Όταν τον ρωτούσαν αν είναι γιος του πατέρα του, πολλές φορές απαντούσε αρνητικά. Αν δεν απέδιδε το ρόλο του όπως θεωρούσε πως έπρεπε, μπορούσε να ζητήσει συγνώμη από το κοινό στο τέλος της παράστασης. Για πολλούς, ο Δημήτρης Χορν υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του ελληνικού θεάτρου. Δεν είναι τυχαίο πως εκατό και πλέον χρόνια από την γέννησή του, αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε νεαρό ηθοποιό που κάνει τα πρώτα του βήματα στο χώρο∙ δεν είναι τυχαίο πως από το 2000 κι έπειτα έχει καθιερωθεί στη μνήμη του το «Βραβείο Χορν», το οποίο απονέμεται στον καλύτερο πρωτοεμφανιζόμενο ηθοποιό κάθε χρονιάς.

Το πρώτο κλάμα του ιερού τέρατος της ελληνικής καλλιτεχνικής οικογένειας ακούστηκε στις 9 Μαρτίου του 1921 από το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου επί της οδού Σταδίου, όταν η Αθήνα ήταν ακόμα μια μικρή πρωτεύουσα με σχετική κοινωνική ομοιογένεια. Ήταν το τρίτο παιδί της Ευτέρπης Αποστολίδη, η οποία προερχόταν από πλούσια οικογένεια εμπόρων της Αλεξάνδρειας, και του σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα Παντελή Χορν, τον οποίο ο θεατρολόγος Walter Puchner έχει χαρακτηρίσει ως πρωτεργάτη του νεοελληνικού θεάτρου του 20ου αιώνα. Ο Δημήτρης Χορν κάποτε σκιαγράφησε τον εαυτό του ως εξής:

«Γεννήθηκα το 1921, στις 9 Μαρτίου, στην Αθήνα, Ο πατέρας μου λεγόταν Παντελής και η μητέρα μου Ευτέρπη. Έχω έναν αδελφό, τον Γιάννη, δέκα χρόνια μεγαλύτερό μου. Εγώ ήρθα στη ζωή μετά το θάνατο του μοναδικού κοριτσιού που είχαν οι γονείς μου, της Νανάς. Ο Γιάννης και η Νανά είχαν διαφορά ενός έτους. Όταν πέθανε η Νανά, σε ηλικία επτά ετών, ο πατέρας και η μητέρα θέλησαν να την αντικαταστήσουν. Περίμεναν, λοιπόν, ότι το παιδί που θα ‘ρθει θα είναι κορίτσι. Δυστυχώς, δεν ήταν. Ήμουν εγώ!»

Ο Χορν γαλουχήθηκε σε ένα περιβάλλον θεατρικής ευφορίας. Ο πατέρας του βρισκόταν σε δημιουργικό πυρετό, γράφοντας μερικά από τα σπουδαιότερα θεατρικά του έργα όσο ο γιος του, Δημήτρης, έκανε τα πρώτα του βήματα τόσο στη ζωή όσο και στη σκηνή. Με την Κοτοπούλη να του διαβάζει παραμύθια και την Κυβέλη – στενή συνεργάτης και φίλη του πατέρα του – να του χαρίζει το θεατρικό του βάπτισμα νωρίτερα κι από το χριστιανικό, η μετέπειτα πορεία του Χορν στο θέατρο και το σινεμά ήταν σχεδόν αναπόδραστη.

Ο Δημήτρης Χορν πρωτοεμφανίστηκε στο θεατρικό σανίδι μωρό στην αγκαλιά της νονάς του στην αθηναϊκή ηθικογραφία του πατέρα του «Οι Γειτόνισσες». Η δεύτερη θεατρική του εμφάνιση ήρθε όταν ήταν τεσσάρων ετών. Εμφανίστηκε και πάλι δίπλα στη νονά του, ενσαρκώνοντας το ρόλο ενός από τα παιδιά της κεντρικής ηρωίδας. Σαφώς και οι εμφανίσεις του αυτές δεν θα σήμαιναν απολύτως τίποτα, αν εκείνος δεν έπαιρνε το δρόμο που πήρε μετά την ενηλικίωση. Σίγουρα, όμως, του χάρισε ένα αίσθημα οικειότητας με τη σκηνή. Δέκα χρόνια αργότερα και σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών έκανε την τρίτη του ανήλικη εμφάνιση στο θέατρο, στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και την παράσταση «Μαμά Κολιμπρί» του Georges Bataille.

Μεγαλώνοντας, πέρα από την θεατρική και αισθητική παιδεία που είχε αποκτήσει από την οικογένειά του και τον κύκλο τους, ο Χορν έμοιαζε να έχει και όλα τα άλλα απαραίτητα εργαλεία για έναν επίδοξο νέο ηθοποιό, όπως χάρη και αισθαντικότητα στην κίνηση και τη φωνή. Όπως έχει ο ίδιος διηγηθεί, η διάθεση για να ασχοληθεί με το θέατρο υπήρχε από παιδί, αλλά ενισχύθηκε ιδιαίτερα από τη συμμετοχή του στο θίασο της Μαρίκας στα δεκατέσσερά του.

