Γύρω στα 1780, σκυφτός πάνω από ένα γραφείο στο σπίτι του στο Λονδίνο, ο Τζέρεμι Μπένθαμ έγραψε τις πρώτες γραμμές του πρώτου κεφαλαίου ενός από τα πιο διάσημα έργα του που έθεσε τα θεμέλια του ωφελιμισμού. Το κείμενο έλεγε: «Η φύση έχει θέσει την ανθρωπότητα υπό τη διακυβέρνηση δύο κυρίαρχων αφεντάδων: του πόνου και της ηδονής. Αυτοί οι δύο κύριοι παράγοντες μας κυβερνούν σε όλες τις σκέψεις και τις πράξεις μας.»

Οτιδήποτε κάνει ο άνθρωπος για να αποφύγει αυτή την υπαγωγή του σε αυτούς τους άρχοντες, δεν συντελεί σε τίποτε άλλο παρά στην επαλήθευση της κυριαρχίας τους. Η αρχή του ωφελιμισμού αναγνωρίζει αυτή την υπαγωγή στις δύο αυτές αρχές και τις μελετά πάντοτε στα πλαίσια της λογικής και του νόμου. Κοντολογίς ο ωφελιμισμός αποτελεί ρυθμιστική αρχή της ευτυχίας εκείνων των οποίων το συμφέρον βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση. Κάθε πράξη ενός ατόμου και μιας κυβέρνησης αποσκοπεί τελικώς στην αύξηση ή τη μείωση του ποσού ευτυχίας του κάθε ανθρώπου.

Ο Βρετανός φιλόσοφος έχτισε μια ολόκληρη φιλοσοφία πάνω σε αυτή την ιδέα – ότι όλοι μας παρακινούμαστε από την ηδονή και τον πόνο. Και για καλή του τύχη, σήμερα σχεδόν όλες οι κοινωνικές επιστήμες συμφωνούν μαζί του. Είμαστε ένα ηδονιστικό είδος, που αναζητά  την ευτυχία ενώ παράλληλα φοβάται τα τέρατα του κόσμου που προκαλούν πόνο.

Κάτω από όλη την προσχηματική συμπεριφορά και τον τσαμπουκά, μπορούμε να περιοριστούμε στους απλούς μηχανισμούς ώθησης και έλξης του καρότου και του μαστιγίου. Αφού υπερβούμε την ταπεινωτική και αποθαρρυντική απλότητα αυτού του γεγονότος, μπορούμε να πάρουμε μερικά πολύτιμα μαθήματα. Μπορούμε να παίξουμε με τους δικούς μας μηχανισμούς και να χειραγωγήσουμε τους μπενθαμικούς ηγεμόνες μας. Μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Όλα έχουν να κάνουν με κάτι που ο συγγραφέας Τζορτζ Μακ ονόμασε «Νόμο του Σκίνερ».

Μηχανισμοί δέσμευσης

Σύμφωνα με τον Μακ, ο Νόμος του Σκίνερ υποστηρίζει ότι όταν αναβάλλετε ή δυσκολεύεστε να διεκπεραιώσετε ένα καθήκον, έχετε δύο επιλογές: είτε «να μετατρέψετε τον πόνο της μη διεκπεραίωσης σε μεγαλύτερο από τον πόνο της διεκπεραίωσης» είτε «να μετατρέψετε την ευχαρίστηση της διεκπεραίωσης σε μεγαλύτερη από την ευχαρίστηση της μη διεκπεραίωσης». Εφόσον γνωρίζουμε ότι μας παρακινούν μόνο δύο πράγματα, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την ανώτερη, λογική μας ικανότητα για να αξιοποιήσουμε αυτό το γεγονός προς όφελός μας.

Ο Νόμος του Σκίνερ πήρε το όνομά του από τον B.Φ. Σκίνερ, τον Αμερικανό συμπεριφοριστή που ανέπτυξε την ιδέα της λειτουργικής κλιμάκωσης με τα πειράματά του σε αρουραίους και περιστέρια. Το κύριο επιχείρημα του Σκίνερ ήταν ότι τα ανθρώπινα όντα μπορούν, όπως ακριβώς και οι αρουραίοι, να εξαρτώνται ώστε να συμπεριφέρονται με συγκεκριμένο τρόπο όταν τους δίνονται τα σωστά κίνητρα πόνου-ηδονής.

Το κόλπο, λοιπόν, είναι να ορίσετε στον εαυτό σας ανταμοιβές ηδονής ή τιμωρίες πόνου για να κάνετε (ή να μην κάνετε) μια συγκεκριμένη εργασία. Ουσιαστικά, υπάρχουν δύο τρόποι για να κινητοποιήσετε τον εαυτό σας: ενδογενώς ή εξωγενώς. Η εσωτερική κινητοποίηση είναι όταν θέλετε να κάνετε κάτι λόγω κάποιας έμφυτης κίνησης ή επιθυμίας. Μπορεί απλά να θέλετε να φάτε πίτσα. Το εξωγενές κίνητρο, όμως, είναι όταν κάνετε κάτι για κάποιο περαιτέρω όφελος ή ανταμοιβή (ή για να αποφύγετε μια τιμωρία). Έτσι, δεν τρώω πίτσα επειδή επιθυμώ να διατηρήσω καλλίγραμμη σιλουέτα για τις διακοπές μου στην παραλία. Η ευφυΐα πίσω από το Νόμο του Σκίνερ είναι ότι μετατρέπει το πιο ισχυρό εσωτερικό κίνητρό μας («ηδονή») σε εξωγενή ανταμοιβή.

