Πόσες φορές βγαίνεις από μια κινηματογραφική αίθουσα και λες από μέσα σου «επιτέλους, είδα ένα φιλμ που θα μου μείνει»;
Προσοχή: όχι απαραίτητα «καλό», «μέτριο» ή «κακό» (που έγκειται στην αντικειμενικότητα της υποκειμενικότητας του καθενός από εμάς), αλλά κάτι πραγματικά φρέσκο και καινούργιο που, χωρίς να είναι απαραίτητο ότι επανεφευρίσκει δα και τον σινεφίλ τροχό, εντούτοις σού μένει στη μνήμη και πιθανώς να το «κουβαλάς» μαζί σου μέσα στα επόμενα χρόνια.
Είναι, δηλαδή, ταυτόχρονα, αξέχαστο αλλά και αξιομνημόνευτο.
Κάτι που θεωρώ ότι έγκειται ξεκάθαρα – και αντίστροφα ως προς την αξιολογική «ποιοτικοποίηση» της ταινίας – στην υποκειμενικότητα της αντικειμενικότητας του καθενός από εμάς.
Ναι, κάποιες ταινίες σού μένουν χαραγμένες στο κινηματογραφικό σου θυμικό, άσχετα αν είναι καλές, μέτριες ή κακές, δεν είμαστε και ο Ρότζερ Έμπερτ να κάνουμε two thumbs up εδώ.
Προσωπικά, το έχω πάθει με άπειρες ξένες ταινίες (από την «Ευτυχία» του Τοντ Σόλοντζ μέχρι το «Μανόλια» του Πολ Τόμας Αντερσον και από το «Συνήθεις Υποπτοι» του Μπράιαν Σίνγκερ μέχρι το «Heat» του Μάικλ Μαν), αλλά με ελάχιστες ελληνικές.
Το έπαθα με το «Από την Ακρη της Πόλης» του Γιάνναρη, το έπαθα με το «Hardcore» του Ντένη Ηλιάδη, το έπαθα με το «Σπιρτόκουτο» του Οικονομίδη, το έπαθα με την «Στρέλλα» του Κούτρα.
Και, εσχάτως, μού συνέβη το ίδιο με τα «Μπάσταρδα» του Νίκου Πάστρα (τα οποία παίζονται στις αίθουσες από τις 24 Μάη).
Τα οποία χαρακτηρίστηκαν από τους εγχώριους κινηματογραφικούς κριτικούς ως «ο Γκασπάρ Νοέ συναντάει το Euphoria και μαζί φτιάχνουν μια Γλυκιά Συμμορία».
Το οποίο, ως σινεφίλ σχολιασμός είναι μεν ακριβής, αλλά είναι μόνο η μισή αλήθεια.
Γιατί το σινεμά του Νίκου Πάστρα δεν κρύβεται, όπως δεν κρύβονται και οι επιρροές του, όπως δεν κρύβεται και η κάμερά του. «Βγαίνει» μπροστά και μιλάει απευθείας στον θεατή με την γενναιότητα και το θάρρος ενός αυτόπτη και αυτήκοου μάρτυρα.
Είναι αυτό που λέμε «γενναίο» σινεμά: ένα σινεμά που μιλάει μια γλώσσα σύγχρονη και όχι παρωχημένη, ένα σινεμά που, με την γενικότερη αισθητική αλλά και το σενάριό του, κάνει υποδόριες και υποσυνείδητες τομές και, κυρίως και πρωτίστως, ένα σινεμά, ο δημιουργός του οποίου όχι απλά είναι ερωτευμένος με τους πρωταγωνιστές του, αλλά τούς συμπεριφέρεται, διαμέσου του φακού και των πλάνων του, με μια τρυφερότητα και μια αγάπη που είχαμε χρόνια να δούμε από έναν σκηνοθέτη.
Ναι, ο Νοέ είναι μια από τις επιρροές του Πάστρα. Αλλά στο σινεμά του Νίκου υπάρχουν και κινούνται εξίσου το σινεμά του Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, του Κεν Ράσελ, του Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν, του Κένεθ Ανγκερ.
Nαι, η «Γλυκιά Συμμορία» είναι μια προφανής αναφορά – κάτι που φαίνεται (και δεν κρύβεται καν, παρόλο που ο Νίκος κατηγορήθηκε από διάφορους όψιμους σινεκριτικούς μέχρι και γι’ αυτό, ότι δηλαδή «ξεσήκωσε» το Νικολαϊδη, λες και το αρνήθηκε ποτέ του ή πρέπει να είναι υπόλογος γι’ αυτό) από αυτόνομες σκηνές μέχρι το ίδιο του soundtrack.
