«Ο Loken τού είχε πει να φορέσει διακριτικά, στενά, σκούρα ρούχα. Διάλεξε ένα μαύρο τζιν και το παλιό μαύρο Joy Division κοντομάνικο μπλουζάκι του. Σκεφτόταν την Κριστίν, όταν το φορούσε. Ήταν το μοναδικό που την είχε πείσει να της αρέσει -αυτό των Joy Division. Σκέφτηκε πως αυτή θα ήταν κάποιου είδους ανταμοιβή για το γεγονός ότι ποτέ δεν της άρεσαν οι Camel».

«Κατσαρίδες», 1998

Το όνομά του γράφεται Jo Nesbo, αλλά αν τον αποκαλέσετε «Τζο», δεν πρόκειται να πάρετε απάντηση πίσω.

Ή, το αμέσως πιο πιθανό σενάριο, είναι ο νορβηγός συνομιλητής σας να στερεώσει την κλασική του τραγιάσκα στο κεφάλι του, να κατεβάσει τα γυαλιά ηλίου του από τα μάτια του και να σας κοιτάξει με το ίδιο εκείνο βλέμμα με το οποίο παρατηρεί ο Χάρι Χόλε τα πτώματα που κείτονται κατά καιρούς μπροστά του στα 13 μυθιστορήματα αστυνομικής λογοτεχνίας που έχει συγγράψει τα τελευταία 25 χρόνια ο Nesbo με πρωταγωνιστή τον αρχετυπικό ντετέκτιβ.

«Γιου Νέσμπε» είναι η σωστή και ορθή προφορά του ονόματός του (και, αντίστοιχα, «το καταληκτικό φωνήεν του επιθέτου του προφέρεται όπως το πρόφερε ο Peter Sellers στη λέξη “bomb” στην ταινία Pink Panther», είναι η ευγενική συμβουλή όλων όσοι τον γνωρίζουν καλά) και όπως παρατηρείτε και από το αρχικό απόσπασμα από το δεύτερο βιβλίο του, τις «Κατσαρίδες», ο Νέσμπε δεν έχει αποκλειστικά και μόνο ένα λογοτεχνικό pedigree, αλλά είναι ένας εξίσου δεινός μουσικός καθώς το 1992 ίδρυσε μαζί με τον μακαρίτη αδελφό του, το ροκ / indie συγκρότημα Di Derre (σημαίνει «Αυτοί οι Τύποι» και προφέρεται «Ντι Νταρέ»), φτάνοντας με τα τραγούδια τους μέχρι το Νο1 των νορβηγικών charts.

Και όταν καταφέρνεις, σε ένα nordic noir μυθιστόρημα όπως τις «Κατσαρίδες», να συνδυάσεις μέσα σε μια παράγραφο τους τεράστιους Joy Division με τους αφανείς prog-rockάδες Camel, προφανώς και γνωρίζεις όπως και έχεις ακούσει… καντάρια μουσικής.

Ο Nesbo λοιπόν βρέθηκε προ ημερών για πολλοστή φορά στην αγαπημένη του Αθήνα.

Και στις 28 Σεπτεμβρίου ανακηρύχθηκε Επίτιμος Διδάκτορας του Τμήματος Αρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας και Συστημάτων Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.

Την περασμένη Πέμπτη το μεσημέρι, φάγαμε ψαράκι και θαλασσινά μαζί με τον Nesbo σε ένα εστιατόριο του Χαλανδρίου, υπό την διακριτική επίβλεψη και την φροντίδα των Εκδόσεων Μεταίχμιο (οι οποίες πριν λίγους μήνες εξέδωσαν την «Ματωμένη Σελήνη», το νέο βιβλίο του Nesbo, με τον Χάρι Χόλε να έρχεται να λύσει την 13η υπόθεσή του).

Εκεί το Olafaq είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει για αρκετή ώρα με τον φιλικότατο Nesbo αποκλειστικά περί μουσικής.

Ο Jo Nesbo συνομιλώντας με τον δημοσιογράφο του Olafaq

Η πρώτη ερώτηση που του απευθύνω είναι η εξής: γιατί οι Νορβηγοί μουσικοί έχουν τόση εμμονή με την americana και την country; Το ίδιο παρατηρούμε και στην μουσική των Madrugada, ας πούμε.

