Η Αμερικανική Ιατρική Ένωση δεν συνιστά πλέον τη χρήση του δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) ως τρόπο μέτρησης της υγείας και του βάρους, μετά από χρόνια διαμάχης και κριτικής. Την περασμένη εβδομάδα, η Ένωση ψήφισε υπέρ της υιοθέτησης μιας νέας πολιτικής που όχι μόνο κρίνει τον δείκτη μάζας σώματος ως «ατελές μέτρο» της υγείας, αλλά επιπλέον τονίζει την «προβληματική χρήση του δείκτη ιστορικά» με σκοπό τον «φυλετικό αποκλεισμό». Αντιθέτως, η Ένωση, η οποία είναι μία από τις μεγαλύτερες ιατρικές οργανώσεις των ΗΠΑ, συνιστά τώρα την κλινική χρήση εναλλακτικών μέτρων για τη διάγνωση της παχυσαρκίας – σε συνδυασμό με τον δείκτη μάζας σώματος.

«Για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί πραγματικά έξυπνοι γιατροί συνεχίζουν να βασίζονται σε κάτι που είναι ξεκάθαρα τόσο ελαττωματικό», δήλωσε στη New York Times ο A. Janet Tomiyama, καθηγητής ψυχολογίας στο UCLA, ο οποίος έχει μελετήσει σε βάθος την ιστορική και πολιτισμική σημασία του δείκτη μάζας σώματος. Η νέα πολιτική συμβουλεύει επίσης κατά της χρήσης του δείκτη μάζας σώματος στη διάγνωση διατροφικών διαταραχών, λέγοντας ότι είναι «προβληματικός» επειδή «δεν καταγράφει όλο το φάσμα των μη φυσιολογικών διατροφικών διαταραχών».

Ο υπολογισμός του ΔΜΣ παίρνει το βάρος κάποιου σε κιλά και το διαιρεί με το τετράγωνο του ύψους του σε μέτρα. Στη συνέχεια, σας λέει εάν είστε «λιποβαρής», «υγιής», «υπέρβαρος» ή «παχύσαρκος». Η μέτρηση επινοήθηκε το 1832 από τον Adolphe Quetelet, έναν Βέλγο αστρονόμο και μαθηματικό, και υιοθετήθηκε από κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1980 ως τρόπος προσδιορισμού της υγείας του πληθυσμού.

Το πρόβλημα με αυτό, ωστόσο, ήταν ότι ο υπολογισμός του Quetelet προοριζόταν ως μια μέθοδος για τον καθορισμό του «μέσου ανθρώπου» (l’homme moyen) και όχι της ατομικής υγείας κάποιου (ο Quetelet, εξάλλου, δεν ήταν γιατρός). Χρησιμοποίησε τον δείκτη μάζας σώματος για να καθορίσει τι ήταν «φυσιολογικό» και, καθώς οι συμμετέχοντες στην αρχική μελέτη ήταν όλοι λευκοί Ευρωπαίοι άνδρες, η έννοια του «φυσιολογικού» ανταποκρινόταν μόνο σε μια πολύ συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων σε μια εξίσου συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Ένα υγιές βάρος αλλάζει, ωστόσο, ανάλογα με τη φυλή, το φύλο και την ηλικία του εκάστοτε ατόμου. Για παράδειγμα, οι Πολυνήσιοι λόγω την ανατομίας τους είναι γενικά πιο υγιείς σε υψηλότερο εύρος βάρους από αυτό που ο ΔΜΣ καθορίζει ως «φυσιολογικό». Το ίδιο συμβαίνει και με τα άτομα άνω των 65 ετών. Μελέτες έχουν επίσης βρει ότι ο ΔΜΣ υπερεκτιμά τους κινδύνους που ενέχει το λίπος για την υγεία των μαύρων πληθυσμών και, από την άλλη, υποτιμά τους κινδύνους για την υγεία των Ασιατών. Τα παραπάνω συμβαίνουν γιατί, πολύ απλά, η ανατομία, η σωματοδομή και η συγκέντρωση λίπους είναι διαφορετική ανάλογα τη φυλή.

