Η ειδικός ψυχικής υγείας Κλεοπάτρα Γεραλή παίζει καχόν, τραγουδάει και φτιάχνει κοσμήματα στην οικογενειακή της επιχείρηση, με έδρα την οδό Κολοκοτρώνη.

Την επισκέπτομαι ακριβώς εκεί ένα ανοιξιάτικο απόγευμα Παρασκευής και, με θέα τα αθηναϊκά κτίρια που αναδίδουν τη γνώριμή τους νοσταλγία, αλλά και τους περαστικούς, ανοίγουμε την συζήτηση για τον προπάππου της, τον παππού της μητέρας της, τον Λυκούργο Μαρκέα. Ο αέρας στην πόλη έχει ήδη μπολιαστεί από το άρωμα εσπεριδοειδών και γιασεμιού-ευνοϊκό το κλίμα…

Μου είχε αναφερθεί στον προπάππου της, από τύχη, όταν πολύ πριν βρεθώ με μια μπίρα στο χέρι στο ατελιέ της στην Κολοκοτρώνη, της είχα εκφράσει ότι ένα από τα κορυφαία ζεϊμπέκικα κατ’ εμέ είναι το “Αυτός ο Άνθρωπος Αυτός”. «Α, αυτό το έγραψε ο προπάππους μου. Την μουσική», μου είπε. Κι εγώ αμέσως ήξερα πως θα έκανα θέμα, ήξερα πως ήθελα να ψάξω περισσότερα γύρω από αυτό το θέμα, από αυτόν τον άνθρωπο, που θα έπρεπε περισσότεροι και περισσότερο να ξέρουμε και να λέμε το όνομά του: Λυκούργος Μαρκέας.

Δεν είναι απλώς το ζεϊμπέκικο που γράφτηκε κατά παραγγελία του Ανδρέα Παπανδρέου. Είναι ένα κομμάτι που αφήνει το στίγμα του έντονα και στις νεότερες γενιές, μέσα στα ρεμπετάδικα και τις ταβέρνες όπου παίζεται από τις ορχήστρες, αλλά και στα αγαπημένα after μπαρ, με τις ελληνικές μουσικές και τους νταλκάδες. Ο Λυκούργος Μαρκέας δεν πρόλαβε να το ακούσει ολοκληρωμένο, ούτε να μάθει την επιτυχία που σημείωσε και συνεχίζει να σημειώνει.

Προσφάτως, το τραγούδι διασκευάστηκε από έναν εντελώς σύγχρονο, σκοτεινό, ποιητικό τραγουδοποιό, τον περίφημο Λόλεκ. Αντέχετε να το ακούσετε;

Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Λυκούργος Μαρκέας; Γιατί το όνομά του δεν μας είναι πιο γνωστό; Τρόπον τινά, ευθύνεται ο ίδιος.

Ο συνθέτης Λυκούργος Μαρκέας γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1926 στην Τρίπολη και πέθανε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου του 1979, μόλις 53 ετών, από καρκίνο. Έζησε στο Μαρούσι τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, εκτός από ένα διάστημα μερικών μηνών το 1958. Τότε, είχε πάει με την πρώτη του σύζυγο στο Κάιρο, σε ενα κέντρο διασκέδασης κοντά στις πυραμίδες που το είχε ένας Έλληνας, ονόματι Καταχανάς, σύμφωνα με τον γιο του Λεωνίδα Μαρκέα.

Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά μιας πολύ φτωχής οικογένειας.

Το 1937 ο μικρός Λυκούργος με τον πατέρα του και τον αδελφό του τον Γιώργο έπαιζαν κιθάρα και τραγουδούσαν σε διάφορα κέντρα της Αθήνας. Το ταλέντο του Λυκούργου φάνηκε από νωρίς. Ο γιος του Λεωνίδας Μαρκέας λέει στο Οlafaq.gr: «Η οικογένεια είχε 12 ταξί και 4 φορτηγά λεωφορεία, εκτός βέβαια του ότι έπαιζε κιθάρα Μετά την Κατοχή κατασχέθηκαν και έμειναν χωρίς χρήματα, βίωσαν την ανέχεια».