«Δεν μπορώ να σου μιλήσω για τους Madrugada, αλλά θα σου μιλήσω για μένα, προσωπικά: ο πατέρας μου γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Προφανώς λοιπόν και μεγάλωσε ακούγοντας τόση πολλή αμερικανική folk μουσική, από μαύρα blues μέχρι Μπομπ Ντίλαν, ώστε η americana «πότισε» το μουσικό του DNA. Η γενιά του μετανάστη πατέρα μου – ο οποίος κατόπιν επέστρεψε στη Νορβηγία – ήταν αυτή που ουσιαστικά έφερε μαζί της όλη αυτην την πλούσια μουσική παράδοση και την μεταλαμπάδευσαν στις επόμενες γενιές. Γι’ αυτό το λόγο και πολλοί σημερινοί μουσικοί της Νορβηγίας, από τους Madrugada μέχρι τους Di Derre, έχουν τόσο έντονη αυτήν την μουσική επιρροή».

«Αλλά είστε και εσείς μια χώρα με πολλή πλούσια λαϊκή μουσική παράδοση και folk ρίζες», σπεύδω να τού αντιτείνω.

[σ.σ: Η λαϊκή μουσική στη Νορβηγία χωρίζεται σε δυο κύριες κατηγορίες με βάση τους εθνικούς πληθυσμούς από τους οποίους προέρχεται. Η παραδοσιακή μουσική των Σάμι επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο φωνητικό στυλ που ονομάζεται joik, ο ήχος της οποίας θυμίζει πολύ ινδιάνικη μουσική, ενώ η παραδοσιακή βορειογερμανικής προέλευσης νορβηγική φωνητική μουσική που στηρίζεται στο βιολί Hardanger (hardingfele), το πιο χαρακτηριστικό όργανο της νορβηγικής παραδοσιακής μουσικής, έχει επιρροές από την κέλτικη κουλτούρα και την ιρλανδική μουσική].

«Ισχύει αυτό, αλλά η νορβηγική folk μουσική τα τελευταία χρόνια έχει πάρει και άλλες μουσικές κατευθύνσεις, όπως πιθανώς να γνωρίζεις. Είναι… κάπως πιο διαφορετική η σύγχρονη folk σε σχέση με αυτή που ακούγαμε πριν μισόν αιώνα», λέει και γελάει ελαφρώς πονηρά καθώς ενδεχομένως και να σκέφτεται από μέσα του την προ 30ετίας ματωμένη «σύμπραξη» της folk μουσικής της Νορβηγίας με το black metal.

«Μεγαλώνοντας, άρχισα να ακούω συγκροτήματα και μπάντες που συνδύαζαν εύστοχα τόσο την folk πλευρά της americana, όπως την εναλλακτική πλευρά της: λάτρευα και εξακολουθώ να λατρεύω τους Wilco και τους Jayhawks και μετά άκουγα με τις ώρες τα άλμπουμ του Bruce Springsteen και του Neil Young. Και την δεκαετία του ’80, όπου πλέον η μουσική μπήκε για τα καλά στη ζωή μου, είχα την τύχη να ακούσω όλα εκείνα τα φανταστικά άλμπουμ των R.E.M. και του Tom Waits. Η πορεία με έφερε στη συνέχεια να αναζητήσω έναν πιο σκληρό ήχο, πέφτοντας πάνω σε μπάντες όπως οι Husker Du και οι Replacements». 

Σταματάει για να τσιμπήσει λίγο γαριδάκι συμιακό και χταπόδι και κατεβάζει για λίγο τα γυαλιά του για να μου επισημάνει μειδιώντας ότι «ωστόσο, πρέπει να καταλάβεις ότι τόσο εμείς, ως Di Derre, όσο και πολλά συγκροτήματα της γενιάς μου, της γενιάς εκείνης που μεγάλωσε με το grunge στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ποτέ δεν πήραμε τον εαυτό μας πολύ στα σοβαρά. Και ας φτάσαμε στο Νο1 των νορβηγικών charts. Δεν ξεκινήσαμε ποτέ με στόχο να γίνουμε ροκ σταρς. Και ας καταλήξαμε να γίνουμε κάτι τέτοιο έστω για ένα μικρό χρόνικό διάστημα. Και όταν τελικά μάς πρότειναν ένα δισκογραφικό συμβόλαιο, να ξέρεις ότι το σκεφτήκαμε πολύ μεταξύ μας. Αναρωτηθήκαμε το κατά πόσο θέλουμε τόσο πολύ να γίνουμε full time μουσικοί, να μπαινοβγαίνουμε μέσα σε στούντιο και όχι απλά να κάνουμε αραιά και που μικρές συναυλίες σε κλαμπάκια για τους φίλους μας».

