Μετά τη δουλειά που τελειώνει αργά, μετά τα πρώτα ποτά κάπου αλλού, απευθείας από το σπίτι που δεν σε χωράει άλλο, ώρα 3 το χάραμα, τα άφτερ μαγαζιά είναι καταδικασμένα να υποδέχονται ανθρώπους με ενεργειακό φορτίο απρόβλεπτο. Το άφτερ το παντρεύεσαι, εκεί κλείνεις τη νύχτα σου που γίνεται πρωί, εκεί οι αναστολές χαλαρώνουν, ξανοίγεσαι. Έτσι, το άφτερ γίνεται ψηφίδα της δικής σου, ολόδικής σου saga, λες «οι νύχτες μου», λες «όταν ήμουν φοιτητής» και κάτι απροσδιόριστο ανατριχιάζει. Είναι η πατίνα του χρόνου που κάνει τα πράγματα να φαντάζουν μαγικά ή, ενίοτε, cult. Είναι η ανάγκη μας για έστω κάποιες, ελάχιστες σταθερές. Και μες στην κοκτεϊλοποίηση των μπαρ που σκοτώνουν την καύλα της νύχτας στους «φρέσκους πουρέδες» και στο «industrial design» που ξεπατίκωσαν από κάπου πρόχειρα, τα άφτερ κρατάνε χαρακτήρα και αγκαλιάζουν σα μάνες, σα χωνευτήρια όλους τους πιστούς τους, ακόμα και εκείνες, εκείνους που τα επισκέπτονται μια στο τόσο. Έχουν το χάρισμα να σε κάνουν να τα νιώθεις στέκια σου, σχεδόν από την πρώτη στιγμή.

Θυμάμαι το Ποδήλατο στα Εξάρχεια, που αν είχε ανθρώπινες πλάτες και ώμους θα είχε λυγίσει από βάρος των ιστοριών πάνω και γύρω από την θρυλική του μπάρα. Αλλά, θα μου πεις, στο Ποδήλατο στα Εξάρχεια δεν υπάρχει περίπτωση να ακούσεις Βίκυ Μοσχολιού και είμαστε πολλοί εμείς που θέλουμε να πιούμε το ποτό μας και να ακούσουμε ελληνικά, όχι παιγμένα ζωντανά από τις άξιες κομπανίες της πόλης μας, αλλά από τα decks και σε ανεβασμένα ντεσιμπέλ, να μπορούμε να τραγουδάμε μαζί τους κι εμείς δυνατά, να μιλάμε παράλληλα, να αναφωνούμε «ωωωω, τι έβαλε τώρα!» και να κερνάμε γύρες σφηνάκια τους δικούς μας. Βίκυ Μοσχολιού, λοιπόν, αλλά και κορυφαίες επιλογές τραγουδιών από τις δεκαετίες του 50, του 60, του 70 και του 80-από αριστουργήματα μέχρι καλτίλες- ακούς στα ελληνικά άφτερ της πόλης, αυτά που αγαπούν χιλιάδες άνθρωποι κι έτσι τους έχουν καταθέσει μεροκάματα, ψυχές, εξομολογήσεις και στιγμιαία πάθη, που αναβοσβήνουν σαν σπίρτα και καίνε σωτήρια.

Θα ήθελα να αφιερώσω το ρεπορτάζ αυτό στον Αρχάγγελο, που έχασε τον αρχάγγελό του Σωτήρη  Λαφαζάνη πρόσφατα, βυθίζοντάς μας σε πένθος, αλλά πρόκειται σύντομα να ανοίξει πάλι τις πόρτες του για να αγκαλιάσει με τις φτερούγες του τους αγαπημένους του φίλους και φίλες.

Φωτ.: Αλέξανδρος Μάντουκας / Olafaq

Στον Άγιο για θεία κοινωνία

Το πιο καθωσπρέπει ελληνικό άφτερ, για να τιμήσει και την τοποθεσία του, βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού μεταξύ Εξαρχείων και Κολωνακίου (Διδότου και Ιπποκράτους γωνία). Οι τρεις ιδιοκτήτες του, ο Άλκης, ο Γιάννης (με εμπειρία από το ραδιόφωνο και τις δισκογραφικές) και η Αλεξάνδρα διαθέτουν αξιοσέβαστα γαλόνια από το μπαρ Ιπποπόταμος, αλλά όταν το έκλειναν, άλλαζαν τις ροκιές με Μπέλλου και αυτό τους ενέπνευσε να στήσουν ένα μαγαζί με ελληνικά τραγούδια και πιο ανεπιτήδευτο ακόμα vibe.

