Η ιστορία των ψυχεδελικών και της επιστήμης που συνδέθηκε μαζί τους είναι πλούσια και πολυεπίπεδη ενώ ξεκινά πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι οι περισσότεροι έχουν στο μυαλό τους – τα 60s φυσικά. Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι ανθρωπολόγοι Margaret Mead και Gregory Bateson άρχισαν να εξερευνούν τις μεταβαλλόμενες καταστάσεις συνείδησης. Το έργο τους, που περιγράφεται λεπτομερώς στο βιβλίο του Benjamin Breen “Tripping on Utopia: Margaret Mead, the Cold War, and the Troubled Birth of Psychedelic Science”, παρουσιάζει το ουτοπικό τους όραμα. Η Mead και ο Bateson, και οι δύο εξέχουσες προσωπικότητες της ανθρωπολογίας, πίστευαν ότι τα ψυχεδελικά θα μπορούσαν να ξεκλειδώσουν νέες πνευματικές δυνατότητες, ακόμη και να κατευθύνουν την κοινωνία προς ένα πιο επιστημονικό και φωτεινό -ψυχεδελικό ενδεχομένως- μέλλον.

«Η Margaret Mead και ο Gregory Bateson ενηλικιώθηκαν σε μια εποχή τεράστιων αλλαγών, στον απόηχο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά επίσης, ήταν μια περίοδος ραγδαίας τεχνολογικής επιτάχυνσης. Αυτή είναι η αρχή πολλών πραγμάτων που θεωρούμε σήμερα δεδομένα – για παράδειγμα, το ραδιόφωνο ή το αυτοκίνητο, οι απαρχές της Εποχής της Πληροφορίας», είχε δηλώσει ο Benjamin Breen στο NPR. «Και έτσι είδαν την επιστήμη ως κάτι που ήταν υπεύθυνο για κάποια από τα κακά πράγματα στον κόσμο που προσπαθούσαν να θεραπεύσουν, αλλά και ως κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει εργαλείο για τη διόρθωση του κόσμου ή τη θεραπεία μιας άρρωστης κοινωνίας, όπως άρεσε να λέει μερικές φορές η Margaret Mead».

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Margaret Mead και Gregory Bateson συμμετείχαν σε προγράμματα που προσπαθούσαν να αξιοποιήσουν την ύπνωση και τις ναρκωτικές ουσίες που αλλοιώνουν το ανθρώπινο μυαλό κατά των φασιστικών καθεστώτων. Αυτός ο πρώιμος πειραματισμός έθεσε τις βάσεις για τα πιο διαβόητα πειράματα της CIA στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, τα οποία διερευνούσαν τη χρήση ψυχεδελικών ουσιών για τον έλεγχο του νου και τον ψυχολογικό πόλεμο. Αυτές οι προσπάθειες, αν και αμφιλεγόμενες, έθεσαν τις βάσεις για την επαναστατική αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1960, η οποία έκανε δημοφιλείς ουσίες όπως το LSD, η μεσκαλίνη και τα μανιτάρια ψιλοκυβίνης.

Margaret Mead και Gregory Bateson, 1938

Ένας λοιπόν από τους πιο εκκεντρικούς δρόμους στην ιστορία της ψυχεδελικής έρευνας, όπως αναφέρει το SYFY, περιλαμβάνει πειράματα που χρηματοδοτήθηκαν από τη NASA για την επικοινωνία με δελφίνια. Ο νευροεπιστήμονας John C. Lilly, εμπνευσμένος από το προηγούμενο έργο των Mead και Bateson, ξεκίνησε μια σειρά μελετών στη δεκαετία του 1960 για να διαπιστώσει αν τα δελφίνια μπορούσαν να διδαχθούν να μιλούν αγγλικά. Ο Lilly, γνωστός για τις αντισυμβατικές μεθόδους του, πειραματίστηκε ακόμη και με τη χορήγηση LSD σε δελφίνια, παρατηρώντας ότι τα δελφίνια γίνονταν σημαντικά πιο ομιλητικά, κατά 70%, όταν βρίσκονταν υπό την επήρεια του. Ισχυρίστηκε ότι οι συνεδρίες αυτές αποκάλυψαν μια αυξημένη τάση για επικοινωνία, αν και η πραγματική επιστημονική αξία αυτών των ευρημάτων παραμένει αμφισβητήσιμη.

Η αναζήτηση της επικοινωνίας μεταξύ των ειδών προσέλκυσε την προσοχή όχι μόνο της επιστημονικής κοινότητας αλλά και της ποπ κουλτούρας. Σε μια αξιομνημόνευτη περίπτωση, ένα δελφίνι που συμμετείχε στα πειράματα του Lilly εμφανίστηκε ακόμη και στην τηλεοπτική σειρά “Flipper” του NBC – το πρώτο επεισόδιο της μεταδόθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1964, ενώ το 88ό και τελευταίο επεισόδιο προβλήθηκε στις 15 Απριλίου του 1967. Το έργο του Lilly, αν και επικρίθηκε για τις ηθικές και μεθοδολογικές του ελλείψεις, συνέβαλε στην ευρύτερη κατανόηση της νοημοσύνης των δελφινιών και των πολύπλοκων κοινωνικών συμπεριφορών τους.

