Το θεατρόφιλο κοινό της Αθήνας αγάπησε τον Μιχάλη Βαλάσογλου μέσα από τις δουλειές του Άρη Μπινιάρη, αν και η παρουσία του στο θέατρο είναι απρόσκοπτη, και με πολύ αξιοσημείωτες συνεργασίες και παραστάσεις, από το 2011. Η προσήνεια, η απλότητα και οι ήρεμοι τόνοι του κάνουν το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του να αστράφτει περισσότερο. Ο καλλιτέχνης αυτός μιλά μέσα από το έργο του, αν και μάς τα είπε πολύ ωραία και σε αυτήν την συνέντευξη, αποδεικνύοντας ότι είναι άνθρωπος που σκέφτεται, που έχει άποψη και θέληση για ζωή και δημιουργία. Όσα λέει για το θέατρο αξίζει να διαβαστούν από ανθρώπους του χώρου, αλλά φυσικά και θεατές.

Περιμένουμε πολλά στο μέλλον από εκείνον. Ο ίδιος είναι που κρατά τον πήχη ανεβασμένο.

– Γιατί έγινες ηθοποιός; Υπό ποια περίσταση και συνθήκη θα ξε-γινόσουν; Ή μήπως δεν γίνεται να ξε-γίνει κανείς ηθοποιός άπαξ και είναι, άπαξ και κάνει αυτό το πράγμα;
Ξεκίνησα ερασιτεχνικά ως φοιτητής από περιέργεια και για την παρέα, χωρίς βλέψεις να ασχοληθώ παραπάνω. Φιλόλογος ήθελα να γίνω, από αγάπη για τα κείμενα, αλλά περνούσα τόσο ωραία στην ομάδα, που γρήγορα γαντζώθηκα με το όλο θέμα της εκπαίδευσης πάνω σ’ αυτό το κομμάτι και το πήρα πολύ σοβαρά, το άνοιξα όσο μπορούσα. Κάποια στιγμή πήγα και σε μια παράσταση που μου έκανε το κλικ και τέλος. Ήταν το πρώτο «Λιωμένο Βούτυρο» του Κακάλα, πήγα μόνο και μόνο επειδή έκανε μουσική ο Βελιώτης, δεν ήξερα τι πάω να δω. Θυμάμαι βγήκα από την παράσταση και σκεφτόμουν ότι αν μια ιστορία μπορεί να ειπωθεί τόσο συναρπαστικά, δεν θέλω να είμαι μόνο στο κοινό, θέλω να είμαι ένας από αυτούς που τη λένε.
Δεν ξέρω όμως με ποιον τρόπο γίνεται κανείς αυτός που είναι, ούτε αν ξε-γίνεται, μας έβαλε δύσκολα ο Νίτσε. Όσο μπορώ να συντηρούμαι και να αντλώ χαρά από αυτό που κάνω συνεχίζω. Νομίζω οι ίδιες ποιότητες μας οδηγούν όποιον δρόμο και να τραβήξουμε, το πλαίσιο αλλάζει.