Το παλιό νεοκλασικό με το αριστοτεχνικό ταβάνι που έμεινε απείραχτο, τιγκάρει μετά τις 3 και έχει εικονίσματά του παλιά εξώφυλλα δίσκων που κοσμούν ιδανικά τους μπλε τοίχους. Το ξύλινο πάτωμα αντέχει το βάρος πολλών ανήσυχων ποδιών που είτε στέκονται με το ποτό στο χέρι, είτε χορεύουν. Οι dj εναλλάσσονται, εμείς πετύχαμε την Βάσια που έπαιξε και το Καράβι του Ζαμπέτα. Η φωνή της Μπέμπας Μπλανς πλανήθηκε γύρω από τα τρία φωτιστικά που κρέμονται πάνω από το μπαρ με τον επικό στίχο της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου «Να σου δώσω μια να σπάσεις» και στάθηκε, αόρατη, μπροστά στους μεγάλους καθρέφτες στρατηγικά τοποθετημένους στο μαγαζί.

Φωτ.: Αλέξανδρος Μάντουκας / Olafaq

«Ο κόσμος έχει ανάγκη τον κόσμο», μου λέει η Αλεξάνδρα με το άνω χείλος της ίδιο με αυτό της Μπάρμπρα Στρέιζαντ, που κάνει και μπαρ Παρασκευές και Σάββατα, και παραδέχεται ότι η ελληνική μουσική ευνοεί την εκδήλωση της καψούρας: φασώματα, φλερτ, ερωτικές φλασιές λαμβάνουν χώρα σε κάθε γωνιά του Αγίου από τότε που άνοιξε, το 2017. «Αυτοί που ήταν εδώ, είναι εδώ και τώρα, παρά τις καραντίνες και την πανδημία.»

Στο μεταξύ, παίζει Νταλάρας, «όλοι έχουμε γραμμένο, που το λέμε πεπρωμένο». Κι η νύχτα τραβά τον δρόμο της.

Άγιος, Διδότου 31Α, τηλ. 210-364.7968

Φωτ.: Αλέξανδρος Μάντουκας / Olafaq

Στον Ίμερο για να ξεδώσουμε αριστοκρατικά

Αν δεν ήταν μπαρ θα μπορούσε να είναι μια αντικερί ή το σπίτι μιας πανέμορφης μάγισσας, με όλες αυτές τις λεπτομέρειες, τα κρυστάλλινα σκεύη μες στις επιτοίχιες προθήκες, τα παλιά μπουκάλια, τις πέτρινες και τις ξύλινες λεπτομέρειες που γλυκοφωτίζονται σε απόχρωση κίτρινη, όμοια με αυτή της Αθήνας. Ο Ίμερος βρίσκεται στην συμβολή Πατησίων και Αλεξάνδρας, θέση στρατηγική, απέναντι από το Πεδίο του Άρεως και μαζεύει κόσμο από τα πέρατα της πόλης. Με ετυμολογική καταγωγή από το ρήμα «ιμείρω» που σημαίνει ποθώ σφόδρα, στην ελληνική μυθολογία ο Ίμερος είναι ένας «μικρός θεός», ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, όπως ο Πόθος και η Πειθώ. Με άλλα λόγια, η προσωποποίηση του ερωτικού πόθου. Ο Ησίοδος στη «Θεογονία» του τον μνημονεύει ως αδελφό του Έρωτα και του Αντέρωτα, και γιο της Αφροδίτης και του θεού Άρη. 

Το αγαπημένο μου σημείο στο μαγαζί, είναι η τραπεζαρία στο πίσω σαλονάκι, με τον φαλλό ενός κατάγυμνου άντρα, αιώνιου μες στον πίνακά του, να φωτίζεται διακριτικά από το γερμένο αμπαζούρ και τα παλιά μασίφ έπιπλα τριγύρω. Σε κάθετη προς την μπάρα διάταξη, μια ξύλινη επιφάνεια, συγκεντρώνει αγοροπαρέες, κοριτσοπαρέες και μιξ, ενώ δεν υπάρχει περίπτωση να μην πετύχεις μουσικούς με τα όργανα να ξεκουράζονται, πια, μες στις θήκες τους. Μετά το λάιβ τους, κάπου στην Αθήνα, έρχονται να χαλαρώσουν στον Ίμερο. Μπορεί να έπαιζαν ροκ ή τζαζ μέχρι και πριν λίγο, αλλά τώρα ακούν Βιτάλη, Μακεδόνα και Μπάση στην διαπασών.

Φωτ.: Αλέξανδρος Μάντουκας / Olafaq

Καμιά φορά, ανοίγουν μπουκάλια και κάποιοι μεθούν. Χέρια κοιτούν τον ουρανό, λικνίζονται, λες, δεν μπορεί, θα βρίσκομαι σε άλλη δεκαετία. Ύστερα, όμως, βλέπεις κινητά να παίρνουν Insta stories, να απαθανατίζουν κομμάτι της χαράς να ξεδίνεις μόνος ή με τους φίλους σου. Νεαρόκοσμος, αλλά και πιο μεγάλοι σε ηλικία γίνονται ένα και οι σερβιτόρες κάνουν σλάλομ για να τους εξυπηρετήσουν. Η Μαριλένα πίσω από το μπαρ δεν σταματά να γεμίζει ποτήρια με πάγο και αλκοόλ, δίπλα στον συνιδιοκτήτη Λάζαρο που επιτελεί και χρέη dj. Οι δέκα μικροί καθρέφτες, αριστερά της εισόδου, αποτελούν, επί της ουσίας, κινούμενα κάδρα, γράφουν τις τσούγκρες, τα γλωσσόφιλα, την άκρως ποιητική κάπνα από τα τσιγάρα, ακόμα και τις όποιες μικροπαρεξηγήσεις συμβαίνουν όταν οι ώρες μικραίνουν. Εδώ, παίζουν και πιο σύγχρονα λαϊκά και έντεχνα τραγούδια από την δεκαετία του ‘90: Τσανακλίδου, Κραουνάκης και τα συναφή.