Αυτού του είδους οι τεχνικές ονομάζονται μηχανισμοί δέσμευσης στη βιβλιογραφία της συμπεριφορικής ψυχολογίας. Είναι ένα εργαλείο για να μπορεί κάποιος να δημιουργήσει κίνητρα στον εαυτό του. Είναι δηλαδή κάτι στο οποίο επιλέγεις να δημιουργήσεις ένα σύστημα εξωτερικής ανταμοιβής. Σε μια μελέτη για παράδειγμα όπου καπνιστές προσπαθούν να κόψουν το κάπνισμα, υπάρχουν δύο ομάδες, στην καθεμία από τις οποίες προσφέρονται τα ίδια κλασικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται συνήθως για τη διακοπή του καπνίσματος, αλλά στη μία ομάδα ανακοινώνεται επίσης ότι «θα χάσουν τα χρήματα αν αποτύχουν σε ένα τεστ ούρων νικοτίνης που θα πραγματοποιηθεί μετά από έξι μήνες». Αυτό που διαπίστωσαν ήταν ότι αυτό αυξάνει τα ποσοστά διακοπής του καπνίσματος κατά περίπου 30%.

Ο καλύτερος δάσκαλος

Γνωρίζουμε, λοιπόν, ότι αν θέλουμε να πετύχουμε σε οποιοδήποτε στόχο, πρέπει να θέσουμε επιτακτικούς μηχανισμούς δέσμευσης για να μας κρατήσουν στο σωστό δρόμο ή να αυξήσουν το ενδιαφέρον. Το επόμενο ερώτημα είναι: Πώς μπορούμε να φτιάξουμε τον καταλληλότερο μηχανισμό δέσμευσης; Είναι προτιμότερο να υποσχεθείτε στον εαυτό σας ηδονή ή να τον απειλήσετε με πόνο;

Αποδεικνύεται ότι ο πόνος είναι μακράν το ισχυρότερο κίνητρο. Ο Daniel Kahneman κέρδισε το βραβείο Νόμπελ το 2002 για μια θεωρία που ονομάζεται “Θεωρία της Προοπτικής”. Αυτός και ο Amos Tversky απέδειξαν ότι βρίσκουμε τον πόνο πιο παρακινητικό από την αντίστοιχη ηδονή. Για παράδειγμα, αν χάσετε 20 ευρώ, είστε περισσότερο στεναχωρημένοι, και στη συνέχεια, αν βρείτε 20 ευρώ, είστε χαρούμενοι. Ο πόνος υπερτερεί της ευχαρίστησης.

Με βάση όλα αυτά, ακολουθούν τρεις πρακτικές συμβουλές:

Βάλτε ένα στοίχημα: Βρείτε έναν φίλο ή ένα μέλος της οικογένειας και στοιχηματίστε μαζί του κάποιο χρηματικό ποσό ή κάποιο αντικείμενο που είναι πολύτιμο για εσάς ότι θα εκτελέσετε μια συγκεκριμένη πράξη. «Εντάξει, μπαμπά», θα μπορούσατε να πείτε, «αν δεν είμαι 5 κιλά λιγότερα μέχρι τα γενέθλιά μου, μπορείς να πάρεις το PlayStation 5 μου». Ιδανικά, τοποθετήστε το «στοίχημα» σε κάποιο ενδιάμεσο σημείο, ώστε να μην μπορείτε να ακυρώσετε τη συμφωνία αν χάσετε. Οι μηχανισμοί δέσμευσης λειτουργούν μόνο αν δεν μπορείτε να ξεφύγετε από αυτούς.

Κοινωνική υπευθυνότητα: Ενημερώστε τους πάντες ότι προσπαθείτε να πετύχετε κάτι. Αναφέρετε τους τον στόχο σας και την προθεσμία σας. Κρατήστε τους ανθρώπους ενήμερους για την πρόοδό σας. Αυτό εξυπηρετεί δύο σκοπούς: να παρουσιάσετε το καρότο και το μαστίγιο. Το καρότο είναι ότι θα λάβετε επαίνους, υποστήριξη και συμβουλές από τους πιο κοντινούς σας συγγενείς. Το μαστίγιο είναι ότι μπορεί να ταπεινωθείτε ή να αισθανθείτε ντροπή αν αποτύχετε.

Αποφύγετε την πλήξη: Είναι εύκολο να υποθέσουμε ότι η πλήξη αποτελεί κάποια μέση, ουδέτερη κατάσταση κάπου ανάμεσα στην ηδονή και τον πόνο, ότι είναι απλώς αποχή. Αλλά αυτό στην πραγματικότητα δεν ισχύει: Υπάρχουν έρευνες που αποδεικνύουν μια θεμελιώδη αποστροφή προς την πλήξη. Μας προκαλεί πόνο το να βαριόμαστε. Το 2016, μια μελέτη έδειξε ότι όταν τους παρουσιάστηκε ένα μακρύ, μονότονο και κουραστικό απόσπασμα μιας ταινίας, οι συμμετέχοντες προτίμησαν να βιώσουν σοκ παρά πλήξη. Έτσι, ως γενικός κανόνας, προσπαθήστε να κρατάτε τον εαυτό σας απασχολημένο. Δουλειά δεν είχε ο διάολος και ξέρετε τι έκανε- οι άνθρωποι όταν βαριούνται κάνουν ανόητα πράγματα.

Δείτε επίσης: Η στωική πρωινή ρουτίνα υπόσχεται μία ισορροπημένη καθημερινότητα