Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε δει το υπέροχο Inglourious Basterds) του Κουέντιν Ταραντίνο με τους Μπραντ Πιτ, Μελανί Λοράν, Κρίστοφ Βαλτς, Ιλάι Ροθ και Νταϊάν Κρούγκερ.

Η ταινία αφηγείται την (φανταστική) ιστορία δύο συνωμοσιών με σκοπό την κατάρρευση της Ναζιστικής Γερμανίας το 1941: η πρώτη συνωμοσία σχεδιάζεται από μια νεαρή Γαλλίδα Εβραία κοπέλα και η δεύτερη από μια ομάδα Εβραίων Συμμάχων της οποίας ηγείται ο Υπολοχαγός Άλντο Ρέιν.

Η ταινία ξεκινάει με μια υποδειγματική σεκάνς: ο συνταγματάρχης των Ες-Ες Χανς Λάντα καταφθάνει σε μια φάρμα στη Γαλλία για να ανακρίνει τον Περιέ Λαπαντίτ σχετικά με φήμες που τον θέλουν να κρύβει την εβραϊκή οικογένεια Ντρέιφους.

Ο Λάντα πείθει τον Περιέ να ομολογήσει ότι κρύβει την οικογένεια κάτω από το πάτωμα. Ο Λάντα τότε δίνει εντολή στους στρατιώτες του να πυροβολήσουν τα πατώματα. Ολόκληρη η οικογένεια σκοτώνεται, εκτός από την έφηβη Σοσάνα, την οποία ο Λάντα αφήνει να δραπετεύσει.

Πάμε τρία χρόνια fast forward, την άνοιξη του 1944, όταν ο υπολοχαγός Άλντο Ρέιν καλείται να στρατολογήσει μια ομάδα οκτώ Εβραιοαμερικανών στρατιωτών για μια αποστολή με στόχο να προκαλέσουν φόβο στο γερμανικό στρατό.

Λέει στους στρατιώτες ότι «ο καθένας τού χρωστάει 100 κρανία Ναζί».

Το δε μότο τους είναι «δεν παίρνουμε αιχμαλώτους» – γι’ αυτό και γίνονται γνωστοί ως οι «Μπάσταρδοι».

Τον Ιούνιο του 1944, η Σοσάνα έχει πλέον καινούρια ταυτότητα ως Εμανουέλ Μιμιέ και εργάζεται σε ένα σινεμά στο Παρίσι. Εκεί γνωρίζει έναν Γερμανό στρατιώτη, τον Φρίντριχ Τσόλερ, που την ενημερώνει ότι ο στρατός πρόκειται να γιορτάσει στο σινεμά βλέποντας το φιλμ – προπαγάνδα Stolz der Nation.

Ο Τσόλερ ελκύεται από τη Σοσάνα και πείθει τον Γιόζεφ Γκαίμπελς να κάνει την πρεμιέρα της ταινίας του στο δικό της κινηματογράφο. Η Σοσάνα συνειδητοποιεί ότι η παρουσία πολλών υψηλόβαθμων Ναζί τής δίνει την ευκαιρία να πάρει εκδίκηση, και αποφασίζει να βάλει φωτιά στον κινηματογράφο κατά τη διάρκεια της πρεμιέρας.

Οι Βρετανοί μαθαίνουν κι αυτοί για την πρεμιέρα και αποφασίζουν να διεισδύσουν στο σινεμά με τη βοήθεια των Μπάσταρδων και της Γερμανίδας ηθοποιού και διπλής κατασκόπου Μπρίτζετ φον Χάμερσμαρκ.

Ο Ταραντίνο αφιέρωσε μια δεκαετία γράφοντας το σενάριο της ταινίας καθώς, όπως είπε και ο ίδιος, η ιστορία ενώ γραφόταν συνέχιζε να μεγαλώνει και να επεκτείνεται.

Ο Ταραντίνο έβλεπε το σενάριο ως το απόλυτο αριστούργημά του και έτσι ένιωθε ότι έπρεπε να αποτελεί ότι καλύτερο είχε γράψει ποτέ.

Oι 3 πραγματικοί Inglourious Basterds του Ταραντίνο

To σενάριο του Ταραντίνο βασίστηκε πάνω σε μια πραγματική ιστορία.

Δύο Εβραίοι και ένας μεταμελημένος Γερμανός κατατάχθηκαν το 1945 στις μυστικές υπηρεσίες του αμερικανικού στρατού και έπεσαν με αλεξίπτωτο πίσω από τις γερμανικές γραμμές.

