαντικά την ψυχική υγεία ενός άλλου, και αν ναι, ποιοι μηχανισμοί βρίσκονται πίσω από αυτήν τη διαδικασία;
Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό JAMA Psychiatry φέρνει στο προσκήνιο την ιδέα ότι ορισμένες ψυχικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη, ενδέχεται να παρουσιάζουν έναν «κοινωνικά μεταδοτικό» χαρακτήρα. Η έρευνα διαπίστωσε ότι οι έφηβοι που είχαν φίλους ή συνομήλικους με ψυχικές διαταραχές είχαν υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν και οι ίδιοι ψυχικές διαταραχές αργότερα στη ζωή τους. Αν και η συγκεκριμένη μελέτη ήταν παρατηρητική και δεν μπόρεσε να αποδείξει άμεση αιτιότητα, τα ευρήματά της εγείρουν ενδιαφέροντα ερωτήματα για το πώς η κοινωνική αλληλεπίδραση μπορεί να συμβάλλει στη διάδοση ψυχικών προβλημάτων.
Η ιδέα ότι οι ψυχικές διαταραχές «μεταδίδονται» κοινωνικά αναφέρεται στην επίδραση που έχουν οι κοινωνικές σχέσεις στη διαμόρφωση των συναισθημάτων και της ψυχικής κατάστασης ενός ατόμου. Όπως συμβαίνει με τα σωματικά νοσήματα, όπου η έκθεση σε ένα περιβάλλον με πολλούς άρρωστους αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης, έτσι και η επαφή με ανθρώπους που υποφέρουν από ψυχικές διαταραχές μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ψυχικής δυσφορίας. Ωστόσο, αυτή η «μετάδοση» είναι πιο πολύπλοκη και περιλαμβάνει μηχανισμούς που αφορούν τόσο τη συναισθηματική μετάδοση όσο και τη μίμηση συμπεριφορών.
Η μελέτη στο JAMA Psychiatry δεν ήταν η πρώτη που εξετάζει αυτό το φαινόμενο. Άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι το περιβάλλον ενός ατόμου, οι κοινωνικοί δεσμοί του, και οι σχέσεις του μπορούν να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στην εμφάνιση ή την επιδείνωση ψυχικών προβλημάτων. Ιδιαίτερα οι έφηβοι, οι οποίοι είναι σε μια φάση έντονης συναισθηματικής ανάπτυξης, είναι πιθανό να επηρεαστούν από την ψυχική υγεία των συνομηλίκων τους. Σε πολλές περιπτώσεις, τα συναισθήματα άγχους ή κατάθλιψης που μπορεί να βιώνει ένας φίλος ενδέχεται να γίνουν μέρος της συναισθηματικής εμπειρίας ενός άλλου ατόμου μέσω της συνεχούς επαφής και αλληλεπίδρασης.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ψυχικές διαταραχές «μεταδίδονται» με την ίδια ακριβώς έννοια όπως ένας ιός. Δεν υπάρχει φυσιολογικός παθογόνος παράγοντας που να «μεταφέρεται» από το ένα άτομο στο άλλο. Αντίθετα, μιλάμε για κοινωνικές και ψυχολογικές διαδικασίες που επηρεάζουν τη συναισθηματική ευαλωτότητα των ανθρώπων. Για παράδειγμα, οι μηχανισμοί συναισθηματικής μετάδοσης μπορούν να κάνουν ένα άτομο να βιώνει την ίδια ψυχική πίεση που βιώνει ο στενός του κύκλος, είτε μέσω της μίμησης των αρνητικών συναισθημάτων, είτε λόγω της κοινής έκθεσης σε παρόμοια αρνητικά περιβάλλοντα.
Ενδιαφέρον είναι ότι η μελέτη ανέδειξε το ζήτημα της επίδρασης των συνομηλίκων στην ψυχική υγεία, κάτι που προσφέρει νέες διαστάσεις για την πρόληψη και την κατανόηση των ψυχικών διαταραχών. Εάν οι ψυχικές διαταραχές μπορούν να επηρεαστούν από τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, τότε η δημιουργία ενός υποστηρικτικού και θετικού κοινωνικού περιβάλλοντος μπορεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην προαγωγή της ψυχικής υγείας.
Όλο αυτό έχει κάποιο διαισθητικό νόημα. Οι ψυχολόγοι έχουν μελετήσει πώς οι διαθέσεις και τα συναισθήματα μπορούν να μεταδίδονται από άτομο σε άτομο. Κάποιος που έχει πέσει κάτω από τα γέλια μπορεί να σας κάνει να γελάτε κι εσείς το ίδιο δυνατά. Ομοίως, το να βλέπεις έναν φίλο σου να πονάει συναισθηματικά μπορεί να σου προκαλέσει συναισθήματα απόγνωσης – ένα φαινόμενο που ονομάζεται συναισθηματική μετάδοση.
Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, οι ερευνητές έχουν επιχειρήσει να κατανοήσουν τη σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό περιβάλλον και την ανάπτυξη ψυχικών διαταραχών. Εξετάζοντας πώς οι σχέσεις μας με φίλους, συνομήλικους και την οικογένεια μπορεί να επηρεάσουν την ψυχική μας υγεία, έχουν προκύψει διάφορες θεωρίες και ευρήματα. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των μελετών σε αυτόν τον τομέα ποικίλλουν, με ορισμένες έρευνες να υποδεικνύουν ισχυρές επιδράσεις και άλλες να δείχνουν πιο περιορισμένες συσχετίσεις. Αυτό έχει αναδείξει ένα συνεχές επιστημονικό ερώτημα σχετικά με τον βαθμό στον οποίο η ψυχική υγεία ενός ατόμου μπορεί να διαμορφωθεί από το κοινωνικό του περιβάλλον.
Μία από τις πιο σημαντικές μελέτες στον τομέα αυτό είναι η πρόσφατη δημοσίευση στο JAMA Psychiatry. Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι και άλλων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, προσέφερε μια βαθιά ανάλυση των δεδομένων που συγκεντρώθηκαν από τα εθνικά μητρώα της Φινλανδίας. Συγκεκριμένα, η μελέτη περιέλαβε ένα τεράστιο δείγμα 713.809 πολιτών της χώρας, οι οποίοι γεννήθηκαν μεταξύ 1985 και 1997. Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στην ανάλυση του κατά πόσον η ψυχική υγεία των συνομηλίκων επηρέαζε τις πιθανότητες διάγνωσης ψυχικών διαταραχών σε νεαρή ηλικία.
Η ερευνητική ομάδα εντόπισε άτομα από διαφορετικά σχολεία σε όλη τη Φινλανδία που είχαν διαγνωστεί με ψυχικές διαταραχές μέχρι την ένατη τάξη, δηλαδή κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους. Από εκεί και έπειτα, οι ερευνητές παρακολούθησαν την υπόλοιπη μερίδα (δηλαδή το σύνολο των μαθητών χωρίς ψυχικές διαταραχές) για πολλά χρόνια, με σκοπό να καταγράψουν εάν αργότερα διαγνώστηκαν και εκείνοι με κάποια ψυχική διαταραχή. Η μελέτη ολοκληρώθηκε με την παρακολούθηση των συμμετεχόντων μέχρι το τέλος του 2019, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με την πορεία της ψυχικής υγείας τους.
Τα δεδομένα της μελέτης επιβεβαιώνουν ότι υπάρχει μια σαφής συσχέτιση μεταξύ της ύπαρξης συνομηλίκων που είχαν διαγνωστεί με ψυχικές διαταραχές και του αυξημένου κινδύνου ψυχικών διαταραχών για τα υπόλοιπα άτομα της ομάδας. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η «κοινωνική μετάδοση» των ψυχικών διαταραχών μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο κατά την εφηβική ηλικία, μια περίοδο κατά την οποία η κοινωνική πίεση και η ταύτιση με συνομηλίκους είναι ιδιαίτερα έντονες. Ωστόσο, καθώς η μελέτη ήταν παρατηρητική, δεν μπορεί να αποδείξει άμεση σχέση, αλλά αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ότι οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και η ψυχική υγεία είναι αλληλένδετες.
Οι ερευνητές έλεγξαν τα ποσοστά απασχόλησης στη γειτονιά και το μορφωτικό επίπεδο, αλλά είναι πιθανό να μην έλαβαν υπόψη τους άλλους παράγοντες που επηρεάζουν το περιβάλλον. Στο βαθμό που αυτοί οι κοινοί παράγοντες δεν έχουν μετρηθεί επαρκώς, οι εκτιμήσεις των συσχετιζόμενων αποτελεσμάτων κινδυνεύουν να αποδώσουν την αιτιότητα σε λάθος μεταβλητή.
Η σχέση μεταξύ κοινωνικών δικτύων και ψυχικής υγείας
Μια άλλη μελέτη του 2013 που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Health Economics, για παράδειγμα, εξέτασε την κατάσταση της ψυχικής υγείας των φοιτητών που συγκατοικούν κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους τους, ελέγχοντας για πιθανή «μετάδοση μεταξύ ανθρώπων που τοποθετούνται μαζί σε μεγάλο βαθμό τυχαία». Οι συγγραφείς περιέγραψαν τη μελέτη ως ένα φυσικό πείραμα, το οποίο υποστήριξαν ότι θα ήταν σε θέση να παράγει, κατά τα λεγόμενά τους, «αμερόληπτες εκτιμήσεις». Όλες αυτές οι πιθανές επιρροές καθιστούν δύσκολο να γνωρίζουμε τι οδηγεί σε τι. Εξαπλώνονται τα προβλήματα ψυχικής υγείας μεταξύ των ατόμων στα κοινωνικά δίκτυα; Ή μήπως κάποιοι άλλοι άγνωστοι παράγοντες απλώς δημιουργούν αυτή την εντύπωση;
Η εξάπλωση των προβλημάτων ψυχικής υγείας στα κοινωνικά δίκτυα έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις και ανησυχίες. Ενώ πολλοί αναρωτιούνται αν η αύξηση αυτών των προβλημάτων είναι πραγματική ή αν οφείλεται σε άλλους άγνωστους παράγοντες που μπορεί να δημιουργούν αυτή την εντύπωση, η αλήθεια είναι ότι οι προσωπικές εκθέσεις που μοιράζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να οδηγούν σε μια νέα μορφή «μόλυνσης»: την ευαισθητοποίηση του κοινού.