Επιπλέον, ο δείκτης μάζας σώματος δεν κάνει διάκριση μεταξύ λίπους, μυϊκής και οστικής πυκνότητας (μάζας), πράγμα που σημαίνει ότι χρησιμοποιώντας τη συγκεκριμένη μέτρηση, οι περισσότεροι επαγγελματίες αθλητές και αθλήτριες ταξινομούνται ως υπέρβαροι/-ες, λόγω του μυϊκού τους βάρους. «Είμαι υπέρβαρος και σχεδόν παχύσαρκος σύμφωνα με τον ΔΜΣ μου», εξηγεί ο personal trainer Tom Mans στην εφημερίδα The Independent. Μάλιστα, ο Mans θεωρεί ότι ο δείκτης μάζας σώματος είναι χρήσιμος μόνο όταν εξετάζουμε μεγάλους πληθυσμούς για να έχουμε μια ιδέα των μαζικών τάσεων. «Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ατομικά», λέει.

Πολλοί γυμναστές πιστεύουν ότι οι μετρήσεις του δείκτη μάζας σώματος είναι υπερβολικά γενικοί. Εξάλλου, η υγεία μας δεν είναι και δεν πρέπει να είναι «one size fits all». Ο γυμναστής David Valentine-Jones δίνει το εξής παράδειγμα. Κάποια στιγμή είχε δύο πελάτισσες οι οποίες είχαν την ίδια ηλικία, βάρος και ύψος. Με άλλα λόγια, είχαν ακριβώς τον ίδιο δείκτη μάζας σώματος. «Ωστόσο, η μία είναι πολύ δραστήρια με χαμηλό ποσοστό σωματικού λίπους και υψηλό ποσοστό μυϊκής μάζας, ενώ η άλλη ακολουθεί μια πιο καθιστική ζωή κι έτσι έχει υψηλό ποσοστό σωματικού λίπους και χαμηλό ποσοστό μυϊκής μάζας». Επομένως, οι δύο αυτές γυναίκες έχουν δραστικά διαφορετικές συνθέσεις σώματος, συνήθειες και τρόπο ζωής. Μπορεί κανείς να πει ότι, παρόλαυτα, είναι εξίσου υγιείς; 

Εκτός αυτού, ο δείκτης μάζας σώματος δεν λαμβάνει υπόψην το είδος και τη συσσώρευση του λίπους στο σώμα. Προφανώς, όπως γνωρίζουμε, η επικινδυνότητα του λίπους έχει να κάνει με το πού συγκεντρώνεται στο σώμα. Για παράδειγμα, το σπλαχνικό λίπος γύρω από τα όργανά μας θεωρείται πιο επικίνδυνο από άλλες περιοχές του σώματος, όπως οι γοφοί και οι μηροί. Το 2016, μια μελέτη του πανεπιστημίου UCLA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι που θεωρούνταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι σύμφωνα με τον δείκτη μάζας σώματος, ήταν στην πραγματικότητα απολύτως υγιείς. Επιπλέον το 30% των ατόμων με «υγιή» δείκτη μάζας σώματος δεν ήταν, στην πραγματικότητα, καθόλου υγιείς.

Οι συστάσεις της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης είναι απλώς υποδείξεις και όχι αυστηροί κανονισμοί με τους οποίους πρέπει να συμμορφωθούν όλοι οι γιατροί και οι διατροφολόγοι. Ωστόσο, είναι δεδομένη η επιρροή που ασκεί ο οργανισμός αυτός στην ιατρική κοινότητα – την αμερικανική αλλά και την παγκόσμια. Η συζήτηση για τις προβληματικές και ελλιπείς πτυχές του δείκτη αυτού, τονίζει την ανάγκη για αλλαγή και εκσυγχρονισμό του τρόπου με τον οποίο κατανοούμε και μετράμε την παχυσαρκία. «Είναι μια αρκετά μεγάλη αλλαγή», δήλωσε στην New York Times η Δρ Cynthia Romero, μέλος της Ένωσης, που συμμετείχε στην ανάπτυξη της νέας πολιτικής. «Τώρα πρέπει να είμαστε πραγματικά πιο προσεκτικοί και πιο ολιστικοί σε ό,τι έχει να κάνει με την υγεία και η φροντίδα των ασθενών».