Αλλά στο σινεμά του Νίκου υπάρχει αυτός ο βίαιος και ωμός «διάλογος» της κοινωνίας με τους εφήβους της, όπως υπήρχε στο σινεμά του Γιάνναρη, η τεχνικολόρ χρωματική παλέτα της «Στρέλλας» και ο αδυσώπητος και ρεαλιστικός κυνισμός του οικονομίδειου κινηματογραφικού σύμπαντος.
Και όλες αυτές είναι απολύτως αφομοιωμένες, ως επιρροές, από τον Πάστρα, έναν καλλιτέχνη (ο ίδιος υπήρξε μοντέρ και γραφίστας) και σκηνοθέτη στον οποίο ενδεχομένως, αν γνωρίζεις καλά από σινεμά, μπορείς να του προσάψεις διάφορα μικρά «ατοπήματα» και παραλείψεις, τεχνικής και μη φύσεως (μιλάμε, άλλωστε, για το μεγάλου μήκους κινηματογραφικό ντεμπούτο του Νίκου), αλλά σίγουρα θα του αναγνωρίσεις δυο πράγματα, τα οποία είναι τρόπον τινά αλληλένδετα.
Ότι, όπως προείπαμε, τα κίνητρα και οι κινηματογραφικές προθέσεις του είναι απολύτως αγνές και άδολες (όπως φαίνεται από την τρυφερότητα με την οποία περιβάλλει, σε επίπεδο κινηματογράφησης, τους πρωταγωνιστές του), ενώ οι προθέσεις αυτές αυτοστιγμεί δημιουργούν μια συνθήκη ικανή ώστε να πούμε ότι ο Νίκος Πάστρας διαθέτει εξαρχής και κατόπιν εξυπηρετεί μέχρι τελευταίας ρανίδας ένα συγκεκριμένο όραμα.
Τόσο το προσωπικό του, όσο και των (αντι)ηρώων του.
«Ανέκαθεν με τραβούσε και με έλκυε το θέμα της νεότητας σαν μια περίοδος της ζωής του ανθρώπου που είναι όλα πολύ έντονα, όλα είναι πολύ “κόντρα”, οι διαθέσεις αλλάζουν συνέχεια, είναι καλές και κακές. Είναι αυτή η άγρια εφηβεία που με ιντριγκάρει αλλά και το ερώτημα το πώς αυτή μπορεί να διατηρηθεί και στην ενήλικη ζωή μας», μού λέει ο Νίκος που κάθεται απέναντί μου, σε μια καφετέρια στα Εξάρχεια.
«Στην εφηβεία βλέπεις και παρατηρείς και βιώνεις τρομερά έντονες ψυχικές διακυμάνσεις. Και συχνά και επαναστάσεις χωρίς αιτία. Αυτό ακριβώς είναι το χαρακτηριστικό της εφηβείας. Και οι χαρακτήρες στην ταινία μου επαναστατούν κοινωνικά και πολιτικά χωρίς να κάνουν απαραίτητα πολιτική επανάσταση ή να θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο. Θέλουν όμως να αλλάξουν τον κόσμο τους, το δικό τους σύμπαν. Τα παιδιά αυτά είναι όντως στο κόσμο τους», προσθέτει και συνεχίζει:
«Και αυτή ακριβώς είναι η κεντρική ιδέα γύρω από τα “Μπάσταρδα”: η απάρνηση της ενήλικης ζωής για χάρη της αιώνιας εφηβείας. Γι’ αυτό και είναι μπάσταρδα, γιατί απορρίπτουν τους γονείς τους και μένουν μόνα τους, απορρίπτοντας όλην αυτήν την γονική και μεγαλίστικη κατάσταση και φάση. Αυτό που κατάλαβα περνώντας πολύ χρόνο με αυτά τα παιδιά είναι ότι η γενιά αυτή, των σημερινών Gen. Z’ers, είναι πραγματικά “στα κάγκελα”».
Ο Νίκος μού ξεκαθαρίζει πάντως ορθά κοφτά ότι «δεν ξεκίνησα να κανω μια ταινία για την Gen. Z. Ούτε θέλω η ταινία μου να ταυτιστεί με την γενιά αυτή ή τις θεματικές που απασχολούν αυτή τη γενιά».
