«Μayhem» σημαίνει στα αγγλικά «χάος ή μια βίαιη και ανεξέλεγκτη κατάσταση / πανδαιμόνιο».

Και αυτό ακριβώς συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του ’90 εντός των κόλπων της νορβηγικής black metal σκηνής – ένα αιματοβαμένο χάος που κορυφώθηκε απρόσμενα το καλοκαίρι του 1993, ακριβώς πριν από 30 χρόνια, διόλου τυχαία με την συμβολή μουσικών ενός black metal συγκροτήματος ονόματι… Mayhem.

Το καλοκαίρι εκείνο ήμουν 15-16 ετών και, παρόλο που δεν άκουγα τόσο πολύ black metal, άκουγα οτιδήποτε κοντινό σε metal γενικά. Και φανατικός αναγνώστης του μουσικού περιοδικού Metal Hammer ων, κάθε μήνα, αρχής γενομένης από το 1991, έπαιρνα το περιοδικό για να ενημερώνομαι – σε μια εποχή δίχως διαδίκτυο και ευρωζυωνικότητα – για τα τεκταινόμενα εντός της νορβηγικής black metal σκηνής, τα οποία έβρισκα τότε εξαιρετικά γοητευτικά ως προς την σύλληψη και την εκτέλεσή τους.

«Εκτέλεσή τους» όντως, καθώς η ιστορία της ανόδου και της πτώσης της νορβηγικής black metal σκηνής περιείχε πραγματικές εκτελέσεις και δολοφονίες μουσικών, μια αυτοκτονία που καταγράφηκε φωτογραφικά και κατόπιν έγινε μέχρι και gore εξώφυλλο άλμπουμ και μπόλικες τελετουργικές καύσεις εκκλησιών εις το όνομα του παγανισμού – ακόμη και αν τις εκκλησίες αυτές δεν τις έκαψαν οι ίδιοι οι μουσικοί.

Από το 1991 έως το 1995 λοιπόν, δεκάδες μουσικοί αλλά και απλοί υποστηρικτές της νορβηγικής black metal σκηνής πήραν μέρος σε περισσότερους από 40 εμπρησμούς χριστιανικών εκκλησιών.

Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1984, μια παρέα νορβηγών πιτσιρικάδων άκουγε διαρκώς το τραγούδι των Venom με τίτλο «Mayhem with Mercy» και αποφάσισε να ονομάσει την νεοσύστατη μπάντα τους Mayhem.

Τα ιδρυτικά μέλη της ήταν ο κιθαρίστας Έιστεϊν Άαρσεθ, γνωστός αρχικά ως «Destructor» και αργότερα ως «Euronymous» [εμπνευσμένο από την ελληνική μυθολογία και από τον δαίμονα του Άδη, τον Ευρύνομο], ο μπασίστας Γερν Στούμπερουντ (γνωστός και ως «Necrobutcher») και ο ντράμερ Κίετιλ Μάνχαϊμ («Manheim»).

Όλα άλλαξαν όμως, προς το δραματικότερο, με την έλευση, το 1988, ενός «Νεκρού»: Ο Σουηδός Περ Ίγκβε Όλιν, γνωστός και ως «Dead», έστειλε στη μπάντα ένα πακέτο, το οποίο περιείχε ένα ντέμο του, ένα γράμμα με τις απόψεις του για τη μουσική και ένα νεκρό ποντίκι καρφωμένο πάνω σε σταυρό. Οι Mayhem ενθουσιάστηκαν από το ντέμο του Dead και τον κάλεσαν να ταξιδέψει στη Νορβηγία και να γίνει ο τραγουδιστής τους.

Mayhem
Per Yngve “Pelle” Ohlin 16.01.69-08.04.91 | Φωτ.: @thetruemayhemcollection

Ο «Νεκρός» ταράζει τα νερά της black metal σκηνής

O Dead δεν ήταν ένα φυσιολογικό και ευρισκόμενο σε κανονική ψυχικά κατάσταση άτομο. Όταν ήταν 10 ετών δέχτηκε τόσο άγριο μπούλινγκ και έφαγε τόσο ξύλο από συμμαθητές του στο σχολείο του, ώστε νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο με τους γιατρούς να λένε στους γονείς του ότι για λίγο ήταν κλινικά νεκρός.