Ίμερος, Λ. Αλεξάνδρας 2, τηλ. 210-822.4104

Φωτ.: Αλέξανδρος Μάντουκας / Olafaq

Στον Μπάτμαν για αγκαλιές και σοβαρές κουβέντες

Εδώ το πράγμα σοβαρεύει. Μιλάμε για 32 χρόνια ιστορία. Και χώρια από αυτή του μαγαζιού, κουβαλά σπουδαίο φορτίο και ο ιδιοκτήτης Γιώργος Νάσιος, γιος ενός φούρναρη και μιας μοδίστρας, αναθρεμμένος στα Πετράλωνα και λάτρης του ρεμπέτικου. Έχουν γραφτεί πάμπολλα για τον μύστη Νάσιο και τις ιστορίες του που γενναιόδωρα μοιράζει σε εκείνες και εκείνους που θέλουν να ακούσουν. Ιστορίες για Ιορδάνη Τσομίδη, Ξηντάρη, πάλκα όπου έχει τραγουδήσει, ταινίες που έχει δει, θαμώνες που έχει κοινωνήσει με ουίσκια και μπίρες – σελίδες ολόκληρες, ψηφιακές και μη, δεν αρκούν για να χωρέσουν τα ωραία του Γιώργου που η μισή Αθήνα αποκαλεί, πλέον, Μπάτμαν.

Ο Μπάτμαν είναι ένα μαγαζί-αγκαλιά, στενό και ζεστό. Μια πολύχρωμη σημαία της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας δεσπόζει στο πάνω μέρος της εισόδου και κάνει παρέα στα άλλα εμβλήματα: την μαύρη πειρατική σημαία (γιατί όσοι τη νύχτα ναυαγούν, γίνονται πειρατές και ταξιδεύουν), τα κάδρα με Τσιτσάνη και Ζαμπέτα, μεμοραμπίλια από την ΕΚΟΝ-Ρήγας Φεραίος και, φυσικά, τον τεράστιο καθρέφτη που διπλασιάζει την αίσθηση του χώρου και καθρεφτίζει τα ήρεμα φώτα και την ανήσυχη μπάρα του μαγαζιού. Από το μικρό «θεωρείο» στον πάνω όροφο, έξω από την τουαλέτα, τα κεφάλια των δεκάδων θαμώνων που συνωστίζονται φτιάχνουν μια αντιπροσωπευτική εικόνα της Αθήνας τη νύχτα. Μια τέτοια εικόνα θα ήθελα να δω κάποια στιγμή στο Ελευθέριος Βενιζέλος, να ξέρουν κι οι τουρίστες ότι η πόλη μας δεν είναι, ρε γαμώτο, μόνο η Ακρόπολη, η Πλάκα και το Θησείο, είναι κι αυτό το μαγαζί-μνημείο ζωντανό, χωρίς ταμπέλα, κάπου χωμένο σε μια γειτονιά άμαθη στα πολλά ντεσιμπέλ και τις διασκεδάσεις.

Φωτ.: Αλέξανδρος Μάντουκας / Olafaq

 Η διπλή πόρτα εξασφαλίζει τον σεβασμό σε αυτήν την γειτονιά και λειτουργεί προστατευτικά στους ξέφρενους θαμώνες που μες στο μαγαζί λειτουργούν ελεύθεροι, αλλά έξω ησυχάζουν και αποχωρούν-τρεκλίζοντας ή μη- για τα κρεβάτια τους όταν με το καλό ξημερώνει. Ο Δημήτρης Χατζηδημητρίου που θα πετύχετε στα decks, όταν δεν παίζει ο Νάσιος, είναι και εξαιρετικός μουσικός, οπότε γνωρίζει καλά πώς να σας βάλει στην μαγεία. Παίζει με σιντιέρα, έχει άφθονο υλικό στα χέρια του και θα ακούσετε από Καλατζή μέχρι Πουλόπουλο, Αλεξίου και Κούκα. 

Μεσοπέλαγα της νύχτας, διάσημοι ηθοποιοί, πολιτικοί, δικηγόροι, τραγουδίστριες, δημοσιογράφοι και σερβιτόροι μαγαζιών γίνονται ένα και απογειώνονται. Όποιος δεν έχει περάσει έστω μια νύχτα στον Μπάτμαν, χάνει. 

Μπάτμαν, Βρεσθένης 40, Νέος Κόσμος, τηλ. 210-924.1585