Μου το λέει αυτό παρόλο που γνωρίζει καλά ότι, όταν οι ηθοποιοί σου είναι, ηλικιακά, μια γενιά πιο κάτω από σένα, είτε εσύ, ως Πάστρας, πρέπει να «κατέβεις» λίγο, είτε αυτοί πρέπει να «ανέβουν», προκειμένου τα δυο εμπλεκόμενα μέρη να «συνομιλήσουν» καλά και να υπάρξει ένας υγιής διάλογος μεταξύ τους.
«Τα παιδιά αυτά ήταν εξαρχής φίλοι μου και με εμπιστεύτηκαν. Ήταν από την αρχή ένα πολύ ισότιμο πράγμα μεταξύ μας, δεν με είδαν ποτέ ως μεγαλύτερο και ούτε και εγώ τους πούλησα το παραμύθι του “κοίτα να δεις τι εχω κάνει ή ζήσει εγώ τώρα”. Τέτοια δεν “έπαιξαν”, όχι», μού υπερτονίζει και μού δίνει ένα παράδειγμα αγαστής συνεργασίας:
«Με τα παιδιά φτιάξαμε όλοι μαζί τους χαρακτήρες της ταινίας, γι’ αυτό και ο αυτοσχεδιασμός ήταν πολύ έντονος. Π.χ. ο Μάριο που παίζει στην ταινία δεν είναι μεν ο ίδιος που παίζει στην ταινία, αλλά ο χαρακτήρας του έχει πολλά στοιχεία από τον ίδιο το Μάριο».
Στο σινεμά του Πάστρα τί ακριβώς συμβολίζει η έννοια της οικογένειας;
«Η οικογένεια για μένα, όπως νομίζω και στο σινεμά του Λάνθιμου, συμβολίζει τις δυνάμεις καταστολής και καταπίεσης. Είναι μεν μια οικουμενική έννοια, αυτή της οικογένειας, αλλά είναι και μια άμεση κατάσταση και μια συνθήκη από την οποία πρέπει επειγόντως να φύγεις. Γι’ αυτό έβαλα αυτά τα παιδιά να φεύγουν από το σπίτι τους. Η ελληνική οικογένεια είναι σκληρή και αποπνικτική. Και όπως και στην ψυχανάλυση, όλα γυρνάνε εκεί: στην οικογένεια», μού λέει.
Αλλά αυτό θέλει να μας πει και η ταινία: ότι οι νέες εστίες οικογένειας είναι οι φιλικοί και ερωτικοί μας δεσμοί, όσες σχέσεις αποτελούν ξεκάθαρη επιλογή του καθενός μας και όχι εκείνες οι οικογενειακές σχέσεις που έτυχε να μας φυτέψουμε – και κατόπιν εμείς να φυτρώσουμε.
Ο μαγικός ρεαλισμός και η άδικη κριτική
Στην ταινία του Πάστρα υπάρχουν κάποια πλάνα που κινούνται στο όριο του φαντασιακού και του ονειρικού. Υπάρχει σε κάποιες σεκάνς των «Μπάσταρδων» ένα στοιχείο μαγικού ρεαλισμού, όπως στο «Οκτώμιση» του Φεντερίκο Φελίνι, αλλά οι μεταξύ τους σχέσεις, στο σελιλόιντ, και οι διάλογοι που προκύπτουν, κινούνται σταθερά πάνω στις ράγες του «ρεαλιστικού σήμερα».
«Κάναμε την ταινία αυτή υπό ένα καθεστώς απόλυτης ελευθερίας. Εγώ σήμερα ακούω ατάκες ότι η ταινία μου είναι… πορνό επειδή έχει γυμνές σκηνές. Αλλά η ουσία είναι ότι δεν σκεφτήκαμε ούτε εγώ, ούτε τα παιδιά το πώς θα το πάρει ή θα το εκλάβει κάποιος. Δεν είχαμε θέσει μεταξύ μας κάποια “πρέπει” και “μη”, ούτε σκεφτόμασταν το τι θα πούμε στην κάμερα. Και στον αυτοσχεδιασμό δεν γίνεται να υπάρχουν “πρέπει” γιατί αυτός στηρίζεται πάνω στην απόλυτη ελευθερία. Αν κοιτάξει κάποιος στραβά ή περίεργα έναν ηθοποιό που αυτοσχεδιάζει, μπορεί αυτός μετά να “κλειδώσει” και να κομπλάρει», επισημαίνει ο Νίκος και συμπληρώνει κάπως την σκέψη του με μια αξιωματική ρήση:
«Για να είμαι ελεύθερος όμως, πρέπει να βάλω από μόνος μου κάποιους περιορισμούς. Και στη ζωή, άλλωστε, το ίδιο ισχύει».