Μιχάλης Βαλάσογλου
Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq

– Κεφάλαιο Άρης Μπινιάρης. Αρτούρο Ούι και Προμηθέας. «Αναπτύξτε ελεύθερα», που λένε και στις εκθέσεις της τρίτης λυκείου!
Θα προσθέσω και τη «Φάρμα των Ζώων» στο Εθνικό, που ήταν η πρώτη μας συνεργασία με τον Άρη, με τον οποίο γνωριζόμασταν από παλιά, απ’ όταν ήμουν για ένα φεγγάρι μαθητής του πατέρα του. Στο μεταξύ έβλεπα δουλειές του που με ενθουσίαζαν, οπότε όταν μου πρότεινε τη «Φάρμα» είπα ναι κατ’ ευθείαν. Η φόρμα που χρησιμοποιεί, όλη αυτή η ορμή, το σώμα, η μουσικότητα, η εκρηκτικότητα, είναι ένας από τους τρόπους που απολαμβάνω κι εγώ να δουλεύω. Στον «Προμηθέα», που είχα αναλάβει και τη διδασκαλία της μάσκας, είδαμε ότι οι προσεγγίσεις μας είναι στον πυρήνα τους συγγενικές. Εκεί μάλιστα επιχειρήθηκε και κάτι πιο τολμηρό για τα ελληνικά δεδομένα. Σύγχρονος λόγος, ποιητικός, σχεδόν επικός, με τη χρήση μάσκας σε ρεαλιστικό χώρο. Του την πιστώνω αυτήν την τόλμη, δεν είναι εύκολο να δοκιμάζεις καινούρια νερά, όταν έχεις πάντα την επιλογή να ακολουθήσεις την ίδια, επιτυχημένη συνταγή.Είναι ταλαντούχος, ευφυής, ξέρει να οδηγεί και να προστατεύει τις παραστάσεις του χωρίς να τις πνίγει, δίνει χώρο. Επίσης δεν τον πτοούν οι δυσκολίες, αυτό το θαυμάζω πολύ, είναι κάτι που το προσπαθώ και για μένα, το να είσαι έτοιμος να προσαρμοστείς και να αλλάξεις ρότα, αν βρεις τοίχο. Είναι σημαντικά στοιχεία αυτά για έναν επικεφαλής που έχει να συντονίσει τριάντα ανθρώπους με τα άγχη τους μέσα στην ένταση της δουλειάς.
Είναι φυσικά και το πολιτικό πρίσμα στις σκηνοθεσίες του, που το έχω απόλυτη ανάγκη. Ζορίζομαι πολύ με την υπερβολική αισθητικοποίηση, όταν στο θέατρο απλώς κυνηγάμε το «ωραίο», το «αστείο», το «σοκαριστικό». Απαραίτητα μέσα όλα αυτά, αλλά δεν μπορεί να είναι ο σκοπός, χάνουν τα πράγματα την ουσία τους, κουφίζουν. Δεν μιλάω επ’ ουδενί ούτε για σοβαροφάνεια, ούτε για στράτευση ή κάποια εμμονή να βρούμε πρώτα ένα «νόημα» πριν κάνουμε βήμα. Εννοώ τη σύνδεση με κάτι ικανό να ανοίξει έναν διάλογο. Όταν υπάρχει ένας πολικός αστέρας και εργαλεία για να ευθυγραμμίζονται οι προθέσεις όλων, προκύπτουν κόσμοι με συνοχή και αυτό υπήρχε και υπάρχει στις παραστάσεις που λες, που είναι διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά όλες φέρουν εμφανώς την υπογραφή του Άρη. Η «Φάρμα» λόγω Εθνικού τελείωσε στην ακμή της, ενώ είχε πολλά ακόμα να δώσει και τώρα με τον “Αρτούρο Ούι” το πράγμα δείχνει από μόνο του, συνεχίζουμε για δεύτερη χρονιά επειδή ο κόσμος βρίσκει κάτι ενδιαφέρον σ’ αυτό που κάνουμε εκεί.

Μιχάλης Βαλάσογλου
Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq

– Γιατί δεν είσαι στο “Σαλό”; Το είδες; Θα το δεις;
Θα ήθελα πάρα πολύ να είμαι, αλλά δεν βρέθηκε ακόμα τρόπος να διχοτομηθώ με επιτυχία, παίζαμε ίδιες μέρες. Έμαθα όμως ότι έσκισε, λίγο ζηλεύω και χαίρομαι πολύ.

