Ο Bill Russell ήταν κάτι περισσότερο από ένας σούπερ σταρ του μπάσκετ και αθλητής παγκόσμιας κλάσης. Ήταν ένα παγκόσμιο είδωλο που από τη μια αναδιαμόρφωσε τον τρόπο που παίζεται το παιχνίδι και από την άλλη βρέθηκε στο επίκεντρο εξαιρετικά κρίσιμων πολιτικών, κοινωνικών και φυλετικών εντάσεων τόσο εντός όσο και εκτός του επαγγελματικού αθλητισμού, που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στην πατρίδα του αλλά και παντού. Ο Russell  έγινε σούπερ σταρ στις δεκαετίες του 1950 και του ’60 όχι με το φαντεζί παιχνίδι που γνωρίζουμε σήμερα, αλλά με κυρίαρχα ριμπάουντ και έντονο  αμυντικό παιχνίδι που αποτέλεσε την αρχή γι αυτό που λέμε «παίξτον άμυνα, μην τον αφήσεις να πάρει ανάσα». Ο Russel ο οποίος ήταν αδύνατος σε σύγκριση με τους αντιπάλους του στη θέση του σέντερ όταν μπήκε στο ΝΒΑ, πήδαγε για να μπλοκάρει τα σουτ των αντιπάλων σε μια εποχή που η επικρατούσα αμυντική φιλοσοφία ήταν ότι οι παίκτες γενικά δεν έπρεπε να ακολουθούν τα σουτ. Είχε επίσης αυτό που ο συμπαίκτης του Tom Heinsohn αποκαλούσε «νευρωτική ανάγκη για νίκη».

«Ο Ράσελ αμυνόταν με τον τρόπο που ζωγράφιζε ο Πικάσο, με τον τρόπο που έγραφε ο Χέμινγουεϊ», δήλωσε ο Aram Goudsouzian στο βιβλίο του “King of the Court: Bill Russell and the Basketball Revolution”. Παρά τις ατομικές διακρίσεις, ο Russel θεωρούσε την «ομάδα» ιερή έννοια. «Για μένα δεν είχε καμία σημασία ποιος έκανε τι, αρκεί να τα καταφέρναμε», δήλωνε.  Εκτός γηπέδου, ήταν ισχυρογνώμων και περίπλοκος. Είχε ένα βλοσυρό βλέμμα αλλά και ένα απολαυστικό γέλιο. Ήταν διανοούμενος και θαυμαστής του “Star Trek”. Συχνά δύστροπος ή αδιάφορος προς τους οπαδούς και εχθρικός προς τα μέσα ενημέρωσης, μπορούσε να είναι εξαιρετικά ευγενικός με τους συμπαίκτες και τους αντιπάλους. Αρνιόταν πεισματικά να υπογράψει αυτόγραφα, λέγοντας ότι προτιμούσε να κάνει συζητήσεις. Όταν οι Celtics απέσυραν το νούμερο 6, η πίστη του στην έννοια της ομάδας τον οδήγησαν στο να απαιτήσει μια ιδιωτική τελετή με τους προπονητές και τους συμπαίκτες του σε ένα κατά τα άλλα άδειο πρώην Madison Square Garden. Αρνήθηκε να παρευρεθεί στην τελετή του 1972 κατά την οποία αποσύρθηκε ο αριθμός του μπροστά στους φιλάθλους και επίσης δεν παραβρέθηκε στην τελετή ένταξής του στο Basketball Hall of Fame. Ήθελε να απομονωθεί μετά την προπονητική του καριέρα στους Seattle Super Sonics και Sacramento Kings, λέγοντας: «Ήθελα να ξεχαστώ».