Του τονίζω εμφατικά την αγάπη που επιδεικνύει ο ίδιος και η κάμερά του απέναντι στους πρωταγωνιστές του και κουνάει το κεφάλι του: «Όντως νιώθω ότι είμαι μαζί τους και τους αγκαλιάζω με τρυφερότητα, αλλά και τους παρατηρώ ταυτόχρονα. Αν νιώθω ότι έχω πέτυχει κάτι με τα “Μπάσταρδα” είναι ότι φαίνεται ότι τους αγαπώ όλους τους ήρωές μου, αλλά την ίδια στιγμή παίρνω και μια μικρή απόσταση από αυτούς. Δεν είμαι φανατισμένος μαζί τους. Εντωμεταξύ, άκουσα μέχρι και σχόλια ότι τους κοροϊδεύω ή ότι είμαι επικριτικός απέναντί τους. Δεν τα καταλαβαίνω αυτά».
Τον ενοχλούν το Νίκο τα «ακραία αρνητικά σχόλια» που ακούει ή διαβάζει σε κινηματογραφικά fora όλον αυτόν τον καιρό.
Κυρίως όμως τον ενοχλούν τα προσωπικά σχόλια και οι προσωπικές επιθέσεις. «Δεν κρίνουνε το έργο αυτό καθαυτό, αλλά εμένα τον ιδιο. Είναι λίγο κατινιά όλο αυτό. Και άδικο», παρατηρεί ο ίδιος.
«Με ενοχλεί και αυτό που περνάω εγώ τώρα με τα “Μπάσταρδα”, ότι δηλαδή τα “ακούω” και από τις δυο πλευρές: και από όσους με κατηγορούν ότι δήθεν κάνω queer-baiting, αλλά και όσους, αντίστροφα, με εγκαλούν ότι δεν έχω αρκετό representation στην ταινία», τονίζει ο Νίκος.
Τα σχόλια αυτά προέρχονται φυσικά κυρίως από εκπροσώπους της Gen Z. Kαι είναι, ασφαλώς, άδικα απέναντι στον Πάστρα, ο οποίος, ωστόσο, έχει ξεκάθαρη προσωπική στάση απέναντι στους σημερινούς 25άρηδες.
«Προσωπικά, θα υποστηρίζω αυτή τη γενιά μέχρι τέλους. Οι βάσεις τους είναι στιβαρές και γερές. Αναγωρίζω πλήρως ότι επιθυμούν όντως την ισότητα και την ίση εκπροσώπηση – το πώς τα διεκδικούν αυτά που θέλουν, είναι άλλο θέμα. Το πώς τα διαχειρίζονται και το πώς τα επιβάλλουν στην εποχή τους, είτε ακυρώνοντας καταστάσεις, είτε πιέζοντας προς μια κατεύθυνση, αυτό είναι ένα άλλο θέμα συζήτησης», επισημαίνει ξεφυσώντας και συμπληρώνοντας ότι «είναι πολύ μπερδεμένα τα πράγματα σε αυτή την πραγματικά αστεία εποχή που ζούμε».
Είναι λίγο παγίδα για τον καλλιτέχνη, τον ρωτάω, όλο αυτό το περιρρέον κλίμα;
«Η ελευθερία που θέλει να μας περάσει η κοινωνία, εντέλει καταλήγει να μας φιμώνει καλλιτεχνικά έως ένα βαθμό. Αν είναι να ξεκινάω να κάνω μια ταινία και πριν ακόμη την γυρίσω, να πρέπει να συμπληρώσω όλα τα “κουτάκια” προκειμένου να εκπροσωπεί εξίσου όλους τους εμπλεκομένους, αυτό λειτουργεί ανασταλτικά στον καλλιτέχνη. Προσωπικά μιλώντας, δεν μπορώ να σκεφτώ δημιουργικά με αυτό τον τρόπο», υπερτονίζει ο Νίκος, καταλήγοντας με νόημα ότι «ελπίζω και εύχομαι η επόμενη γενιά καλλιτεχνών και κινηματογραφιστών να αφομοιώσει καλύτερα αυτήν την ισότητα».