Ένα από τα βασική μέλη της ερευνητικής ομάδας του John C. Lilly ήταν η Margaret Howe Lovatt, η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στην προσπάθεια επικοινωνίας με τα δελφίνια. Η Lovatt, όταν διένυε τα πρώτα χρόνια της δεύτερης δεκαετίας της ζωής της, μετακόμισε στο Dolphin House, μια ερευνητική εγκατάσταση στις Παρθένες Νήσους, για να ζήσει με ένα δελφίνι που ονομαζόταν Peter. Αυτή η αντισυμβατική συνθήκη είχε ως στόχο να εμβαθύνει το δεσμό μεταξύ ανθρώπου και δελφινιού, διευκολύνοντας έτσι τις προσπάθειές της για μια πιο αποτελεσματική επικοινωνία. Παρά την έλλειψη επίσημης επιστημονικής κατάρτισης, η αφοσίωση και η μοναδική προσέγγιση της Lovatt παρείχαν πολύτιμες γνώσεις, αν και οι μέθοδοί της, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης των σεξουαλικών ορμών του Peter με τη συμμετοχή της ίδιας στην διαδικασία ικανοποίησής του, προκάλεσαν σημαντική διαμάχη.

Η Margaret Howe Lovatt και ο Peter

«Ήταν απλώς μέρος αυτού που συνέβαινε, σαν μια φαγούρα – απλά ξεφορτώσου την, ξύσε την και προχώρα. Και έτσι φαινόταν να λειτουργεί. Δεν ήταν προσωπικό. Ο κόσμος μπορούσε να το παρατηρήσει», δήλωσε η Lovatt στον The Guardian το 2014. «Δεν ήταν σεξουαλικό από την πλευρά μου. Αισθησιακό ίσως. Μου φάνηκε ότι αυτό έκανε τον δεσμό πιο στενό. Όχι εξαιτίας της σεξουαλικής δραστηριότητας, αλλά επειδή δε δίστασα. Και ήταν πραγματικά το μόνο αυτό που ήταν. Ήμουν εκεί για να γνωρίσω τον Peter. Αυτό ήταν μέρος του Peter».

Τελικά, το φιλόδοξο σχέδιο απέτυχε να επιτύχει τον στόχο του, δηλαδή να μάθει στα δελφίνια να μιλούν, και η χρηματοδότηση της έρευνας σταμάτησε. Όταν τα δελφίνια μεταφέρθηκαν σε μια άλλη εγκατάσταση, ο Peter βρήκε τραγικό θάνατο, προφανώς από αυτοκτονία – μια έντονη υπενθύμιση της συναισθηματικής πολυπλοκότητας και του βάθους αυτών των θαλάσσιων θηλαστικών. Αυτό το κεφάλαιο της ψυχεδελικής επιστήμης, αν και γεμάτο με παράξενα και τραγικά στοιχεία, ανέδειξε τη δυνατότητα για βαθιές συνδέσεις μεταξύ ανθρώπων και ζώων και έδωσε ώθηση στο συνεχιζόμενο ενδιαφέρον για τη νόηση των δελφινιών αλλά και τη χρήση των ψυχεδελικών.

Προχωρώντας στο σήμερα, το τοπίο της ψυχεδελικής έρευνας έχει μεταμορφωθεί δραματικά. Σύγχρονες μελέτες, όπως έχουμε αναφέρει και στο παρελθόν, σε ιδρύματα όπως το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, των οποίων ηγήθηκε ο Roland Griffiths, και το Imperial College του Λονδίνου μας έχουν παραδόσει ισχυρές αποδείξεις για τις θεραπευτικές δυνατότητες των ψυχεδελικών. Η ψιλοκυβίνη, δηλαδή η δραστική ένωση των  λεγόμενων «μαγικών μανιταριών», έχει αποδείξει ότι υπόσχεται τη θεραπεία μιας σειράς ψυχικών παθήσεων, όπως η κατάθλιψη, το άγχος και το PTSD (διαταραχή μετατραυματικού στρες). Οι μελέτες αυτές δείχνουν ότι ακόμη και μία μόνο συνεδρία θεραπείας με ψυλοκυβίνη μπορεί να αποφέρει ταχείες και διαρκείς βελτιώσεις, σε αντίθεση με τα αργά και συχνά αναξιόπιστα αποτελέσματα των συμβατικών αντικαταθλιπτικών.

Τα ψυχεδελικά δεν ανήκουν πλέον μόνο στη λήθη των κινημάτων της αντικουλτούρας και της υποκουλτούρας ή των περιθωριακών επιστημονικών πειραμάτων, αλλά βρίσκονται πλέον στην πρώτη γραμμή μιας νέας εποχής στη θεραπεία της ψυχικής υγείας. Αυτή η αναγέννηση όχι μόνο αναδιαμορφώνει την κατανόησή μας για τις ψυχοδραστικές ουσίες αλλά μας υπενθυμίζει και το οραματικό πνεύμα των πρωτοπόρων που ασχολήθηκαν μαζί τους, όπως οι Mead, Bateson και Lilly. Η διαρκής ανθρώπινη αναζήτηση για τη διερεύνηση των ορίων της συνείδησης και το ξεκλείδωμα νέων δρόμων προς τη θεραπεία και την κατανόηση του Σύμπαντος -ευτυχώς- δε σταμάτησε στην τελευταία συναυλία των Grateful Dead και τον θάνατο του Timothy Leary.