Ενώ είχε μάθει αρχικά μουσική με το ακορντεόν, από τα 4 του άλλωστε έπαιζε κιθάρα, αλλά χρήματα για πιάνο δεν υπήρχαν και ο πατέρας του του ζωγράφισε ένα πάνω σε ένα ξύλινο γραφειάκι. Έμαθε πιάνο έτσι. Χωρίς να ακούει τον ήχο. Το «Ωδείο Αθηνών», όταν αποπειράθηκε ο πατέρας του να τον γράψει, δεν τον δεχόταν, γιατί είχαν περάσει οι πρώτοι μήνες (Σεπτέμβρης-Οκτώβρης) και υπήρχε η σκέψη πως ο μικρός Λυκούργος δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει τα άλλα παιδιά. Ο πατέρας επέμεινε και ο Λυκούργος αποδείχτηκε σύντομα παιδί-θαύμα.

Από παιδί ακόμη ο Λυκούργος, κατά την περίοδο της Κατοχής, δουλεύει σε μικροθιάσους ως πιανίστας και γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Από τις πρώτες του επιτυχίες ήταν οι “Συννεφιές” (Τέτοια ώρα σε λατρεύω σε ζητώ), “Σε ζητούσα στα σύννεφα”, “Λάθος η αγάπη μας”, “Αυτή τη νύχτα”, “Δυο φορές μ’ έχεις γελάσει”, “Ποτέ δε θα ξεχάσω τέτοια μάτια”, “Μέσα στο νερό της λίμνης”.

Υπηρετεί το περίφημο «ελαφρό» τραγούδι, ένα είδος που ακόμα δεν έχουμε εκτιμήσει όσο του αξίζει, έχοντας φωτίσει περισσότερο το ρεμπέτικο, ενώ πρόκειται ουσιαστικά για δύο είδη που συγκατοίκησαν την ίδια περίπου περίοδο. Όχι, το ελαφρό δεν συμβόλισε ποτέ καμία κοινωνική επανάσταση ή απόσχιση από την όποια νόρμα, ούτε ξεσήκωσε τον λαό, όμως διαθέτει κομμάτια υψηλής ποιόητας και αισθητικής που μόνο καλό θα έκανε στον διψασμένο ακροατή ελληνικής μουσικής να αναζητήσει. Κι αν κάποια από αυτά, λόγω στίχων ιδίως, αλλά και εκφοράς της φωνής στην ερμηνεία, είναι ή θεωρούνται ξεπερασμένα, άλλα είναι πραγματικά διαμάντια εφάμιλλα με τραγούδια της Edith Piaf και του Adamo, από Γαλλία μεριά.

Να, σαν αυτό:

 

Το 1947, ο Λυκούργος Μαρκέας έφτιαξε τη πρώτη του μεγάλη ορχήστρα και πραγματοποιούσε εμφανίσεις στα μεγαλύτερα κέντρα των Αθηνών. Έγραψε πολλά τραγούδια που έγιναν επιτυχίες με τον Τώνη Μαρούδα και τον Γιάννη Βογιατζή, όπως: “Σε είδα κάποιο μεσημέρι”, “Άσπρες κορδέλλες”, “Tο Καλοκαίρι αυτό πάει χαμένο”, “Έφυγες”, “Όνειρα”, “Μιλώ για σένα”, “Συννεφιασμένο δειλινό”, “Εσύ μπορείς να με νιώσεις”, “Τι να είναι η αγάπη, “Καλωσόρισες αγάπη”.