– Πέντε πράγματα θα ήθελα που σε ενοχλούν στον τρόπο που λειτουργεί το ελληνικό θέατρο αυτή τη στιγμή, αυτή την περίοδο. Με βάση βιώματά σου και γενικότερη αίσθηση που αποκομίζεις.
Θα ξεκινήσω με τις επιχορηγήσεις, που είναι πράγματι μια σημαντική ενίσχυση, αλλά τα ποσά που δίνονται δεν επιτρέπουν ανοίγματα. Τα περισσότερα σχήματα ψάχνουν επιπλέον χρηματοδοτήσεις ή βάζουν από την τσέπη τους για να αμειφθούν οι συντελεστές και να κάνουν παραστάσεις όπως τις θέλουν. Το θέατρο στα σχολεία επίσης, δεν θα έπρεπε να θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ σε όλη τη χώρα; Ή δεν θα μπορούσε να υπάρχει ένα πλαίσιο για να βοηθάει τους μικρότερους θιάσους να ταξιδεύουν πιο εύκολα στο εξωτερικό; Δεν είναι απλές οι διεθνείς συμπαραγωγές, αλλά γιατί να μην υποστηριχτεί ένα δίκτυο όπως το ξεχασμένο «Σύστημα Αθήνα» να οργανώνει όλη αυτήν την κινητικότητα; Το Εθνικό έχει κάνει μια αρχή, αλλά δεν αρκεί. Η κριτική είναι κάτι ακόμα που με απασχολεί. Πέρα από τις παρουσιάσεις, χρειαζόμαστε περισσότερα κείμενα που θα αναλαμβάνουν τις συστάσεις ανάμεσα στο κοινό, το έργο και το ανέβασμα. Είναι σπουδαίο όταν συμβαίνει. Η παραγωγή νέων έργων είναι ένα ακόμα ζήτημα. Το Εθνικό είχε για μια περίοδο ένα εργαστήρι συγγραφής που το έτρεχε η Σύλβια Λιούλιου και είχα παρακολουθήσει από κοντά την εξαιρετική δουλειά που έκανε, είναι κρίμα να μην υποστηρίζεται κάτι τέτοιο θεσμικά.
Ως προς τα εργασιακά και τα μισθολογικά δε, έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε. Ευτυχώς υπάρχουν οι συλλογικές συμβάσεις στους κρατικά εποπτευόμενους οργανισμούς, αλλά στο ελεύθερο θέατρο η κατάσταση είναι δύσκολη. Και δεν μιλάω για τις εξαιρέσεις, αλλά για τον κανόνα. Αντίξοες συνθήκες εργασίας, αποκλειστικότητα ενώ πρέπει να κάνεις δύο και τρεις δουλειές παράλληλα για να επιβιώσεις, σχήματα εκ των πραγμάτων αντιφατικά. Τίποτα δεν διασφαλίζει τον ηθοποιό, που είναι ταυτόχρονα το κύτταρο και ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Όλοι δυνητικά αναλώσιμοι είμαστε, το να μετράται, για παράδειγμα, η καλλιτεχνική μας αξία μέσα από τα social δεν βοηθάει. Κάποτε ήταν τα ντεσιμπέλ στο χειροκρότημα και «πόσα γέλια βγάζεις», τώρα είναι likes και views. Εκεί που οι συνθήκες επηρεάζονται από το virality, καραδοκεί η φαιδρότητα.

– Στο Insta σου διαβάζω painter, αλλά και musician. Τι ζωγραφίζεις, τι μουσική παίζεις, ποια ιδιότητα εκ των τριών γουστάρεις περισσότερο ή κρίνεις δικαιότερο να σου αποτίνεται; Όχι σε επίπεδο εφορίας και ΙΚΑ και τα συναφή, σε επίπεδο αναγνώρισης και ταυτότητας, κοινωνικά.
Ηθοποιός είμαι. Σε ένα βιογραφικό δεκαπέντε λέξεων στριμώχνω και ιδιότητες στις οποίες έχω επενδύσει πάρα πολύ και πια τις θεωρώ ταυτοτικές μου. Με βοηθάνε και τα δύο να συγκεντρώνομαι κάνοντας κάτι όμορφο, σταματάει για λίγο το μυαλό να σκέφτεται. Ζωγραφική ξεκίνησα από παιδί και δεν τη σταμάτησα ποτέ. Κάποια στιγμή το είχα ρίξει στην εικονογράφηση, έχουμε εκδώσει πέντε παιδικά παραμύθια με την Μαρία Παγκάλου a.k.a. Little Miss Grumpy, τώρα πια κάνω μόνο πορτρέτα με λάδια και ακουαρέλες. Κάποια στιγμή θα ανοιχτώ και σ’ άλλα θέματα, προς το παρόν είμαι εκεί. Μελέτη του φωτός είναι η ζωγραφική, οπότε για κάποιον λόγο έχω μια μανία να φωτίζω πρόσωπα, δεν ξέρω γιατί. Να τα δείτε και να μου πείτε εσείς, link στο bio. Ακόμα ψάχνω το στυλ μου και μ’ αρέσει που δεν το βρίσκω, είναι ωραία εξερεύνηση. Η μουσική είναι άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Ξεκίνησα με πιάνο και το σταμάτησα λίγο πριν το πτυχίο, είχα κουραστεί πολύ με τα κλασικά. Ήθελα να παίζω τζαζ και αντ’ αυτού έπρεπε να λιώνω στον Σοπέν, πιτσιρικάς δεν μπορούσα να τα εκτιμήσω όπως θα το έκανα τώρα. Παράλληλα είχα πιαστεί και με τη Βυζαντινή και έπρεπε να διαλέξω, δεν χωρούσαν όλα. Εκεί έπεσα σε φοβερούς δασκάλους, ήμουν τυχερός. Με βοήθησαν να ακούσω τη φωνή μου, γύμνασα το αφτί μου, φτάσαμε σε πολύ υψηλό επίπεδο, τα τελευταία χρόνια διαβάζαμε αραβική μουσική σε βυζαντινή σημειογραφία. Ολοκλήρωσα τις σπουδές, πήρα δίπλωμα μουσικοδιδασκάλου και μπορούσα να βγάζω ένα καλό μεροκάματο. Συντηρούσα τα βασικά μου από δεκάξι χρονών με τη βυζαντινή, απλώς εκεί πριν τα τριάντα έγκωσα και τα παράτησα. Το μουσικό μέρος και την ποίηση τα γούσταρα πολύ, αλλά στο εκκλησιαστικό περιβάλλον πιεζόμουν αφόρητα εξ αρχής, μου ήταν τελείως ξένο, με απωθούσε. Μετά, φοιτητής, έπιασα κιθάρα και τζουρά, ήταν τέτοια τα ακούσματά μου τότε. Με λίγη μελέτη μπορώ ακόμα να παίξω τα βασικά. Τώρα το έχω ρίξει στην τρομπέτα. Στην πρώτη καραντίνα μού ήρθε τρέλα και λέω κάνε το άχτι σου γιατί θα παρανοήσουμε. Πήρα μια μαθητική και ξεκίνησα από το μηδέν. Ήταν δύσκολο για όλη τη γειτονιά στην αρχή, αλλά υπήρξε κατανόηση. Έχω το ίντερνετ από δίπλα, μελετάω με μεθόδους άνευ διδασκάλου και βγάζω κομμάτια με τ’ αφτί, το ευχαριστιέμαι απίστευτα.

