Μία προέκταση της ζωής μας. Ένας πολλαπλασιασμός του εσωτερικού και του εξωτερικού χρόνου. Όλα αυτά τα οποία κάναμε και τα κάναμε στραβά και τώρα θέλουμε να τα διορθώσουμε και όλα αυτά που δεν κάναμε ποτέ και τώρα θέλουμε να τα κάνουμε (…) Επικίνδυνο πράγμα, πολύ επικίνδυνο…»

Αυτά έλεγε ο Νίκος Νικολαΐδης σε συνέντευξή του το 2003, όταν ο Γιάννης Σολδάτος τον ρωτούσε τι είναι ο κινηματογράφος.

Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για τον σκηνοθέτη, συγγραφέα και σεναριογράφο, παρότι η αλήθεια του ίδιου φαίνεται πως είναι πολύ πιο απλή. Ρωτούσαν για τη στάση του στην πολιτική, για το πού βρίσκεται ιδεολογικά, για τον ερωτισμό στις ταινίες του, για το πώς απεικονίζει τη γυναίκα, προσπάθησαν να κατατάξουν τη δουλειά του. Η απάντησή του αφοπλιστική: «Γράφω αυτό το οποίο είμαι. Ρουφάω πράγματα απ’ έξω, τα επεξεργάζομαι και τα ξαναδίνω. Δεν ξεκινάω ποτέ να γράψω ένα σενάριο με βάση ιδεολογίες, ιδεολογήματα ή όπως κι αν το πούμε. Γράφω αυτά τα οποία αισθάνομαι και δεν με ενδιαφέρει. Αυτά ας τα εξηγήσουν άλλοι άνθρωποι μετά. Με έχουν κατατάξει για παράδειγμα στον χώρο του περιθωριακού σινεμά, του μαύρου σινεμά, δεν τα καταλαβαίνω αυτά».

Ο Νίκος Νικολαΐδης γεννήθηκε το 1937. Έζησε στα Εξάρχεια, στην Κηφισιά, στο Πολύγωνο, στην πλατεία Βικτωρίας, στα Μελίσσια. Σπούδασε σκηνοθεσία στου Σταυράκου, σκηνογραφία στη Βακαλό, μέχρι και ζωγραφική για ένα διάστημα. Όπως έχει εξηγήσει ο ίδιος μιλώντας για την αισθητική των ταινιών του, «κατάλαβα ότι αν θέλεις να κάνεις σινεμά πρέπει να είσαι πρώτ’ απ’ όλα και λίγο ζωγράφος. Να ξέρεις από κάδρο, από ποσότητα φωτός και σκοταδιού, από ποσότητες χρωμάτων, πώς μπορείς να χρησιμοποιήσεις τα χρώματα ερμηνευτικά, τα ανήσυχα, τα ήρεμα, τα βάθη πεδίου, αυτά τα οποία μιλάνε και έρχονται και φορτίσουν τον ηθοποιό».

Οι ταινίες του Νικολαΐδη δεν τους επηρεάζουν όλους με τον ίδιο τρόπο. Κάποιοι τον αγαπούν, άλλοι τον θεωρούν cult, κάποιοι τον αγαπούν γιατί είναι cult, πολλοί τον έχουν παρεξηγήσει και άλλοι δίνουν στο έργο του τις δικές τους ερμηνείες· πράγματα που ο ίδιος δεν είχε σκεφτεί, ούτε τα καταλάβαινε.

Το κοινό και ο ίδιος προφανώς δεν έχουν τις ταινίες του στον νου τους με τον ίδιο τρόπο. Εμείς σκεφτόμαστε ”Γλυκιά συμμορία”, ”Πρωινή περίπολο”, ”Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα” και ”Ο χαμένος τα παίρνει όλα”. Εκείνος όμως αγαπά την ”Ευρυδίκη” του, η ”Γλυκιά Συμμορία” δεν είναι από τις αγαπημένες του ταινίες, την ”Περίπολο” φοβόταν μέχρι και το τέλος της ζωής του να την δει, ενώ πιο πολύ απ’ όλες χάρηκε το ”Singapore Sling”.

Ας πάρουμε όπως τα πράγματα από την αρχή. Ο Νικολαΐδης ξεκίνησε την σκηνοθετική του πορεία με μία μικρού και μία μεσαίου μήκους ταινία: το ”Lacrimae Rerum”, το οποίο βασίστηκε σε ένα ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα και το οποίο ο ίδιος ο Νικολαΐδης έχει χαρακτηρίσει ως «ένα είδος βίντεο κλιπ επάνω στην Ημιτελή Συμφωνία του Σούμπερτ», και το μεσαίου μήκους ”Άνευ Όρων”.