Το 1962 άρχισε να ασχολείται με το μουσικό θέατρο. Έντυσε με τη μουσική του πάνω από 50 επιθεωρήσεις. Το 1974 άρχισε να γράφει μουσική στις εβδομαδιαίες επιθεωρήσεις του Αλέκου Σακελλάριου που παρουσιάζονταν στην τηλεόραση. Κάποια τραγούδια του από τις επιθεωρήσεις εκείνες γνώρισαν μεγάλη επιτυχία όπως “Χτύπα καρδιά μου”, “Γύρω-γύρω” και άλλα.

Έντυσε επίσης και κινηματογραφικά έργα με τη μουσική του όπως “To παιδί της πιάτσας” και “Χαρούμενο ξεκίνημα”.

Εκτός από τον Τώνη Μαρούδα, Γιάννη Βογιατζή, Καίτη Μπελίντα, Τρίο Μπελκάντο, Τζένη Βάνου, Σώτο Παναγόπουλο συνεργάστηκε αργότερα με τον Γιάννη Πάριο, Λίτσα Διαμάντη, Τόλη Βοσκόπουλο, Σταμάτη Κόκοτα, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Ρίτα Σακελλαρίου και πολλούς άλλους.

Ήταν ο συνθέτης που ανακάλυψε τον ηθοποιό τότε Τόλη Βοσκόπουλο, ενώ δεν υπήρχε δίσκος του Γιάννη Πάριου που να μην είχε τραγούδι του Λυκούργου Μαρκέα. Φυσικά, και ο Σταμάτης Κόκοτας είχε τραγουδήσει Λυκούργο Μαρκέα. Ο δίσκος που έκαναν μαζί με τίτλο «Χαλάλι σου Ζωή» είναι γεμάτος με τραγούδια που δεν έχουν ακουστεί όσο ενδεχομένως τους αξίζει, που ανέδειξαν στο έπακρο την ερμηνευτκή δεινότητα του Κόκοτα.

 Η δισέγγονη Κλεοπάτρα μοιράζεται μερικές ιστορίες και αναμνήσεις στο Olafaq.gr:

«Δεν του άρεσε ποτέ η λαϊκή μουσική. Του άρεσε η τζαζ, η φανκ. Δεν του άρεσε η τάξη στον ήχο, τον τραβούσαν παράξενοι μουσικοί δρόμοι. Δούλεψε πολύ καιρό στο θέατρο Περοκέ ως συνθέτης, αυτή ήταν η βασική του δουλειά. Την Λίτσα Διαμάντη την εκτιμούσε, την είχε θεά, βασικά ήταν η μούσα του. Εκείνη ερωτευμένη μαζί του. Μπορούσαν να δουλεύουν καλά οι δυο τους, είχαν καλή συνεργασία. Θυμάμαι μια ιστορία με το Περοκέ. Κάποια στιγμή, αρρωσταίνει ο κεντρικός ηθοποιός που θα τραγουδούσε και ένας από τους δεύτερους, τρίτους καλλιτέχνες που συμμετείχαν δηλώνει έτοιμος και πρόθυμος να τον αντικαταστήσει. Ο προπάππους μου τον κοίταξε με δυσπιστία, αλλά είπε να τον δοκιμάσει. Ο νεαρός δεν ήταν άλλος από τον Τόλη Βοσκόπουλο.

Ο προπάππους μου ήταν αρκετά αυστηρός και ίσως λιγάκι υπερόπτης. Όμως, τον παραδέχτηκε τον Βοσκόπουλο και του έκανε και κομμάτια αρκετά μετά, συνεργάστηκαν δηλαδή. Έκανε και τον πρώτο δίσκο του Πάριου. Ο Γιάννης Πάριος, μέχρι σήμερα, είναι ευγνώμων, κάποια στιγμή συναντηθήκαμε οικογενειακώς και τον θυμάμαι να το λέει για τον Λυκούργο, πόσο καλό του έκανε και τον βοήθησε. Εν τω μεταξύ, αρχικά, η φωνή του νεαρού τότε Πάριου δεν τον είχε ξετρελάνει τον προπάππου μου, ένα όμως βαθύτερο ίσως ένστικτο για την αξία κάποιων καλλιτεχνών τον οδηγούσε. Ο γιος του Πάριου, ο Βαρθακούρης και η μητέρα μου, πιτσιρικάκια τότε, κάθονταν πάνω στο πιάνο όσο οι δυο τους έγραφαν μουσική και ηχογραφούσαν.