– Τι ταινίες βλέπεις; Πού σ’ αρέσει να κάνεις διακοπές; Πας συχνότερα σε μπαρ ή σε ταβέρνες;
Δεν έχω συγκεκριμένο genre, μόνο τα horror και τα γλυκανάλατα του Hollywood δεν μπορώ. Παρακολουθώ κάποιους σκηνοθέτες και ηθοποιούς έτσι για να υπάρχει ένας μπούσουλας μακριά από τις random λίστες στις πλατφόρμες. Όταν θέλω να χαλαρώσω, βλέπω blockbuster και whodunit, αλλά αν μιλάμε για τέχνη είναι άλλο πράγμα. Ο αγαπημένος μου είναι ο Sorrentino, τρελαίνομαι για Zvyagintsev, Andersson, Carax, Jarmusch, McDonagh, είναι μεγάλη λίστα. Το αντίθετο με τις διακοπές. Όσο πιο κοντά στη φύση και τέλος. Αν υπάρχουν δέντρα να βάλω τη σκηνή μου από κάτω, βιβλία, κάπου κοντά να πουλάνε φαγητό, ησυχία και καλή παρέα, δεν θέλω τίποτα άλλο. Που δεν είναι και λίγα τώρα που το σκέφτομαι. Και τα ταξίδια στο εξωτερικό μου λείπουν πολύ. Όχι για δουλειά, να μπορώ να το χαρώ. Τώρα για τις εξόδους δεν έχω θέμα, όπου με τραβήξει η διάθεση. Σίγουρα μετά τις παραστάσεις το μόνο που σκέφτομαι είναι να πάω να καταβροχθίσω, τα ποτά έρχονται δεύτερα.