 

Τι σήμαινε λοιπόν η έλευση του grunge για τον ίδιο τον Nesbo και τους συμπαίκτες του;

«Μια ανάσα μουσικής δροσιάς. Είχαμε βαρεθεί όλες αυτές τις hair-metal μπάντες της εποχής εκείνης, τους κάθε Guns n’ Roses και τους κάθε Cinderella. Αλλά ευτυχώς την ίδια χρονιά, εκεί γύρω στο 1989-1990, έφτασε στα αυτιά μου το πρώτο άλμπουμ των Nirvana, το “Bleach” και όλα άλλαξαν προς το καλύτερο. Ειδικά όταν πρωτακούσαμε αμέσως μετά το “Smells Like Teen Spirit” και όταν “έσκασε” το άλμπουμ “Nevermind”».

«Εξήγησέ μου κάτι σε παρακάλω», μου αντιτείνει, «για ποιο λόγο οι Madrugada είναι τόσο huge και δημοφιλείς στην Ελλάδα;»

Αφού τού εξηγώ ότι οι Νορβηγοί έγιναν αγαπητοί στη χώρα μας από την πρώτη κιόλας στιγμή που κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους, το «Industrial Silence», το οποίο πούλησε… καραβιές αντιτύπων (και κάπως έτσι η μπάντα έγινε κάτι σαν «θεσμός» για τα εγχώρια μουσικά δρώμενα), τον ρωτάω αν ισχύει αυτό που έχει φτάσει στα αυτιά μου, ότι δηλαδή διατηρεί γερούς δεσμούς φιλίας με τον τραγουδιστή των Madrugada, τον Sivert Hoyem.

«Οχι, δεν είμαστε φίλοι με την ευρεία έννοια του όρου. Απλώς, όποτε τυχαίνει και πέφτω πάνω του στο δρόμο, λέμε ένα γειά και ανταλλάσουμε και 2-3 κουβέντες», συνοψίζει ο ίδιος.

Ο Nesbo της Καλύμνου

Είναι γνωστό ότι ο Nesbo είναι λάτρης της Καλύμνου, την επισκέπτεται όχι απλώς ανελλιπώς κάθε χρόνο, αλλά πλέον έχει αγοράσει στο νησί και ένα μικρό «ησυχαστήριο» προκειμένου, όπως μου λέει, «να χαλαρώνω γράφοντας μέσα στο καλύτερο σκηνικό της Μεσογείου». 

Ο Νορβηγός συγγραφέας κάνει εδώ και πάνω από μια δεκαετία αμέτρητες βόλτες, πεζοπορίες, αλλά και αναρρίχηση στα βουνά της Καλύμνου, ενώ συχνές είναι και οι επισκέψεις του στο γειτονικό, σχεδόν «παρθένο» νησάκι της Τελένδου.

Ο Nesbo γελάει όταν (κυριολεκτικά μεταξύ γαύρου και γαρίδας) τού λέω ότι «ενδεχομένως σε 100 χρόνια από τώρα, να υπάρχει και στην Κάλυμνο ένας δρόμος μπροστά από το σπίτι του που να φέρει το όνομά του, όπως αντίστοιχα και στην Ύδρα με το σπίτι του τραγουδοποιού Λέοναρντ Κοέν».

Και η κουβέντα μας μεταφέρεται, εντελώς ξαφνικά και απρόσμενα, στο μουσικό «κεφάλαιο» του Κοέν και της συμπατριώτισσας του Nesbo, της Μαριάν Ιλέν, της «μούσας» του Καναδού μουσικού. 

Ο Jo Nesbo και ο Leonard Cohen

«Τον λατρεύω τον Κοέν. Πρόσφατα μάλιστα, συμμετείχα στο σενάριο μιας σειράς, της διεθνούς συμπαραγωγής «So Long, Marianne», η οποία αφηγείται τη σχέση του Κοέν με τη Μαριάν Ιλέν», τονίζει για την σειρά, τα γυρίσματα της οποίας έχουν ήδη ξεκινήσει στην Ύδρα από την άνοιξη.