Στο μεταξύ, ο προπάππους μου έγραφε τζαζ μουσικές, έπαιζε και σε αντίστοιχα μαγαζιά, αλλά δισκογραφικά, κατά πλειοψηφία, έγραφε λαϊκά. Όμως, τα μπόλιαζε με το δικό του στιλ. Δεν έγραφε κλασικά, έκανε λίγο τα δικά του. Έβαλε το δικό του στιλ. Είχε την αίσθηση ότι το λαϊκό τραγούδι αποτελούσε παραφθορά της ελληνικής μουσικής. Λάτρευε τις μπαλάντες. Το αγαπημένο του τραγούδι από όσα είχε γράψει ήταν το «Μένω σε κάποια Γειτονιά». 

Ο στιχουργός Θάνος Σοφός είχε δώσει στον Λυκούργο μου τα κουπλέ, αλλά είχε κολλήσει στο ρεφρέν. Τότε, εκείνος είχε την ιδέα να κατεβούν μαζί στην Ομόνοια με το αυτοκίνητο, να γυρίσουν γειτονιές και να πάρουν έμπνευση. Ο Λυκούργος είχε ήδη την μουσική μες στο κεφάλι μου. Μπαίνουν σε ένα δισκάδικο και συναντούν, κατά τύχη, την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Γνωρίζονταν, φυσικά. Της ζητούν βοήθεια κι εκείνη τους ξεμπλόκαρε, αφούτ ους ζήτησε να της πουν το ρυθμό: «Άσπρες κορδέλες/.τα κορίτσια φοράνε…» και λοιπά, και λοιπά. Της έδωσαν χρήματα, φυσικά γι’ αυτό.

Ο Τώνης Μαρούδας που το τραγούδησε ήταν από τους καλύτερους φίλους του προπάππου μου. 

Πρέπει να σου πω ότι ο Λυκούργος Μαυρέας ήταν τελειομανής. Κανένα τραγούδι του, επί της ουσίας, δεν του άρεσε. Πάντα, έβρισκε ότι θα μπορούσε να το είχε βγάλει κάπως καλύτερο. Εννοείτα ότι δεν ήταν φίλος της ατμόσφαορας των κέντρων διασκέδασης, δεν αγαπούσε την κουλτούρα της ελληνικότροπης διασκέδασης. Έδινε σημασία στην ποιότητηα του χώρου, του τρόπου, του ήχου, της διασκέδασης. Τον μπλόκαρε λίγο πολύ αυτό το πράγμα, ιδίως τις περιόδους που έγραφε δίσκο ή έπαιζε σε μαγαζιά.

Φορούσε κοστούμι σχεδόν πάντα, πολύ καλοντυμένος. Κάπνιζε πάρα πάρα πολύ. Ασταμάτητα, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Όσο αυστηρός ήταν με τις δουλειές του, τόσο ήταν και με τις γυναίκες του. Αλλά, την ίδια ώρα, φροντιστικός, έβαζε ψυχή και επίπεδο σε ό, τι έκανε. Αν ήταν λιγότερο αυστηρός και απαιτητικός με την δουλειά και την τέχνη του, θα είχε κάνει τόσα κι άλλα τόσο πράγματα…

Το “Αυτά τα χέρια” που τραγούδησε η Λίτσα Διαμάντη και το “Αυτός ο άνθρωπος αυτός” που τραγούδησε η Σακελλαρίου, δεν πρόλαβε να τα ακούσει και να τα χαρεί. Ειδικά για το «Αυτός ο άνθρωπος αυτός» είχε την πεποίθηση ότι βάζει, από μεριάς του, μια ακόμη ταφόπλακα πάνω στο καλό, ελληνικό τραγούδι που τόσο αγαπούσε. Είχε δηλώσει ότι βάζει το χέρι του για να οδηγηθεί η ελληνική λαϊκή μουσική στο σκυλάδικο ιδίωμα.