Όταν ο νεαρός Σουηδός ανέκτησε τις αισθήσεις του και επέστρεψε στο σπίτι του, απέκτησε μια σχεδόν παράλογη εμμονή με τον θάνατο. Τότε ήταν που άρχισε να φοράει λευκό μέικαπ στο πρόσωπό του προκειμένου να μοιάζει με πτώμα, έθαβε κάτω από το χώμα τα ρούχα που θα φορούσε στις συναυλίες για να σαπίσουν και να έχουν την οσμή του θανάτου, ενώ πριν βγει στη σκηνή δεν έπινε ή έκανε ναρκωτικά, αλλά έπαιρνε με την μύτη του… τζούρες από ένα νεκρό κοράκι που κουβαλούσε μαζί του πάντα, προκειμένου, όπως παραδεχόταν, «να έχει τη μυρωδιά του θανάτου στα ρουθούνια του».

Μετά, και αφού πρώτα διαγνώσθηκε με σοβαρή κλινική κατάθλιψη αλλά και το σύνδρομο Cotard [Σύνδρομο του Ζωντανού Πτώματος], υιοθέτησε και το παρατσούκλι Dead.

Και μετά από τρία χρόνια ήρθε η ώρα να πάρει κυριολεκτικά το δρόμο για τον Κάτω Κόσμο.

Στις 8 Απριλίου του 1991 ο Dead αφού πρώτα πήρε ένα κυνηγετικό μαχαίρι και έκοψε τις φλέβες και τον λαιμό του, στη συνέχεια, ενώ ψυχορραγούσε, αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι με μια καραμπίνα, μέσα στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού του. Το σημείωμα που είχε γράψει πριν αυτοκτονήσει έγραφε: «Συγχωρέστε με για το αίμα».

Τον Dead τον βρήκε νεκρό ο Euronymous, ο οποίος, ως γνήσιο «αρρωστάκι» και αυτός, αντί να πράξει τα δέοντα (να καλέσει ασθενοφόρο και αστυνομία), μπήκε μέσα στο δωμάτιο του νεκρού, κυλίστηκε στα αιματοβαμένα σεντόνια χωρίς καν να τον ενδιαφέρει το ότι άφησε παντού το DNA του και στη συνέχεια, με την ψυχραιμία ενός ανθρώπου επίσης βαθιά διαταραγμένου ψυχικά, έβγαλε φωτογραφίες το νεκρό Dead, όπως ήταν χυμένος πάνω στο κρεβάτι.

Κατόπιν απαθανάτισε σε close up μέχρι και τον μισό εγκέφαλο του Dead που ήταν επίσης χυμένος στα σκεπάσματα, ενώ μετά έστειλε τις φωτογραφίες αυτές σε πολλούς φίλους του.

Μια από αυτές χρησιμοποιήθηκε στο εξώφυλλο του άλμπουμ των Mayhem «The Dawn of the Black Hearts» το οποίο κυκλοφόρησε το 1995.

H αυτοκτονία του Dead και ο τρόπος που την διαχειρίστηκε ο Euronymous ήταν το σημείο καμπής για ολόκληρη της black metal σκηνή. Ο Έιστεϊν Άαρσεθ με τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε και με τον τρόπο που «διαφήμιζε» τα κατορθώματά του – π.χ. έλεγε σε πολλούς οπαδούς της black metal σκηνής ότι «έχει κρατήσει κομμάτια από το κατεστραμμένο κρανίο του Dead και είναι διατεθειμένος να τα πουλήσει» – κατάφερε να αποκτήσει πολλούς εχθρούς, τόσο εντός όσο και εκτός της ίδιας του της μπάντας.

Σοκαρισμένος από τη συμπεριφορά του Euronymous, ο Necrobutcher αποχώρησε από την μπάντα εις ένδειξη διαμαρτυρίας.

Euronymous | Φωτ.: @thetruemayhemcollection

Ο Varg και οι Burzum μπαίνουν στο κάδρο

Αμέσως μετά την αυτοκτονία του Dead, ο Euronymous άνοιξε στο Όσλο το κατάστημα δίσκων Helvete (που σημαίνει «κόλαση» στα νορβηγικά). Στο δισκάδικο σύχναζε η πλειονότητα των μουσικών της νορβηγικής black metal σκηνής.

Ενας εξ αυτών ήταν και ο Βαργκ Βίκερνες, γνωστός με το παρατσούκλι Count Grishnackh, που το 1991 είχε συστήσει το σχήμα των Burzum. Η μπάντα έγινε τόσο δημοφιλές στη black metal σκηνή που το 1992 ο Euronymous του ζήτησε να γίνει μέλος των Mayhem και να αντικαταστήσει τον Necrobutcher στο μπάσο – όπως και έγινε.