Τον Φεβρουάριο του 2011, ο Barack Obama απένειμε στον Russell το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας στον Λευκό Οίκο. Μίλησε στους παρευρισκόμενους για το ρεκόρ των 11 τίτλων του στο ΝΒΑ, τους περισσότερους από κάθε άλλον παίκτη στην ιστορία του σπορ. Οι αμέτρητες διακρίσεις που κέρδισε για την ιστορική καριέρα του με τους Boston Celtics – συμπεριλαμβανομένου του ρεκόρ των 11 πρωταθλημάτων και των πέντε βραβείων MVP – δείχνουν  της τεράστιας επίδρασης του Russel στο πρωτάθλημά ΝΒΑ αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία. «Το να είσαι ο μεγαλύτερος πρωταθλητής στο άθλημά σου, να φέρνεις επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο παίζεται το παιχνίδι και να είσαι ηγέτης μιας πόλης ταυτόχρονα φαίνεται αδιανόητο, αλλά αυτός ήταν ο Bill Russell», ανέφεραν οι Celtics σε ανακοίνωσή τους. Γι αυτό άλλωστε ο πρόεδρος εντυπωσιάστηκε περισσότερο από τη ζωή του Ράσελ πέρα από τα αθλητικά του επιτεύγματα: διαδήλωσε με τον Martin Luther King Jr. υπερασπίστηκε τον Muhammad Ali και μποϊκοτάρισε έναν αγώνα στο Κεντάκι, όταν οι μαύροι συμπαίκτες του δεν εξυπηρετήθηκαν στην καφετέρια του ξενοδοχείου που έμεναν. «Υπέμεινε προσβολές, αλλά συνέχισε να επικεντρώνεται στο να κάνει τους συμπαίκτες του που αγαπούσε καλύτερους παίκτες, έτσι ώστε να κάνει έτσι δυνατή την επιτυχία των πολλών πρωταθλημάτων που θα ακολουθούσαν», δήλωσε ο Obama το 2011. «Ελπίζω ότι μια μέρα, στους δρόμους της Βοστώνης, τα παιδιά θα κοιτάζουν ένα άγαλμα που θα έχει γίνει όχι μόνο για να τιμήσει τον Bill Russel ως ένα θρυλικό  παίκτη του NBA, αλλά για να τιμήσει τον Bill Russell ως άνθρωπο», συμπήρωσε ο Αμερικανός πρόεδρος.

Τον Οκτώβριο του 1961, οι Boston Celtics βρέθηκαν στο Λέξινγκτον της Κάι, για έναν αγώνα επίδειξης πριν από την έναρξη της σεζόν. Πριν από τον αγώνα, ο Sam Jones και ο Tom Sanders, δύο μαύρα μέλη της ομάδας της Βοστώνης, δεν εξυπηρετήθηκαν όταν προσπάθησαν να πάρουν κάτι να φάνε από το μπουφέ του ξενοδοχείου. Σύμφωνα με τη βιογραφία του Mark C. Bodanza για τον Sam Jones, “Ten Times a Champion”, οι Jones και Sanders έφυγαν ταπεινωμένοι και θυμωμένοι. Οι δυο τους συνάντησαν τυχαία τον Russell και τον K.C. Jones επιστρέφοντας στα δωμάτια του ξενοδοχείου τους και τους εξήγησαν τι είχε συμβεί στην καφετέρια. Οι τέσσερις άνδρες μετέφεραν τα νέα στον προπονητή των Σέλτικς, Red Auerbach, ο οποίος τηλεφώνησε στη διεύθυνση του ξενοδοχείου για το περιστατικό. Αν και τελικά δόθηκε στους παίκτες η άδεια να φάνε στο ξενοδοχείο, η ομάδα δεν ήθελε να παραμείνει  και επέλεξαν να επιστρέψουν αεροπορικώς στην πατρίδα τους. Ήταν το πρώτο μποϊκοτάζ αγώνα που έγινε για διαμαρτυρία για τα πολιτικά δικαιώματα, σύμφωνα με το Basketball Network. Το εντυπωσιακό είναι ότι όταν οι  παίκτες προσγειώθηκαν πίσω στη Βοστώνη, τους υποδέχτηκε ένα κυρίως λευκό πλήθος που υποστήριξε την απόφασή τους. Σύμφωνα με τον  Bodanza,  o Russell δήλωσε στους δημοσιογράφους την επόμενη μέρα: «Πρέπει να δείξουμε την αποδοκιμασία μας για αυτού του είδους τη μεταχείριση, αλλιώς αυτή η νοοτροπία θα επικρατήσει. Έχουμε τα ίδια δικαιώματα και προνόμια με οποιονδήποτε άλλον και αξίζουμε να μας φέρονται ανάλογα. Ελπίζω να μην χρειαστεί να ξαναπεράσουμε ποτέ αυτή την κακοποίηση. Αλλά αν συμβεί, δεν θα διστάσουμε να αναλάβουμε ξανά την ίδια δράση».