Η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή, για παράδειγμα, αναγνωρίστηκε ως διάγνωση το 1980 με την τρίτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών. Αυτή η πάθηση χαρακτηρίζεται από «υπερβολική, συχνή και μη ρεαλιστική ανησυχία για καθημερινά ζητήματα», όπως αναφέρει η Βιβλιοθήκη Υγείας της Cleveland Clinic. Η αύξηση των ατόμων που μοιράζονται τις εμπειρίες τους σχετικά με την ψυχική υγεία στα κοινωνικά δίκτυα έχει συμβάλει στη δημιουργία ενός χώρου όπου οι άνθρωποι αισθάνονται πιο άνετα να μιλούν για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Αυτή η ευαισθητοποίηση μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα, καθώς οι χρήστες αναζητούν υποστήριξη και κατανόηση από άλλους που βιώνουν παρόμοια προβλήματα. Ωστόσο, η υπερβολική έκθεση σε τέτοιες προσωπικές ιστορίες μπορεί επίσης να εντείνει τα αισθήματα άγχους και κατάθλιψης, ειδικά όταν οι χρήστες συγκρίνουν τις δικές τους καταστάσεις με αυτές των άλλων.
Μια σειρά ερευνών έχει δείξει ότι η χρήση των κοινωνικών δικτύων μπορεί να σχετίζεται με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας. Οι Bashir & Bhat (2017) εντόπισαν ότι οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αντιμετωπίζουν ζητήματα όπως παρενόχληση, κατάθλιψη, μειωμένες διανοητικές ικανότητες και εκφοβισμό. Η δυσκολία απομάκρυνσης από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει οδηγήσει σε αυξανόμενα επίπεδα άγχους και δυσφορίας. Στην πραγματικότητα, το 45% των ενήλικων Βρετανών δηλώνουν ότι αισθάνονται άγχος όταν δεν μπορούν να συνδεθούν. Η μελέτη επιβεβαίωσε ότι η προβληματική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης επηρεάζει αρνητικά την ψυχική ευημερία, προκαλώντας έλλειψη ύπνου, άγχος και χαμηλή αυτοπεποίθηση. Αυτές οι έρευνες δείχνουν ότι η σύνδεση με τα κοινωνικά δίκτυα δεν είναι πάντα ανώδυνη, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματική απομόνωση και κατάθλιψη.
Ο ρόλος της αυτοβοήθειας στα κοινωνικά δίκτυα
Η βιομηχανία της αυτοβοήθειας έχει εκτοξευθεί στα κοινωνικά δίκτυα, με γρήγορες συμβουλές και «life hacks» να κατακλύζουν τις πλατφόρμες. Ενώ αυτές οι αναρτήσεις μπορούν να προσφέρουν προσωρινή ανακούφιση ή έμπνευση, ενέχουν κινδύνους όταν καταναλώνονται χωρίς το κατάλληλο πλαίσιο. Οι γενικευμένες συμβουλές συχνά παραβλέπουν τις μοναδικές συνθήκες κάθε ατόμου, οδηγώντας σε παραπλανητικές αντιλήψεις για την ψυχική υγεία. Επιπλέον, πολλοί influencers της αυτοβοήθειας δεν είναι πιστοποιημένοι επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Οι συμβουλές τους μπορεί να μην βασίζονται σε κλινική ειδίκευση, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στη διάδοση παραπληροφόρησης και δυνητικά επιβλαβών πρακτικών.
Η επίδραση των κοινωνικών δικτύων στην ψυχική υγεία είναι πολυδιάστατη και απαιτεί προσεκτική εξέταση. Ενώ τα μέσα αυτά μπορούν να προσφέρουν άλλες πλατφόρμες για ευαισθητοποίηση και υποστήριξη, είναι ζωτικής σημασίας να αναγνωρίσουμε τους κινδύνους που συνδέονται με τη χρήση τους. Η προώθηση μιας κριτικής προσέγγισης στην κατανάλωση περιεχομένου αυτοβοήθειας και η ενθάρρυνση αναζήτησης επαγγελματικής βοήθειας είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της ψυχικής ευημερίας των χρηστών. Με τη σωστή καθοδήγηση και υποστήριξη, μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα κοινωνικά δίκτυα ως εργαλεία για την προώθηση της ψυχικής υγείας, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι χρήστες λαμβάνουν τη φροντίδα που χρειάζονται και αξίζουν.
☞︎ Διαβάστε επίσης: Μήπως είμαστε εθισμένοι στην κατάθλιψη;