Για τις εξετάσεις στη Δραματική Σχολή Βασιλικού Θεάτρου έμαθε από τον πατέρα του εντελώς τυχαία ένα μεσημέρι. Ο Χορν ο πρεσβύτερος αγαπούσε πολύ τον μεσημεριανό του υπνάκο και σπανίως τον έχανε. Έτσι, εκείνη την ημέρα με ειλικρινή στενοχώρια είπε στο γιο του, καθώς έτρωγαν μεσημεριανό: «Αχ, αύριο το μεσημέρι δε θα κοιμηθώ. Πρέπει να πάω στη Δραματική Σχολή. Μ’ έχουν βάλει Πρόεδρο της Επιτροπής Εισαγωγικών Εξετάσεων … Γι’ αυτούς που θέλουν να γίνουν ηθοποιοί». Ο νεαρός Χορν ρώτησε να μάθει που γίνοντας οι εξετάσεις και έσπευσε να υποβάλλει την αίτησή του. Ο ίδιος είχε περιγράψει σε μία συνέντευξη του εκείνη την ημέρα:

«Μια και δυο πηγαίνω εγώ, ήταν ο Συναδινός Διευθυντής στη σχολή, να υποβάλω μια αίτηση για να δώσω εισαγωγικές. Και μου λέει, έχει λήξει η προθεσμία, αλλά επειδή είσαι γιος του Παντελή θα κάνουμε μια εξαίρεση. Το είπα λοιπόν του πατέρα μου και μου λέει: “Σ’ ευχαριστώ παιδί μου. Δε θα χάσω το μεσημεριανό μου ύπνο, διότι δε θα πάω. Δεν μπορώ να είμαι Πρόεδρος της Επιτροπής και να δίνεις εσύ εξετάσεις”».

Από τις εξετάσεις ο Χορν έφυγε πολύ απογοητευμένος, θεωρώντας ότι είχε αποτύχει παταγωδώς. Όμως, καθότι ήταν και από τα πρώτα nepo-babies της σύγχρονης Ελλάδας και γνώριζε και τον γνώριζαν όλοι οι μεγάλοι θεατράνθρωποι της εποχής, την επόμενη κιόλας μέρα έμαθε από τον ίδιο τον Αιμίλιο Βεάκη ότι είχε περάσει, αφού πρώτα τον συνάντησε επί της οδού Σταδίου. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μας δρόσισες μέσα σ’ αυτή την ανομβρία», φαίνεται να του είχε πει σε εκείνη την συνάντηση ο μεγάλος ηθοποιός.

Ήταν στ’ αλήθεια τρομερά χαρισματικός, αλλά την ίδια στιγμή ήταν και επιφανής Αθηναίος ήδη από τα πρώτα του βήματα. Πέρα από τα χαρίσματα που κάνουν κάποιον ηθοποιό τέτοιου βεληνεκούς, ο Χορν είχε έναν αυθεντικά αστικό αέρα που ελάχιστα έβλεπε κανείς σε ηθοποιούς εκείνης της γενιάς. Κι αυτό γοήτευε το κοινό βαθιά. Αφού αποφοίτησε από τη δραματική σχολή με τα θεατρικά του εργαλεία καλοακονισμένα και φρεσκογυαλισμένα, στη διάρκεια της λαμπρής του καριέρας είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού θεάτρου και να παίξει σε μερικά από τα σπουδαιότερα έργα που γράφτηκαν ποτέ.

Το 1943 ξεκινά η σχέση του Χορν με τον ελληνικό κινηματογράφο, όταν αυτός ήταν ακόμα στα σπάργανα. Συμμετείχε στην ταινία «Η φωνή της καρδιάς» του Δημήτρη Ιωαννόπουλου, η οποία ήταν η πρώτη ταινία που γυρίστηκε μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, καθώς και η πρώτη παραγωγή της «Φίνος Φίλμ». Η μεγάλη οθόνη αγάπησε κι αυτή με τη σειρά της τον Χορν, τον έκανε ευρύτερα γνωστό και ανέβασε τις μετοχές του νεαρού αστέρα ακόμα περισσότερο. Έκανε όμως πολύ προσεκτικές επιλογές κι έτσι συνολικά έπαιξε σε δέκα μόλις ταινίες, διατηρώντας πάντα το ταλέντο και τη γοητεία του.