Πόσες φορές βγαίνεις από μια κινηματογραφική αίθουσα και λες από μέσα σου «επιτέλους, είδα ένα φιλμ που θα μου μείνει»;
Προσοχή: όχι απαραίτητα «καλό», «μέτριο» ή «κακό» (που έγκειται στην αντικειμενικότητα της υποκειμενικότητας του καθενός από εμάς), αλλά κάτι πραγματικά φρέσκο και καινούργιο που, χωρίς να είναι απαραίτητο ότι επανεφευρίσκει δα και τον σινεφίλ τροχό, εντούτοις σού μένει στη μνήμη και πιθανώς να το «κουβαλάς» μαζί σου μέσα στα επόμενα χρόνια.
Είναι, δηλαδή, ταυτόχρονα, αξέχαστο αλλά και αξιομνημόνευτο.
Κάτι που θεωρώ ότι έγκειται ξεκάθαρα – και αντίστροφα ως προς την αξιολογική «ποιοτικοποίηση» της ταινίας – στην υποκειμενικότητα της αντικειμενικότητας του καθενός από εμάς.
Ναι, κάποιες ταινίες σού μένουν χαραγμένες στο κινηματογραφικό σου θυμικό, άσχετα αν είναι καλές, μέτριες ή κακές, δεν είμαστε και ο Ρότζερ Έμπερτ να κάνουμε two thumbs up εδώ.
Προσωπικά, το έχω πάθει με άπειρες ξένες ταινίες (από την «Ευτυχία» του Τοντ Σόλοντζ μέχρι το «Μανόλια» του Πολ Τόμας Αντερσον και από το «Συνήθεις Υποπτοι» του Μπράιαν Σίνγκερ μέχρι το «Heat» του Μάικλ Μαν), αλλά με ελάχιστες ελληνικές.
Το έπαθα με το «Από την Ακρη της Πόλης» του Γιάνναρη, το έπαθα με το «Hardcore» του Ντένη Ηλιάδη, το έπαθα με το «Σπιρτόκουτο» του Οικονομίδη, το έπαθα με την «Στρέλλα» του Κούτρα.
Και, εσχάτως, μού συνέβη το ίδιο με τα «Μπάσταρδα» του Νίκου Πάστρα (τα οποία παίζονται στις αίθουσες από τις 24 Μάη).
Τα οποία χαρακτηρίστηκαν από τους εγχώριους κινηματογραφικούς κριτικούς ως «ο Γκασπάρ Νοέ συναντάει το Euphoria και μαζί φτιάχνουν μια Γλυκιά Συμμορία».
Το οποίο, ως σινεφίλ σχολιασμός είναι μεν ακριβής, αλλά είναι μόνο η μισή αλήθεια.
Γιατί το σινεμά του Νίκου Πάστρα δεν κρύβεται, όπως δεν κρύβονται και οι επιρροές του, όπως δεν κρύβεται και η κάμερά του. «Βγαίνει» μπροστά και μιλάει απευθείας στον θεατή με την γενναιότητα και το θάρρος ενός αυτόπτη και αυτήκοου μάρτυρα.
Είναι αυτό που λέμε «γενναίο» σινεμά: ένα σινεμά που μιλάει μια γλώσσα σύγχρονη και όχι παρωχημένη, ένα σινεμά που, με την γενικότερη αισθητική αλλά και το σενάριό του, κάνει υποδόριες και υποσυνείδητες τομές και, κυρίως και πρωτίστως, ένα σινεμά, ο δημιουργός του οποίου όχι απλά είναι ερωτευμένος με τους πρωταγωνιστές του, αλλά τούς συμπεριφέρεται, διαμέσου του φακού και των πλάνων του, με μια τρυφερότητα και μια αγάπη που είχαμε χρόνια να δούμε από έναν σκηνοθέτη.
Ναι, ο Νοέ είναι μια από τις επιρροές του Πάστρα. Αλλά στο σινεμά του Νίκου υπάρχουν και κινούνται εξίσου το σινεμά του Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, του Κεν Ράσελ, του Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν, του Κένεθ Ανγκερ.
Nαι, η «Γλυκιά Συμμορία» είναι μια προφανής αναφορά – κάτι που φαίνεται (και δεν κρύβεται καν, παρόλο που ο Νίκος κατηγορήθηκε από διάφορους όψιμους σινεκριτικούς μέχρι και γι’ αυτό, ότι δηλαδή «ξεσήκωσε» το Νικολαϊδη, λες και το αρνήθηκε ποτέ του ή πρέπει να είναι υπόλογος γι’ αυτό) από αυτόνομες σκηνές μέχρι το ίδιο του soundtrack.