Οι δυο μουσικοί – στην αρχή φίλοι και σχεδόν κολλητοί – είχαν τρανταχτές διαφορές: ο Euronymous ήταν λίγο πιο λογάς και φαφλατάς, ενώ πουλούσε και ουκ ολίγα «φίδια» για υποτιθέμενες περιπέτειες και καφρίλες που έλεγε ότι είχε κάνει.

Από την άλλη, ο Varg [πραγματικό όνομα: Kristian Larssøn Vikernes, με το «Varg» να σημαίνει «λύκος» και «Burzum» να είναι ο υπερθετικός βαθμός της λέξης Burz, δηλαδή «σκοτάδι»] ήταν λιγομίλητος και συνήθως όταν μιλούσε, θα έβριζε είτε τους Χριστιανούς, είτε τους Εβραίους. Ήταν, όπως έλεγε, «ένας περήφανος αντισημίτης παγανιστής», ο οποίος είχε κατά νου ένα συγκεκριμένο σχέδιο: να κάψει όσες χριστιανικές εκκλησίες υπήρχαν στη Νορβηγία.

Υπό την καθοδήγησή του, συμμορίες νεαρών Νορβηγών που ήταν θαμώνες του δισκάδικου άρχισαν να κάνουν τα λόγια του πράξη. Στις 6 Ιουνίου του 1992 έκαψαν μια εκκλησία στο Μπέργκεν και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, κάηκαν περί τις 10 εκκλησίες σε όλη τη Νορβηγία.

Ο Βίκερνες, μιλώντας με δημοσιογράφους του περιοδικού Bergens Tidende, αποκάλυψε ότι ο ίδιος και η ομάδα του καίνε τις εκκλησίες επειδή «είναι σατανιστές».

Στο σχέδιο αυτό βρήκε πολλούς υποστηρικτές, όπως ο Gaahl, ο πρώην τραγουδιστής των Gorgoroth, ο οποίος ενέκρινε ανοικτά το κάψιμο των εκκλησιών λέγοντας πως «θα έπρεπε να είχαν γίνει περισσότερες τέτοιες ενέργειες».

Τον Γενάρη του 1993 το Bergens Tidende κυκλοφόρησε με τίτλο «Εμείς βάλαμε τις φωτιές» συνοδευόμενο από μια φωτογραφία του Βίκερνες να κρατά δύο μαχαίρια.

Η αστυνομία επενέβη, συνέλαβε τον Βαργκ και τον έριξε στη φυλακή για δυο μήνες. Όταν ο Vikernes βγήκε από τη φυλακή, το Helvete είχε κατεβάσει ρολά άπαξ και δια παντός, καθώς κανείς δεν πατούσε πλέον στο «δισκάδικο των σατανιστών» για να αγοράσει δίσκους και cd.

Η άγρια δολοφονία του Euronymous

Στις αρχές του 1993 ο Βίκερνες και ο Euronymous από φίλοι, έχουν γίνει εχθροί.

Ο Euronymous εξομολογείται σε ένα μέλος των Emperor: «Θα τον σκοτώσω [τον Βαργκ]. Θα τον απομονώσω στο δάσος και θα τον σκοτώσω με ηλεκτροσόκ», τα λόγια αυτά φτάνουν ασφαλώς στα αυτιά του Βίκερνες, ο οποίος σιγά σιγά ετοιμάζει το δικό του χτύπημα καθώς «[Ο Euronymous] είπε [ότι θα με δολοφονήσει] σε συγκεκριμένα άτομα, τα οποία με ενημέρωσαν και κάπως έτσι πείστηκα ότι όντως θα το κάνει».

Ο επίλογος στο crime saga του νορβηγικού black metal γράφτηκε στις 10 Αυγούστου του 1993, όταν ο Vikernes θα μεταβεί μαζί με τον Snorre W. Ruch των Thorns στο Όσλο, στο σπίτι του Euronymous με πρόσχημα να συζητήσουν ένα επικείμενο δισκογραφικό συμβόλαιο.

Ήταν όμως ένα πρόσχημα όντως, καθώς ο Aarseth με τον Vikernes θα πιαστούν αμέσως στα χέρια.

Στις 3 τα ξημερώματα, ο Euronymous θα δεχτεί 23 μαχαιριές: Δύο στο κεφάλι, πέντε στο λαιμό και 16 στην πλάτη, με τις τελευταίες μαχαιριές να δίνονται στο ήδη ξεψυχισμένο σώμα του Aarseth – τόσο ήταν το μένος του Βαργκ.