Ήταν οι 3 πραγματικοί Inglourious Basterds του Ταραντίνο.

Η συμμαχική επιχείρηση ονομάστηκε Operastion Greenup και πρωταγωνιστές της ήταν δύο Εβραίοι πρόσφυγες στις Ηνωμένες Πολιτείες, που ζούσαν στο Μπρούκλιν: ο Frederick Mayer, 23 ετών, και ο Hans Wijnberg, 22 ετών.

Οι δυο τους κατατάσσονται στο Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS), τον πρόδρομο της μεταπολεμικής CIA, και πέφτουν με αλεξίπτωτο βαθιά πίσω από τις γερμανικές γραμμές στην αυστριακή επαρχία του Τιρόλου τον Φεβρουάριο του 1945.

Αποστολή τους ήταν να συγκεντρώσουν αναφορές για τη γερμανική σιδηροδρομική κυκλοφορία στο πέρασμα Μπρένερ μεταξύ Ιταλίας και Αυστρίας.

Οποιαδήποτε πληροφορία μπορέσουν να συλλέξουν θα δώσει στους Συμμάχους ενδείξεις για το πώς σκοπεύει να πολεμήσει ο γερμανικός στρατός στην τελευταία φάση του πολέμου.

Το δίδυμο σύντομα προσθέτει ένα τρίτο μέλος: Τον Γερμανό Franz Weber, έναν υπολοχαγό της Βέρμαχτ, ο οποίος δήλωνε «μεταμελημένο» μέλος των Ες-Ες.

Η θητεία του σε πολλά πολεμικά μέτωπα, συμπεριλαμβανομένου του αγώνα εναντίον των παρτιζάνων του στρατάρχη Τίτο στην κατεχόμενη Γιουγκοσλαβία, έχει… ανοίξει τα μάτια του Βέμπερ ως προς τα σχέδια και τις τακτικές του Χίτλερ.

Ο Βέμπερ λιποτακτεί στους Συμμάχους, έρχεται σε επαφή με την OSS και δέχεται να ενταχθεί στην ομάδα. Οι Inglourious Basterds ήταν έτοιμοι και όπως είχε πει και ο ίδιος ο Mayer «οι τρεις μας απλώς θέλαμε να σκοτώνουμε τους Ναζί»

Inglourious Basterds

Οι 3 άνδρες πέτυχαν την αποστολή τους.

Η επιχείρηση Greenup απέφερε στους Συμμάχους πραγματικά υλικά οφέλη, καθώς μετέδωσε δεκάδες ραδιοφωνικά μηνύματα με λεπτομερείς αναφορές για την κίνηση στο πέρασμα του Μπρένερ.

Τα στοιχεία που αντλήθηκαν από αυτές τις αναφορές βοήθησαν τους αξιωματικούς των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών να προετοιμαστούν καλύτερα για την τελική αναμέτρηση, την άνοιξη του 1945.

Παρά το γεγονός ότι συνελήφθη από την Γκεστάπο και σχεδόν βασανίστηκε μέχρι θανάτου, ο Mayer κατάφερε να έρθει σε επαφή με διάφορους τοπικούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου του ναζιστή Franz Hofer, του Gauleiter (περιφερειακού ηγέτη) του Τιρόλου.

Ο Hofer μπορούσε να δει το τέλος που ερχόταν και δεν επιθυμούσε να δικαστεί και να καταδικαστεί ως εγκληματίας πολέμου.

Αυτός και ο Mayer διαπραγματεύτηκαν την ειρηνική παράδοση του Ίνσμπρουκ, της πρωτεύουσας της επαρχίας του Τιρόλου, στην 7η Στρατιά των ΗΠΑ στις 3 Μαΐου 1945.

Σε σύγκριση με δεκάδες άλλες γερμανικές και γερμανοκρατούμενες πόλεις και κωμοπόλεις, που υπερασπίστηκαν μέχρι την τελευταία στιγμή τις περιουσίες τους και στη συνέχεια καταστράφηκαν ολοσχερώς από την αμερικανική αεροπορία και το πυροβολικό, η πόλη του Ίνσμπρουκ βγήκε από τον πόλεμο σχεδόν αλώβητο.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Επιχείρηση Greenup έσωσε πολλές χιλιάδες ζωές, αυστριακών και αμερικανών, πολιτών και στρατιωτών.

Η ιστορία της Επιχείρησης Greenup ήταν, εντέλει, τόσο σημαντική, ώστε... ήταν δίκαιο και έγινε πράξη η απόπειρα του Ταραντίνο να γυρίσει το Inglourious Basterds το 2009.