«Τις έχω πετάξει και τις δύο, τις έχω αποκηρύξει, ούτε ξέρω που βρίσκονται τα νεγκατίφ ούτε με νοιάζει». Αυτά είχε πει ο ίδιος για τις δύο πρώτες του κινηματογραφικές δουλειές.

Κατά τον ίδιο, το ”Ευρυδίκη Β.Α. 2037” ήταν η πιο στέρεα κινηματογραφικά ταινία του. Πρόκειται για την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, η οποία γυρίστηκε με πολλές δυσκολίες, με ένα συνεργείο μικρό -τριών τεσσάρων ατόμων- ασπρόμαυρη και βουβή. Η ταινία ακολουθεί την ιστορία μια γυναίκας που είναι φυλακισμένη μέσα σ’ ένα σπίτι. Και το ΒΑ2037 είναι ο κωδικός της ως φυλακισμένης· εδώ ο Νικολαΐδης χρησιμοποιήσε τον αριθμό της πινακίδας του αυτοκινήτου που είχε τότε.

Ήδη από αυτή, την πρώτη του μεγάλου μήκους δουλειά, φάνηκε ότι το έργο του δεν ήταν τόσο εύκολο να κατανοηθεί. Οι κριτικοί στην Ιταλία θεώρησαν πως ο σκηνοθέτης απάντησε στα ερωτήματα που απασχολούσαν τον Παζολίνι και πως εφάρμοσε τις κινηματογραφικές θεωρίες του Λεοτάρ. Ο ίδιος είπε πως δεν είχε ιδέα τι ερωτήματα απασχολούσαν τον Παζολίνι και πως δεν είχε καμία πρόθεση να εφαρμόσει κάτι. «Ήθελα απλώς να σκιαγραφήσω το πρόσωπο μιας κοινωνίας η οποία έρχεται και η οποία είχε αρχίσει να δίνει τα σήματα. Και την οποία ζούμε τώρα» εξήγησε.

Συνέχισε με ”Τα κουρέλια”, μια ταινία που άνοιξε έναν κύκλο που συνεχίστηκε με τη ”Γλυκιά συμμορία” και ολοκληρώθηκε με το ”Ο χαμένος τα παίρνει όλα”. Και στις τρεις αυτές ταινίες βλέπουμε παρέες τεσσάρων πέντε ατόμων, καθώς ο Νικολαΐδης πίστευε πολύ στη συντροφικότητα, στην παρέα, στη «συμμορία» όπως έλεγε χαμογελώντας.

Τα Κουρέλια τού θύμιζαν τη ”Μεγάλη Ανατριχίλα” -αν και προηγήθηκαν αυτής- αφού είναι η ιστορία τεσσάρων ατόμων που ξανασυναντιούνται έπειτα από πολλά χρόνια. Είναι μια ταινία για τη γενιά του ’50, η οποία σύμφωνα με τον ίδιο φιμώθηκε επειδή δεν πίστεψε στην πολιτική, αλλά μόνο στη φιλία, στον έρωτα και στην ανεξάρτητη γνώμη. «Δεν τυχαίο ότι από τη γενιά του ’50 στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο δεν έχουμε σπουδαία πράγματα, πέρα από ένα διήγημα του  Φαληρέα», έχει σχολιάσει.

Η ”Γλυκιά συμμορία” ήταν μία ταινία που του βγήκε πολύ εύκολα και γι’ αυτό δεν ήταν από τις αγαπημένες του. «Οι ταινίες που αγαπώ, όπως είναι η ”Ευρυδίκη” ή το ”Θα σε δω στην κόλαση, αγάπη μου”, ήταν ταινίες οι οποίες με δυσκολέψανε, με κοντράρανε και αυτό με ενδιέφερε πολύ», έχει πει. Ωστόσο τη ”Συμμορία” την αγάπησε γιατί θυμόταν τα παιδιά με τα οποία τη δημιούργησε: τον Σπυριδάκη, τον Μόσχο, τον Γιώργο Αργυροηλιόπουλο και «τα κορίτσια». Ήταν μια εποχή ξεχωριστή, αφού όλοι αυτοί οι άνθρωποι έζησαν μαζί για έξι μήνες σε ένα σπίτι που το φτιάξανε μόνοι τους και ενεπλάκησαν όλοι στο σενάριο βάζοντας κομμάτια του εαυτού τους. Αυτό εξάλλου το ζητούσε ο Νικολαΐδης από τους συντελεστές του: να προβάλλουν μέσα από το σενάριο δικά τους πράγματα, ό,τι τους απασχολούσε.