Αλλά στο σινεμά του Νίκου υπάρχει αυτός ο βίαιος και ωμός «διάλογος» της κοινωνίας με τους εφήβους της, όπως υπήρχε στο σινεμά του Γιάνναρη, η τεχνικολόρ χρωματική παλέτα της «Στρέλλας» και ο αδυσώπητος και ρεαλιστικός κυνισμός του οικονομίδειου κινηματογραφικού σύμπαντος.
Και όλες αυτές είναι απολύτως αφομοιωμένες, ως επιρροές, από τον Πάστρα, έναν καλλιτέχνη (ο ίδιος υπήρξε μοντέρ και γραφίστας) και σκηνοθέτη στον οποίο ενδεχομένως, αν γνωρίζεις καλά από σινεμά, μπορείς να του προσάψεις διάφορα μικρά «ατοπήματα» και παραλείψεις, τεχνικής και μη φύσεως (μιλάμε, άλλωστε, για το μεγάλου μήκους κινηματογραφικό ντεμπούτο του Νίκου), αλλά σίγουρα θα του αναγνωρίσεις δυο πράγματα, τα οποία είναι τρόπον τινά αλληλένδετα.
Ότι, όπως προείπαμε, τα κίνητρα και οι κινηματογραφικές προθέσεις του είναι απολύτως αγνές και άδολες (όπως φαίνεται από την τρυφερότητα με την οποία περιβάλλει, σε επίπεδο κινηματογράφησης, τους πρωταγωνιστές του), ενώ οι προθέσεις αυτές αυτοστιγμεί δημιουργούν μια συνθήκη ικανή ώστε να πούμε ότι ο Νίκος Πάστρας διαθέτει εξαρχής και κατόπιν εξυπηρετεί μέχρι τελευταίας ρανίδας ένα συγκεκριμένο όραμα.
Τόσο το προσωπικό του, όσο και των (αντι)ηρώων του.
«Ανέκαθεν με τραβούσε και με έλκυε το θέμα της νεότητας σαν μια περίοδος της ζωής του ανθρώπου που είναι όλα πολύ έντονα, όλα είναι πολύ “κόντρα”, οι διαθέσεις αλλάζουν συνέχεια, είναι καλές και κακές. Είναι αυτή η άγρια εφηβεία που με ιντριγκάρει αλλά και το ερώτημα το πώς αυτή μπορεί να διατηρηθεί και στην ενήλικη ζωή μας», μού λέει ο Νίκος που κάθεται απέναντί μου, σε μια καφετέρια στα Εξάρχεια.
«Στην εφηβεία βλέπεις και παρατηρείς και βιώνεις τρομερά έντονες ψυχικές διακυμάνσεις. Και συχνά και επαναστάσεις χωρίς αιτία. Αυτό ακριβώς είναι το χαρακτηριστικό της εφηβείας. Και οι χαρακτήρες στην ταινία μου επαναστατούν κοινωνικά και πολιτικά χωρίς να κάνουν απαραίτητα πολιτική επανάσταση ή να θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο. Θέλουν όμως να αλλάξουν τον κόσμο τους, το δικό τους σύμπαν. Τα παιδιά αυτά είναι όντως στο κόσμο τους», προσθέτει και συνεχίζει:
«Και αυτή ακριβώς είναι η κεντρική ιδέα γύρω από τα “Μπάσταρδα”: η απάρνηση της ενήλικης ζωής για χάρη της αιώνιας εφηβείας. Γι’ αυτό και είναι μπάσταρδα, γιατί απορρίπτουν τους γονείς τους και μένουν μόνα τους, απορρίπτοντας όλην αυτήν την γονική και μεγαλίστικη κατάσταση και φάση. Αυτό που κατάλαβα περνώντας πολύ χρόνο με αυτά τα παιδιά είναι ότι η γενιά αυτή, των σημερινών Gen. Z’ers, είναι πραγματικά “στα κάγκελα”».
Ο Νίκος μού ξεκαθαρίζει πάντως ορθά κοφτά ότι «δεν ξεκίνησα να κανω μια ταινία για την Gen. Z. Ούτε θέλω η ταινία μου να ταυτιστεί με την γενιά αυτή ή τις θεματικές που απασχολούν αυτή τη γενιά».