Ο νεκρός Aarseth θα αφεθεί στην εξώπορτα του σπιτιού του και ο Vikernes θα συλληφθεί μερικές μέρες αργότερα. Τα κίνητρα του φόνου δεν έχουν διευκρινιστεί. Κάποιοι έσπευσαν να υποστηρίξουν ότι ο Aarseth την «έπεφτε» στην κοπέλα του Vikernes, αλλά κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από κάπου.

Ο ίδιος ο Βίκερνες υποστήριξε στην απολογία του πως «βρισκόταν σε νόμιμη αυτοάμυνα» και δίνει την δική του εκδοχή ως προς το τι συνέβη εκείνο το βράδυ:

«Χτύπησα την πόρτα και μας άνοιξε. Μπήκα μέσα και πανικοβλήθηκε. Ήμουν επιθετικός και πανικοβλήθηκε. Μου επιτέθηκε, με χτύπησε στο στήθος και τον έριξα κάτω. Σηκώθηκε και είδα που πήγε να πιάσει ένα μαχαίρι από την κουζίνα. Έβγαλα έναν σουγιά που είχα μαζί μου και τον απείλησα. Στράφηκε προς το δωμάτιο. Πίστεψα ότι πάει να πάρει το όπλο με το οποίο είχε αυτοκτονήσει ο Dead. Τελικά έφυγε τρέχοντας και μετά ήταν πεσμένος κάτω, φορούσε μόνο το εσώρουχο του, είχε χτυπήσει σε μια λάμπα και ήταν γεμάτος αίματα. Σηκώθηκε και πήγε να μου επιτεθεί. Τον μαχαίρωσα στο κεφάλι και πέθανε αμέσως».

Ο Βίκερνες καταδικάστηκε σε 21 χρόνια, την ανώτατη ποινή σύμφωνα με τη νομοθεσία της Νορβηγίας. Αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή το 2009 και τον Ιούλιο του 2013 συνελήφθη και πάλι κατηγορούμενος από τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες πως σχεδίαζε μια μαζική σφαγή.

Ο Vikernes που ζούσε στη Γαλλία με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά είχε ασπαστεί την νεοναζιστική ιδεολογία, ενώ είναι ενδεικτικό πως ήταν ένα από τα 530 άτομα που έλαβαν το «μανιφέστο» του ακροδεξιού τρομοκράτη Αντερς Μπρέιβικ πριν τις μαζικές δολοφονίες στη Νορβηγία και στο νησί Ουτόγια τον Ιούλιο του 2011.

Η αιματοβαμμένη ιστορία του νορβηγικού black metal μεταφέρθηκε πρόσφατα και στην μεγάλη οθόνη, μέσω της ταινίας το «Lords of Chaos», με σκηνοθέτη τον Σουηδό Jonas Akerlund, ο οποίος στα νιάτα του ήταν μπασίστας στους Bathory.

Για το τέλος, να προσθέσουμε ότι ακόμη και σήμερα, 30 χρόνια μετά, η υπόθεση εξακολουθεί να απασχολεί τους πάσης φύσεως οπαδούς του black metal, νορβηγικού ή μη.

Όταν προ λίγων ετών οι Mayhem μίλησαν με το Heavy Consequence και σε κάποιο σημείο ζητήθηκε από τον Necrobutcher να μιλήσει για τους θανάτους και τα σκηνικά αυτά που συγκλόνισαν την νορβηγική κοινή γνώμη από το 1991 μέχρι το 1993.

Στο βίντεο, ο Necrobutcher έκανε μια αναπάντεχη αποκάλυψη: «Εντάξει, μπορώ να το παραδεχτώ πλεόν, γιατί το κρατούσα μέσα μου για πολλά χρόνια: στην πραγματικότητα ήμουν έτοιμος να σκοτώσω εγώ τον Euronymous. Όταν αυτό συνέβη, το είδα στην πρωινή εφημερίδα και σκέφτηκα “πρέπει να γυρίσω γρήγορα στο σπίτι μου και να ξεφορτωθώ όλα τα όπλα και τα ναρκωτικά και τα σχετικά που έχω εκεί, γιατί μάλλον θα είμαι ο Νο1 ύποπτος και θα έρθουν στο σπίτι μου να με ψάξουν και να με ανακρίνουν”».