Σχεδόν 60 χρόνια αργότερα, ο Russell αναφέρθηκε στο περιστατικό καθώς χειροκρότησε μια άλλη ομάδα του ΝΒΑ που μίλησε στο παρκέ του γηπέδου. Τον Αύγουστο του 2020, οι παίκτες των Milwaukee Bucks επέλεξαν να μην κατέβουν στο γήπεδο σε έναν αγώνα πλέι οφ εναντίον του Ορλάντο, αφού η αστυνομία πυροβόλησε έναν μαύρο άνδρα στο Ουισκόνσιν.  Πολλές από τις πιο αξιοσημείωτες ενέργειες του Russell έγιναν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Συμμετείχε στην πορεία στην Ουάσιγκτον το 1963, καθισμένος δίπλα στον King, καθώς εκφωνούσε την περίφημη ομιλία του «Έχω ένα όνειρο». Μετά τη δολοφονία του Medgar Evers το 1963, ο Ράσελ ταξίδεψε στο Μισισιπή για να συνεργαστεί με τον αδελφό του Evers και να δημιουργήσει ένα προπονητικό κέντρο για μπάσκετ. Το 1966 ο Russel μίλησε σε μαθητές για να υποστηρίξει το μονοήμερο μποϊκοτάζ των δημόσιων σχολείων της Βοστώνης από μαύρους μαθητές, για να διαμαρτυρηθεί για τον διαχωρισμό. Το 1967, όταν ο θρύλος της πυγμαχίας Muhammad Ali αρνήθηκε να πολεμήσει στον πόλεμο της Αμερικής στο Βιετνάμ, ο Russelσυμμετείχε μαζί με άλλες εξέχουσες προσωπικότητες που συγκεντρώθηκαν στο Κλίβελαντ για να συναντηθούν με τον Ali.

Στη λογική του Ράσελ και η  διάσημη κόντρα με έναν άλλο σούπερ σταρ του ΝΒΑ, τον Wilt Chamberlain. Ο Chamberlain ήταν ένα αθλητικό τέρας που όμοιό του δεν είχε δει κανείς στο ΝΒΑ – μυώδης, εξαιρετικά ευκίνητος, ύψους 2,16 μέτρων και ο πιο εκπληκτικός σκόρερ της εποχής του. Οι Chamberlain και Russel, αναμετρήθηκαν μεταξύ τους σε μερικές από τις πιο ιστορικές μονομαχίες τελικών του NBA. Ο Chamberlain σχεδόν πάντα τον ξεπερνούσε, αλλά οι Celtics του Russel είχαν ρεκόρ 86-57 απέναντι στις ομάδες που αγωνίστηκε ο Chamberlain. Ο Chamberlain μπορεί να έκανε ρεκόρ προσωπικών στατιστικών, αλλά ο Russel  κατέληξε με τα περισσότερα δαχτυλίδια πρωταθλήματος. Το 1965, ο Chamberlain έγινε ο πρώτος παίκτης του ΝΒΑ που κέρδισε ετήσιο μισθό 100.000 δολαρίων, οπότε ο Russel στη λογική της κόντρας τους, απαίτησε -και πήρε- ένα συμβόλαιο από τους Celtics που του απέφερε 100.001 δολάρια. Ωστόσο, οι σκληροί αντίπαλοι ήταν φίλοι εκτός γηπέδου, τρώγοντας συχνά ο ένας στο σπίτι του άλλου. Στο αποκορύφωμα της αθλητικής του καριέρας, ο Russel υπερασπίστηκε σθεναρά τα πολιτικά δικαιώματα και την κοινωνική δικαιοσύνη, μια κληρονομιά που κληροδότησε σε γενιές παικτών του ΝΒΑ που ακολούθησαν τα βήματά του. Μέσα από τους χλευασμούς, τις απειλές και τις αδιανόητες αντιξοότητες, ο Bill Russel ξεπέρασε τα πάντα και παρέμεινε πιστός στην πεποίθησή του ότι όλοι αξίζουν να αντιμετωπίζονται με αξιοπρέπεια.

Ήταν ένας ωραίος τύπος…