Μου το λέει αυτό παρόλο που γνωρίζει καλά ότι, όταν οι ηθοποιοί σου είναι, ηλικιακά, μια γενιά πιο κάτω από σένα, είτε εσύ, ως Πάστρας, πρέπει να «κατέβεις» λίγο, είτε αυτοί πρέπει να «ανέβουν», προκειμένου τα δυο εμπλεκόμενα μέρη να «συνομιλήσουν» καλά και να υπάρξει ένας υγιής διάλογος μεταξύ τους.
«Τα παιδιά αυτά ήταν εξαρχής φίλοι μου και με εμπιστεύτηκαν. Ήταν από την αρχή ένα πολύ ισότιμο πράγμα μεταξύ μας, δεν με είδαν ποτέ ως μεγαλύτερο και ούτε και εγώ τους πούλησα το παραμύθι του “κοίτα να δεις τι εχω κάνει ή ζήσει εγώ τώρα”. Τέτοια δεν “έπαιξαν”, όχι», μού υπερτονίζει και μού δίνει ένα παράδειγμα αγαστής συνεργασίας:
«Με τα παιδιά φτιάξαμε όλοι μαζί τους χαρακτήρες της ταινίας, γι’ αυτό και ο αυτοσχεδιασμός ήταν πολύ έντονος. Π.χ. ο Μάριο που παίζει στην ταινία δεν είναι μεν ο ίδιος που παίζει στην ταινία, αλλά ο χαρακτήρας του έχει πολλά στοιχεία από τον ίδιο το Μάριο».
Στο σινεμά του Πάστρα τί ακριβώς συμβολίζει η έννοια της οικογένειας;
«Η οικογένεια για μένα, όπως νομίζω και στο σινεμά του Λάνθιμου, συμβολίζει τις δυνάμεις καταστολής και καταπίεσης. Είναι μεν μια οικουμενική έννοια, αυτή της οικογένειας, αλλά είναι και μια άμεση κατάσταση και μια συνθήκη από την οποία πρέπει επειγόντως να φύγεις. Γι’ αυτό έβαλα αυτά τα παιδιά να φεύγουν από το σπίτι τους. Η ελληνική οικογένεια είναι σκληρή και αποπνικτική. Και όπως και στην ψυχανάλυση, όλα γυρνάνε εκεί: στην οικογένεια», μού λέει.
Αλλά αυτό θέλει να μας πει και η ταινία: ότι οι νέες εστίες οικογένειας είναι οι φιλικοί και ερωτικοί μας δεσμοί, όσες σχέσεις αποτελούν ξεκάθαρη επιλογή του καθενός μας και όχι εκείνες οι οικογενειακές σχέσεις που έτυχε να μας φυτέψουμε – και κατόπιν εμείς να φυτρώσουμε.
Ο μαγικός ρεαλισμός και η άδικη κριτική
Στην ταινία του Πάστρα υπάρχουν κάποια πλάνα που κινούνται στο όριο του φαντασιακού και του ονειρικού. Υπάρχει σε κάποιες σεκάνς των «Μπάσταρδων» ένα στοιχείο μαγικού ρεαλισμού, όπως στο «Οκτώμιση» του Φεντερίκο Φελίνι, αλλά οι μεταξύ τους σχέσεις, στο σελιλόιντ, και οι διάλογοι που προκύπτουν, κινούνται σταθερά πάνω στις ράγες του «ρεαλιστικού σήμερα».
«Κάναμε την ταινία αυτή υπό ένα καθεστώς απόλυτης ελευθερίας. Εγώ σήμερα ακούω ατάκες ότι η ταινία μου είναι… πορνό επειδή έχει γυμνές σκηνές. Αλλά η ουσία είναι ότι δεν σκεφτήκαμε ούτε εγώ, ούτε τα παιδιά το πώς θα το πάρει ή θα το εκλάβει κάποιος. Δεν είχαμε θέσει μεταξύ μας κάποια “πρέπει” και “μη”, ούτε σκεφτόμασταν το τι θα πούμε στην κάμερα. Και στον αυτοσχεδιασμό δεν γίνεται να υπάρχουν “πρέπει” γιατί αυτός στηρίζεται πάνω στην απόλυτη ελευθερία. Αν κοιτάξει κάποιος στραβά ή περίεργα έναν ηθοποιό που αυτοσχεδιάζει, μπορεί αυτός μετά να “κλειδώσει” και να κομπλάρει», επισημαίνει ο Νίκος και συμπληρώνει κάπως την σκέψη του με μια αξιωματική ρήση:
«Για να είμαι ελεύθερος όμως, πρέπει να βάλω από μόνος μου κάποιους περιορισμούς. Και στη ζωή, άλλωστε, το ίδιο ισχύει».