Η σειρά θα έχει συνολικά 8 επεισόδια, σε σκηνοθεσία του Νορβηγού Οστάιν Κάρλσεν και της Καναδής Μπρόουεν Χιούζ, και σε σενάριο του Κάρλσεν σε συνεργασία με τον ίδιο το Nesbο. Το πρότζεκτ είναι μία συμπαραγωγή των στούντιο Connect3 (Καναδάς) και Tanweer Productions (Ελλάδα), με συγχρηματοδότηση των SVT, DR, Yle and RÚV και υποστήριξη από το Νορβηγικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου και το Creative Europe.

Στον ρόλο του Κοέν βρίσκεται ο αμερικανός ηθοποιός Άλεξ Γουλφ (Hereditary, Jumanji, Oppenheimer), ενώ στο ρόλο της Μαριάν θα δούμε την Νορβηγή Τέα Σοφί Λοχ Νες. 

«Η σειρά είναι βασισμένη στη σχέση του Κοέν με την Ιλέν, που έλαβε χώρα στην Ύδρα τη δεκαετία του ’60 και ενέπνευσε το ομώνυμο τραγούδι. Εγώ έγραψα το σενάριο για δυο από τα επεισόδια της σειράς. Και σε διαβεβαιώνω ότι για όσο καιρό ασχολήθηκα με αυτό, ήταν σαν να κάνω ένα ταξίδι στην παλιά Ελλάδα της δεκαετίας του ’60, τότε που όλοι ακολουθούσαν έναν πολύ μποέμικο τρόπο ζωής στα ελληνικά νησιά», συμπληρώνει ο Nesbo.

Η κουβέντα μας φτάνει σιγά σιγά στο τέλος της και προλαβαίνω ακόμη να του κάνω μερικές ερωτήσεις.

Τον ρωτάω για την παροιμιώδη εμμονή του Χάρι Χόλε με τους Beatles και τους Rolling Stones και ποια είναι η προσωπική του προτίμηση.

Φωτ.: Βαγγέλης Πατσιάλος

Μού δηλώνει ξεκάθαρα και περήφανα ένας ακραιφνής «Μπιτλάκιας» και μάλιστα δεν διστάζει να μού αναφέρει και τον αγαπημένο του «Fab Four»:

«Λένε για τον μουσικό Τζον Λένον, αλλά ο Λένον απέκτησε το όνομα και τη φήμη που απέκτησε κυρίως για τις εξωμουσικές του δρστηριότητες. Ενώ η πραγματική μεγαλοφυία στους Beatles ήταν ξεκάθαρα και από την αρχή ο Πολ Μακάρτνεϊ. Ώρες ώρες ήταν γλυκερός στις συνθέσεις του, ναι, αλλά ο άνθρωπος αυτός έγραψε θεϊκή μουσική».

«Το ίδιο γλυκερός είναι, ας πούμε, και ο Dave Grohl των Foo Fighters, έτσι δεν είναι; Ή είναι μόνο η εντύπωσή μου; Πες μου σοβαρά, δεν είναι σαν να προσπαθεί υπερβολικά πολύ προκειμένου να γίνει αρεστός; Δεν λέω ότι δεν είναι ειλικρινής ως προς τις προθέσεις του, αλλά… πως να στο πώ… ώρες ώρες καταντάει πολύ cheesy ως προσωπικότητα».

Με δεδομένη την πολλάκις εκπεφρασμένη αγάπη του για τις μουσικές αυτοβιογραφίες, ο τελευταίος λόγος ανήκει στον ίδιο για να μου προτείνει δυο βιβλία-αυτοβιογραφίες μουσικών που διάβασε τελευταία και ενθουσιάστηκε.

«Η αυτοβιογραφία του Tom Jones, το «Over the Top and Back ήταν εκπληκτική. Φανταστική. Έλειπαν οι πικάντικες διηγήσεις για τις πολλές και διάφορες γυναίκες της ζωής του, αλλά κατά τα άλλα, ήταν ένα απολαυστικό βιβλίο. Το ίδιο ισχύει και για το Last Chance Texaco: Chronicles of an American Troubadour, την αυτοβιογραφία της αγαπημένης μου Rickie Lee Jones».