Είχε μια αδυναμία στο πιάνο. Πρώτα από εκεί ξεκινούσε τις ηχογραφήσεις του. Και φυσικά, τραγούδαγε, είχε ένα ολόκήρο εθιμοτυπικό. Ηχογραφούσε ο ίδιος, το κάθε όργανο. Για να είναι βέβαιος ότι όλα λειτουργούν όπως θέλει. Φυσικά, θεωρούσε γρουσουζιά να ξεκινήσει την οποιαδήποτε ηχογράφηση με άλλο όργανο πλην του πιάνου.

Πιστεύω ότι και οι δύο γιοι του, ο παππούς μου Λεωνίδας και ο αδερφός του (με μεγάλη διαφορά ηλικίας, από άλλη μητέρα) Αλέξανδρος κληρονόμησαν το μουσικό ταλέντο του Λυκούργου. Αλλά επειδή αυτός ήταν κάπως δεσποτικός, ίσως τα δύο αγόρια ένιωσαν την σκιά του πατέρα τους έντονη…»

 

Σημειωτέον, ο Λεωνίδας Μαρκέας συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, και με δύο καταπληκτικές τραγουδίστριες, την προσφάτως εκλιπούσα Ρένα Κουμιώτη, αλλά και την δυστυχώς υποτιμημένη Ελένη Ροδά, αφήνοντας με την σειρά του την δική του μουσική παρακαταθήκη, και ας μην βρίσκεται αυτή τη στιγμή που μιλάμε στο Youtube.

Σημειώνει στο Olafaq.gr ο Λεωνίδας Μαρκέας, ο μεγαλύτερος γιος του Λυκούργου:

«Άνθρωπος τεραστίων διαστάσεων στη μουσική επάνω, ο πατέρας μας. Το είχε πει και ο Μάνος Χατζιδάκις, ήταν από τους ελάχιστους συνθέτες που παραδεχόταν. Φυσικά, δεν υπάρχει κάποιο ντοκουμέντο που να το αποδεικνύει, είναι όμως η αλήθεια. Μια άλλη αλήθεια είναι ότι ο πατέρας μου δεν ήθελε να γίνω μουσικός. Έλεγε, αν θέλεις να σκάβεις κάθε βράδυ σαν εμένα στα κέντρα, κάνε το. Δεν το θεωρούσε διασκέδαση αυτό το πράγμα. Θεωρούσε γούρι, όμως, το να παίζει-ότι θα πάει καλά ο δίσκος που ετοίμαζε εκείνη την περίοδο, ας πούμε.

Ο πεθερός του, δηλαδή ο μπαμπάς της γυναίκας του και μητέρας μου, ήταν ο ηθοποιός Λουκάς Μυλωνάς. Αυτός πούλησε ένα μεγάλο εργοστάσιο για να ασχοληθεί με την ηθοποιία. Από τα χέρια του βγήκε ο Κωνσταντίνου, ο Χατζηχρήστος, η Μαρούδα… Καλλιτεχνικό σόι!

Αν με ρωτάτε, πιστεύω ότι δεν υπάρχει πια λαϊκό τραγούδι, σήμερα έχει γίνει εντελώς ποπ. Πιστεύω, όμως, ότι στον πατέρα μου μπορεί να άρεσε περισσότερο από αυτά που έγραφε τότε εκείνος…».

 

➸ Για την σύνταξη του θέματος, χρησιμοποιήθηκαν ως πηγή και πληροφορίες από τον αδελφό του συνθέτη,τον Γιώργο Μαρκέα.Το φωτογραφικό υλικό ανήκει στο αρχείο της οικογένειας Μαρκέα που μας παραχώρησε ευγενικά η Κλεοπάτρα Γεραλή.