Ο κύκλος ολοκληρώθηκε χρόνια αργότερα, με το ”Ο χαμένος τα παίρνει όλα”. Για τον Νικολαΐδη ήταν πολύ σημαντική η παρέα και στη ζωή, όχι μόνο σεναριακά. «Αν δεν είχα όλους αυτούς τους ανθρώπους δίπλα μου δεν θα μπορούσα να έχω κάνει τίποτα» έχει πει μάλιστα, περιγράφοντας πως στις δουλειές του όλοι διάβαζαν το σενάριο, «μέχρι και απλοί ηλεκτρολόγοι διαβάζουν το σενάριο, καμιά φορά σταματάμε κιόλας το γύρισμα αν κάποιος έχει αντίρρηση». Στόχος του ήταν να βοηθούν όλοι και να δίνουν λύσεις, αλλά και «να παίρνουν όλοι πάνω τους την ταινία κι όχι μόνο εγώ». Η ομάδα ήταν τόσο σημαντική για εκείνον που για χρόνια θυμόταν «με πολλή συγκίνηση» το πόσο πολύ τον βοήθησαν οι τεχνικοί, ειδικά στις πρώτες του ταινίες. Έτσι και στον ”Χαμένο”, ένιωθε ότι χωρίς τον Αγγελάκα που κράτησε τον πρώτο ρόλο, αλλά και τον γιο του, Συμεών Νικολαΐδη, που έπαιξε τον Μικρό, δεν θα μπορούσε να την κάνει αυτή την ταινία.

Ενδιάμεσα έκανε κι άλλες ταινίες: την ”Πρωινή περίπολο”, για την οποία είπε πως αν και πολλοί τη θεωρούσαν την καλύτερη ταινία του ο ίδιος φοβόταν να τη δει γιατί μιλούσε για τη σιωπή, τη σπασμένη επικοινωνία, την απουσία συναισθήματος και τον φόνο. Το ”Singapore Sling” που το ευχαριστήθηκε πιο πολύ απ’ όλες τις ταινίες του, αλλά με αφορμή την οποία οι κριτικοί έγραψαν ότι έπρεπε να τον κλείσουν στο τρελοκομείο -«αλλά εγώ διασκέδασα πολύ» είπε πάντως ο ίδιος. Το ”Κορίτσι Με Τις Βαλίτσες”, στο οποίο αναφερόταν ως «το μεγάλο μου λάθος» αλλά το έβλεπε γιατί τον έκανε να γελάει. Το Θα σε δω στην κόλαση, αγάπη μου”, το οποίο αφορούσε ένα τρίγωνο ανάμεσα σε δυο γυναίκες και έναν άντρα και συνιστούσε μια καταβύθιση στο «ομιχλώδες και σάπιο ασυνείδητο»· το πεδίο που τον ενδιέφερε πολύ και στο οποίο ήθελε να κινείται η δουλειά του τα τελεύταία χρόνια. Τελευταία του ταινία ήταν το ”The Zero Years”, το οποίο επίσης ήταν μια βύθιση στα σκοτάδια του ανθρώπου και την οποία είχε περιγράψει ως «μια εικόνα πλήρους διάλυσης παντού».

Στο συγγραφικό του έργο βλέπουμε το μυθιστόρημα ”Ο οργισμένος Βαλκάνιος”, ένα από τα μπεστ σέλερ στην ελληνική πεζογραφία, το οποίο έδωσε το στίγμα και για την υπόλοιπη δουλειά του ακολουθώντας την ιστορία δύο περιθωριακών ηρώων. Άλλα βιβλία του ήταν η συλλογή διηγημάτων ”Οι τυμβωρύχοι” και το μυθιστόρημα ”Γουρούνια στον Άνεμο”.

Εκεί όμως που βλέπουμε τον πραγματικό Νικολαΐδη είναι η μεγάλη οθόνη. Εκεί οι ήρωές του πάντα υπερασπίζονται έναν προσωπικό τους χώρο, ακόμα και με τη ζωή τους. Εκεί υπάρχουν κινηματογραφικές εικόνες που μιλούν από μόνες τους, που εξηγούν, υπογραμμίζουν ή ανατρέπουν τα πράγματα· όλα τα υπόλοιπα για κείνον ήταν φλυαρία. Εκεί υπάρχουν γυναίκες με «αντρικές συμπεριφορές», γιατί ο ίδιος έλεγε πως τους αναγνωρίζει «το δικαίωμα να σκοτώσουν, να βιάσουν, να κλέψουν, να δείρουν, να πουν ψέματα» -με αφορμή αυτές τις ηρωίδες του άλλωστε κατηγορήθηκε από μερικούς για μισογυνισμό. Εκεί υπάρχει και αυτό που οι κριτικοί ονόμασαν «ερωτισμό», «μαυρίλα», «περιθώριο», πράγματα για τα οποία ο Νικολαΐδης δεν ήξερε τίποτα, απλά ακολουθούσε ό,τι είχε μέσα του.