Του τονίζω εμφατικά την αγάπη που επιδεικνύει ο ίδιος και η κάμερά του απέναντι στους πρωταγωνιστές του και κουνάει το κεφάλι του: «Όντως νιώθω ότι είμαι μαζί τους και τους αγκαλιάζω με τρυφερότητα, αλλά και τους παρατηρώ ταυτόχρονα. Αν νιώθω ότι έχω πέτυχει κάτι με τα “Μπάσταρδα” είναι ότι φαίνεται ότι τους αγαπώ όλους τους ήρωές μου, αλλά την ίδια στιγμή παίρνω και μια μικρή απόσταση από αυτούς. Δεν είμαι φανατισμένος μαζί τους. Εντωμεταξύ, άκουσα μέχρι και σχόλια ότι τους κοροϊδεύω ή ότι είμαι επικριτικός απέναντί τους. Δεν τα καταλαβαίνω αυτά».
Τον ενοχλούν το Νίκο τα «ακραία αρνητικά σχόλια» που ακούει ή διαβάζει σε κινηματογραφικά fora όλον αυτόν τον καιρό.
Κυρίως όμως τον ενοχλούν τα προσωπικά σχόλια και οι προσωπικές επιθέσεις. «Δεν κρίνουνε το έργο αυτό καθαυτό, αλλά εμένα τον ιδιο. Είναι λίγο κατινιά όλο αυτό. Και άδικο», παρατηρεί ο ίδιος.
«Με ενοχλεί και αυτό που περνάω εγώ τώρα με τα “Μπάσταρδα”, ότι δηλαδή τα “ακούω” και από τις δυο πλευρές: και από όσους με κατηγορούν ότι δήθεν κάνω queer-baiting, αλλά και όσους, αντίστροφα, με εγκαλούν ότι δεν έχω αρκετό representation στην ταινία», τονίζει ο Νίκος.
Τα σχόλια αυτά προέρχονται φυσικά κυρίως από εκπροσώπους της Gen Z. Kαι είναι, ασφαλώς, άδικα απέναντι στον Πάστρα, ο οποίος, ωστόσο, έχει ξεκάθαρη προσωπική στάση απέναντι στους σημερινούς 25άρηδες.
«Προσωπικά, θα υποστηρίζω αυτή τη γενιά μέχρι τέλους. Οι βάσεις τους είναι στιβαρές και γερές. Αναγωρίζω πλήρως ότι επιθυμούν όντως την ισότητα και την ίση εκπροσώπηση – το πώς τα διεκδικούν αυτά που θέλουν, είναι άλλο θέμα. Το πώς τα διαχειρίζονται και το πώς τα επιβάλλουν στην εποχή τους, είτε ακυρώνοντας καταστάσεις, είτε πιέζοντας προς μια κατεύθυνση, αυτό είναι ένα άλλο θέμα συζήτησης», επισημαίνει ξεφυσώντας και συμπληρώνοντας ότι «είναι πολύ μπερδεμένα τα πράγματα σε αυτή την πραγματικά αστεία εποχή που ζούμε».
Είναι λίγο παγίδα για τον καλλιτέχνη, τον ρωτάω, όλο αυτό το περιρρέον κλίμα;
«Η ελευθερία που θέλει να μας περάσει η κοινωνία, εντέλει καταλήγει να μας φιμώνει καλλιτεχνικά έως ένα βαθμό. Αν είναι να ξεκινάω να κάνω μια ταινία και πριν ακόμη την γυρίσω, να πρέπει να συμπληρώσω όλα τα “κουτάκια” προκειμένου να εκπροσωπεί εξίσου όλους τους εμπλεκομένους, αυτό λειτουργεί ανασταλτικά στον καλλιτέχνη. Προσωπικά μιλώντας, δεν μπορώ να σκεφτώ δημιουργικά με αυτό τον τρόπο», υπερτονίζει ο Νίκος, καταλήγοντας με νόημα ότι «ελπίζω και εύχομαι η επόμενη γενιά καλλιτεχνών και κινηματογραφιστών να αφομοιώσει καλύτερα αυτήν την ισότητα».