Μιχάλης Βαλάσογλου
Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq

– Από πότε ξεκίνησες να είσαι αυτός που είσαι σήμερα; Σε ποια ηλικία, και μετά από ποια ερεθίσματα, θεωρείς ότι τελείωσε μια πρώτη διαμόρφωσή σου, από όπου, μέχρι σήμερα, βασίζεσαι για να προσαρμοστείς, να επι-μορφωθείς, να βελτιωθείς σε πράγματα;
Γενικά δυσκολεύομαι να σκεφτώ με τομές. Διατηρώ πολύ ζωντανή την αίσθηση από καταστάσεις και περιόδους, αλλά την ανάμνηση των γεγονότων την παίρνει ο άνεμος. Τα λίγα που κρατώ ως ορόσημα σχετίζονται με μια πίστη στη ζωή, ότι σε όλο αυτό το αστείο μπορεί να δοθεί μια σημασία, ένα νόημα, μην κυλήσουνε τα χρόνια μας α-νόητα. Η ψυχανάλυση είναι σίγουρα ένα από αυτά, σχεδόν αναγνωρίζω τη ζωή μου σε πριν και μετά, με βοήθησε πολύ. Μετά είναι τα ερεθίσματα που λες. Πάντα θα θυμάμαι, ας πούμε, την πρώτη φορά που άκουσα μουσικό κολάζ του Σιγανίδη, ήμουν δεκαοχτώ χρονών και δεν το πίστευα τι άκουγα, μου ανατινάχτηκε το κεφάλι. Το πρώτο μου μάθημα σύγχρονου χορού, που είχα διονυσιαστεί, όταν διάβασα πρώτη φορά Σαραμάγκου, όταν είδα παράσταση του Παπαϊωάννου, Καραβάτζο από κοντά. Αυτά μου ’ρχονται τώρα. Με κάποια πράγματα είναι σαν να βλέπεις το μέσα σου έξω και λες ωραία, δεν είμαι μόνος, υπάρχει ελπίδα, ομορφιά, πάμε λίγο ακόμα.

– Τι κάνει μια παράσταση καλή και άξια να την παρακολουθήσει κανείς, κατά την άποψή σου; Επίσης, κατά τη γνώμη σου, υπάρχει κακό και καλό θέατρο ή θέατρο που αρέσει και που δεν αρέσει σε κάποιον;
Μεγάλο θέμα. Αναπόφευκτα για τη δική μου εμπειρία θα σου πω, ωστόσο το θέατρο ασχολείται με τη ζωή στις υψηλές θερμοκρασίες της, δεν ξέρω ποιον θα αφορούσε μια παράσταση που δεν διακινδυνεύει κανένας και δεν διακυβεύεται τίποτα. Αυτό θα σήμαινε καταστάσεις «πλήρεις», χαρακτήρες που δεν ζητάνε τίποτα στ’ αλήθεια, νεκρούς δηλαδή. Ή ψεύτες. Δεν υπάρχει τίποτα πλήρες, ολόκληρο, τέλειο, μόνον ο θάνατος. Οπότε μάλλον θα έλεγα την ειλικρίνεια σε προθέσεις και εκτέλεση και τη δραματουργία, να υπάρχει ένα νήμα που διατρέχει τα πάντα. Αυτά θεωρώ ότι φτιάχνουν μια πρώτη απαραίτητη βάση. Το «καλό» και το «κακό» λειτουργούν μια χαρά ως βάση για να αρχίσει μία κουβέντα που θα αφορά σε όλες τις αποχρώσεις ανάμεσα. Δεν χρειάζεται να τα δαιμονοποιούμε, είτε μιλάμε για θέατρο, είτε για οτιδήποτε άλλο.
Από κει και πέρα είναι όντως θέμα γούστου και προσωπικής αισθητικής. Δεν περνάω, ας πούμε, καλά στις παραστάσεις που όλα γίνονται «νιανιά» ή διδακτικά ή απλώς προβοκατόρικα. Θέλω οι θεματικές να ανοίγουν, να υπάρχει χώρος και για μένα ως θεατή να συμπληρώσω τα «κενά». Και πάντα μ’ αρέσει η κατασκευή να είναι εμφανής, να μένει ο θεατρικός μηχανισμός φανερός, έχουμε το σινεμά για την ψευδαίσθηση.

Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq

– Εσύ πώς εργάζεσαι κατά μόνας ως ηθοποιός; Ανεξαρτήτως σκηνοθεσίας και συνεργασίας. Μόνος σου, με ποιους τρόπους κουβαλάς και γνέθεις μέσα σου τον κάθε ρόλο, από πού αντλείς ερεθίσματα, πώς κατορθώνεις να πετυχαίνεις συνέπεια στη σκηνή κάθε φορά;
Τον πρώτο οδηγό τον δίνει η δραματουργία και το κείμενο, όχι περιοριστικά, ως δείκτης. Οι πηγές για το έργο, την εποχή και τον συγγραφέα εφ’ όσον υπάρχουν επίσης με βοηθάνε, προσπαθώ να καταλάβω το πριν και το μετά κάθε σκηνής και εμπιστεύομαι τη φαντασία μου. Μετά αναλόγως την περίσταση δανείζομαι από διάφορες μεριές όποια τεχνική κουμπώνει πιο καλά. Περνάω από ό,τι ξέρω και φαντάζομαι πως μπορεί να βοηθήσει. Σε κάθε περίπτωση προσπαθώ να εμπλέκω το σώμα από την αρχή. Ναι μεν το πιο σημαντικό είναι να καταλαβαίνουμε τι λέμε, αλλά ο σκηνικός χώρος ζητάει να τον γεμίσουμε και με μια γλώσσα που υπερβαίνει τον έναρθρο λόγο και λειτουργεί ανεξάρτητα από αυτόν. Απευθυνόμαστε συνολικά στις αισθήσεις των θεατών, όχι μόνο στη διάνοιά τους. Η ιδέα του «κατά μόνας» είναι λίγο περίεργη. Αφ’ ενός, ο χαρακτήρας γυροφέρνει μες το κεφάλι σου όλη μέρα, αυτό δεν σταματάει. Το υλικό μας είναι η παρατήρηση και συμβαίνει αυτόματα, τα ερεθίσματα είναι παντού, μέσα – έξω. Παρατηρείς σουλούπια, περπατήματα, τρόπους ομιλίας, μια αντίδραση στον δρόμο, τους χαρακτήρες μιας ταινίας, όλα είναι τροφή που μπορεί να φωτίσει κάτι για τον ρόλο. Τις προάλλες είχα βγει μια βόλτα με το ποδήλατο και από το πουθενά θυμήθηκα πώς με βάζαν να διαβάζω βίους αγίων και μαρτύρων όταν ήμουνα παιδάκι και με πιάσανε τα γέλια. Προσπαθούσα να καταλάβω τι σκεφτόντουσαν να δίνουν σε ένα δεκάχρονο να διαβάζει για κομμένα κεφάλια, παλουκώματα και διαμελισμούς, την ανθολογία των τρόπων να πεθάνεις βίαια. Αυτό το βίωμα δεν γίνεται να μην το φέρεις με κάποιον τρόπο στη σκηνή, όλα τα φέρνεις.
Από την άλλη το θέατρο είναι σύστημα, ένας ιστός. Ό,τι και να φαντάζεσαι μόνος σου, μία ατμόσφαιρα που υποβάλλεται από τη μουσική, το σκηνικό που σε αναγκάζει να σκύβεις κάθε τόσο, ένα στενό ρούχο, να βρεις ένα φως, ένα απρόοπτο συμβάν, οι συμπαίκτες, όλα σε πάνε κάπου αλλού. Στην πράξη δοκιμάζονται αυτά, η σκηνή τα ξερνάει ή τα επικυρώνει, τα έτοιμα από το σπίτι συνήθως δεν πιάνουν. Θέλω να δοκιμάζω μέχρι την τελευταία παράσταση, κάθε μέρα βάζω έναν στόχο, αλλιώς με ρουφάει η βαρύτητα. Συνέπεια δεν θεωρώ να κάνω καρμπόν το ίδιο πράγμα εφτά μήνες, αλλά να ψάχνω συνέχεια τι άλλο υπάρχει μέσα στο συμφωνημένο πλαίσιο.

– Κλασική ερώτηση περί σχεδίων για το μέλλον, αυτόν τον άγνωστο τύπο για τον οποίο μιλάμε συνεχώς όλες και όλοι. Εσύ εξαιρείσαι από αυτό; Τέλος πάντων, τι ετοιμάζεις καλό αυτή την εποχή που θα δούμε άμεσα;
Όχι απλώς δεν εξαιρούμαι, κάνω τα πάντα για να με απασχολεί λιγότερο! Είμαι σε μια καλοκαιρινή παράσταση που θα ταξιδέψει πολύ και σε μία μίνι σειρά σε σκηνοθεσία Κατερίνας Φιλιώτου, που ξεκινάει τώρα στα κοντά. Είμαι σίγουρος ότι θα είναι πραγματικά καλές δουλειές, θα ανακοινωθούν και τα δύο σύντομα. Παράλληλα έχω αρχίσει να εικονογραφώ κάποια δικά μου κείμενα που δουλεύω εδώ και μια δεκαετία. Είναι μικρές ιστορίες σε ποιητική φόρμα που κάποια στιγμή θα ήθελα να τις εκδώσω.

 

Ευχαριστούμε πολύ το Αγροτικόν (Μεγάλου Αλεξάνδρου 63, Περιστέρι) για τη φιλοξενία και την ευγενική παραχώρηση του χώρου για τη φωτογράφηση.