Από την τεράστια γοητεία του, λέγεται πως δεν ξέφυγε ούτε η Edith Piaf, η οποία τον ερωτεύτηκε παράφορα. Οι δυο τους γνωρίστηκαν το 1946 στην Αθήνα, ο Χορν ήταν 25 και η Piaf 31. Παραμένει μέχρι και σήμερα άγνωστο εάν υπήρξε ειδύλλιο ανάμεσά τους ή εάν η μεγάλη Γαλλίδα ερμηνεύτρια δεν βρήκε ανταπόκριση. Πάντως, μια επιστολή του 1946, γραμμένη από την Piaf με παραλήπτη τον Χορν, η οποία δημοπρατήθηκε έντεκα χρόνια μετά το θάνατο του μεγάλου καλλιτέχνη, έφερε στο φως αυτή την άγνωστη ως τότε πτυχή της ζωής του. «…Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τη ζωή μου και η ζωή μου είσαι εσύ. Σ’ αγαπώ όπως δεν αγάπησα ποτέ κανέναν, Τάκη… Μη μου ραγίσεις την καρδιά», του έγραφε επιβεβαιώνοντας, όπως όλα δείχνουν, έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. «Τάκη μου, δεν μπορείς να ξέρεις σε ποιο βαθμό δυσκολεύομαι προσπαθώντας να αντιμετωπίσω την κατάσταση λογικά, αλλά δεν τα καταφέρνω».

Ο Χορν όμως ήταν ήδη παντρεμένος από το 1942 με την πρώτη του σύζυγο, τη Ρίτα Φιλίππου. Η γνωριμία του ζευγαριού είχε γίνει στα χρόνια της Κατοχής και συγκεκριμένα το 1941 σε πάρτι κοινής φίλης τους πίσω από το Μουσείο (Πατησίων), μια γνωριμία που σύντομα εξελίχθηκε σε έρωτα. Ο γάμος τους διήρκησε δέκα χρόνια. Τη λήξη αυτού του γάμου σήμανε η γνωριμία και η θυελλώδης σχέση του Χορν με την Έλλη Λαμπέτη το 1952. Ένας έρωτας που πήρε μυθικές διαστάσεις.

Ο έρωτας τους κράτησε επτά χρόνια και το ζευγάρι απασχόλησε όσο λίγα το κοινό, μιας και οι επαγγελματική τους συνύπαρξη γέννησε ταυτόχρονα και συγκλονιστικές ερμηνείες στο θέατρο. Οι δρόμοι τους χώρισαν το 1959. Οι δυο τους δεν ξανασυναντήθηκαν θεατρικά, αλλά ούτε και αναφέρθηκε ποτέ ξανά ο ένας στον άλλον. Το μόνο πράγμα που είχε δηλώσει κάποτε ο Χορν ήταν πως η Λαμπέτη δεν ήταν ποτέ η γυναίκα της ζωής του.

Ο Χορν ήταν πάντοτε ερωτεύσιμος. Ο ίδιος δήλωνε πάντοτε ερωτευμένος. «Aπό τα έξι χρόνια μου και μετά δεν μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου να μην είναι ερωτευμένος, δηλαδή συγκινημένος με κάποιο πρόσωπο. Θα ‘λεγα πως ήμουν ερωτευμένος με τον έρωτα… Eνώ δηλαδή ήμουν ένα πολύ κεφάτο παιδί, ξαφνικά, μελαγχολούσα φοβερά κι έγραφα θλιμμένα ποιήματα. Mε μελαγχολούσαν αυτοί οι έρωτες… Ή η ζωή», είχε δηλώσει για τη σχέση του με τον έρωτα. Το 1967 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά την Άννα Γουλανδρή και έμειναν μαζί μέχρι τον θάνατό της, το 1988. Όσοι τον ήξεραν καλά θεωρούσαν ότι η Άννα ήταν η γυναίκα της ζωής του.

Το 1962, ο Χορν συναντήθηκε με τον μεγάλο Μάνο Χατζιδάκι και μαζί έπλασαν μια ιδιόμορφη μουσική παράσταση που τα είχε όλα, τη «Οδό Ονείρων». Μουσική δια χειρός Χατζιδάκι, ονειρικές ερμηνείες που άφησαν εποχή, μια ωδή στη χαμένη αθωότητα. Η παράσταση γνώρισε μεγάλη επιτυχία και το θέατρο ήταν ασφυκτικά γεμάτο καθημερινά. Την παρακολούθησαν μάλιστα πολλές καλλιτεχνικές προσωπικότητες απ’ όλο τον κόσμο. Θεωρήθηκε το αντίπαλον δέον της Όμορφης Πόλης, της παράστασης του Μίκη Θεοδωράκη που παιζόταν λίγα μέτρα πιο κάτω στην ίδια οδό, στο θέατρο Παρκ.

Ο Δημήτρης Χορν κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, συγκεκριμένα την περίοδο 1974 – 1975 διετέλεσε γενικός διευθυντής της ΕΡΤ. Το 1980 ίδρυσε με τη σύζυγό του Άννα Γουλανδρή το Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, σκοπός του οποίου είναι η μελέτη του ελληνικού πολιτισμού.

Τα τελευταία 4 χρόνια της ζωής του τον χτύπησε η νόσος του Αλτσχάιμερ. Ο Δημήτρης Χορν άφησε την τελευταία του πνοή στις 16 Ιανουαρίου 1998 έπειτα από πολύμηνη και άνιση μάχη με τον καρκίνο. Στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε λίγο πριν το θάνατό του, η Σεμίνα Διγενή τον είχε ρωτήσει αν είμαστε πολιτισμένοι ως λαός. «Όχι», της απάντησε κοφτά ο Χορν, «όχι, γιατί δεν είμαστε ελεύθεροι»…