Η μυωπία είναι ένα διαθλαστικό σφάλμα και συμβαίνει όταν το μήκος του βολβού του ματιού παραμορφώνεται και γίνεται πολύ μακρύ. Οι μύωπες συνηθίζουν να μισοκλείνουν τα μάτια τους για να βελτιώσουν την όρασή τους όταν κοιτάνε ένα αντικείμενο ή ένα σημείο καθώς η συγκεκριμένη διαθλαστική ανωμαλία μας δυσκολεύει το να διακρίνουμε μακριά στον ορίζοντα. Αυτό συμβαίνει γιατί οι ακτίνες του φωτός που προέρχονται από ένα μακρινό αντικείμενο (το λεγόμενο «είδωλο») εστιάζονται μπροστά από τον αμφιβληστροειδή και όχι επάνω του, όπως είναι το φυσιολογικό.

Όσο λοιπόν γίνεται μακρύτερος ο βολβός του ματιού, τόσο χειροτερεύει η όραση. Οι οφθαλμίατροι μετρούν αυτή την παραμόρφωση σε διοπτρίες, οι οποίες αναφέρονται στη δύναμη του φακού που απαιτείται για να επανέλθει η όραση κάποιου ατόμου στο φυσιολογικό.

Οτιδήποτε χειρότερο από μείον 5 διοπτρίες (- 0.50 D) θεωρείται «υψηλή μυωπία» -κάπου μεταξύ 20 και 25% των διαγνώσεων μυωπίας σε όλο τον κόσμο ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Στην Κίνα, έως και το 90% των εφήβων και των νεαρών ενηλίκων είναι μυωπικοί. Στη δεκαετία του 1950 το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 10%. Μια μελέτη του 2012 στη Σεούλ διαπίστωσε ότι το τρομακτικό ποσοστό 96,5% των 19χρονων ανδρών ήταν μυωπικοί. Μεταξύ των μαθητών λυκείου στην Ταϊβάν, το ποσοστό είναι περίπου 90%. Στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, τα ποσοστά μυωπίας σε όλες τις ηλικίες είναι πολύ κάτω από 50%, αλλά το ποσοστό έχει αυξηθεί απότομα τις τελευταίες δεκαετίες. Εκτιμάται ότι μέχρι το 2050, ο μισός πληθυσμός του πλανήτη θα χρειάζεται γυαλιά, φακούς επαφής ή χειρουργική επέμβαση για να δει. Η υψηλή μυωπία είναι πλέον η κύρια αιτία τύφλωσης στην Ιαπωνία, την Κίνα και την Ταϊβάν.

Οι υποκατηγορίες της μυωπίας

Εκτός της υψηλής μυωπίας, υπάρχουν ακόμα 4 υποκατηγορίες της μυωπίας:

  • Χαμηλή μυωπία
  • Δευτερεύουσα μυωπία
  • Διαθλαστική μυωπία
  • Αξονική μυωπία

Μια «ωρολογιακή βόμβα»

Σύμφωνα με τους ειδικούς, αν αυτές οι αυξητικές τάσεις συνεχιστούν, είναι πιθανό εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο να τυφλωθούν πολύ νωρίτερα στη ζωή τους απ’ ό,τι οι ίδιοι -ή οι κοινωνίες στις οποίες ζουν- είναι προετοιμασμένοι γι’ αυτό. Η Nicola Logan, καθηγήτρια οπτομετρίας στο Πανεπιστήμιο Aston του Ηνωμένου Βασιλείου, το ονομάζει «ωρολογιακή βόμβα».

Όπως αναφέρει στο Eye Magazine ο Ανδρόνικος Χρυσανθόπουλος, BSc Οπτικός – Οπτομέτρης, η επίσημη βιβλιογραφία περιλαμβάνει ελάχιστα δεδομένα σχετικά με την οικονομική (κρατική) επιβάρυνση των διαθλαστικών σφαλμάτων και της μυωπίας. Η παγκόσμια οικονομική επιβάρυνση σχετικά με τη μυωπία το 2019 (διαθλαστικές επεμβάσεις, διαχείριση παθολογιών σχετικά με τη μυωπία, κ.α.) υπολογίστηκε προσεγγιστικά στα 360 δις δολάρια, με το κόστος να αναμένεται να φτάσει τα 870 δις δολάρια μέχρι το 2050.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο υπολογίζεται πως η μερική και η ολική απώλεια της όρασης των ενηλίκων επιβαρύνουν το σύστημα υγείας με 22 δις λίρες ανά έτος, ενώ αποτελέσματα έρευνας στην Αμερική έδειξαν πως περίπου 110.000.000 Αμερικάνοι μπορούν με σωστή διόρθωση να έχουν φυσιολογική διάθλαση, με το κόστος για αυτή την επίτευξη να κυμαίνεται στα 3.8 δις δολάρια ετησίως. Επιπλέον, η οικονομική επιβάρυνση εξαιτίας της απώλειας παραγωγικότητας λόγω της μη διορθωμένης μυωπίας και της μυωπικής εκφύλισης ωχράς μπορεί να φτάσουν τα 244 δις δολάρια και 6 δις δολάρια αντίστοιχα. Η οικονομική επιβάρυνση για τη διαχείριση των παθολογιών που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της μυωπίας κυμαίνονται στα 250 δις δολάρια ετησίως. Ωστόσο, τα ασφαλέστερα συμπεράσματα προκύπτουν από αποτελέσματα ερευνών σε περιοχές της Ασίας. Συγκεκριμένα, στη Σιγκαπούρη σε έρευνα το 2011 υπολογίστηκε πως τη οικονομική επιβάρυνση σχετικά με την μυωπία έφτανε τα 755.000.000 (αμερικάνικα) δολάρια.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η αύξηση των ασθενών τα επόμενα χρόνια δεν θα οφείλεται απλά στην αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού αλλά σε αύξηση της συχνότητας της μυωπίας. Η ραγδαία αύξηση του ποσοστού των ασθενών στον γενικό πληθυσμό αποδίδεται σε «περιβαλλοντικούς παράγοντες, κυρίως αλλαγές του τρόπου ζωής που προκύπτουν από έναν συνδυασμό μειωμένου χρόνου παραμονής σε εξωτερικούς χώρους και αυξημένων δραστηριοτήτων κοντινής απόστασης, μεταξύ άλλων παραγόντων» γράφουν οι συντάκτες της μελέτης στην Αυστραλία και τη Σιγκαπούρη.

Φωτ.: Bruna Araujo / Unsplash

Πολλές από τις υπάρχουσες θεραπείες είναι ακριβές και δεν λειτουργούν για όλους τους ανθρώπους με διαθλαστικές ανωμαλίες. Ορισμένοι οφθαλμίατροι προβλέπουν ένα μέλλον όπου η κακή όραση, όπως και τα στραβά δόντια, θα αποτελεί δείκτη μιας φτωχής παιδικής ηλικίας. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η πρόληψη της μυωπίας θα πρέπει να χρηματοδοτείται από το κράτος, όπως τα προγράμματα που ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να κόψουν το κάπνισμα ή να ασκούνται τακτικά. Όπως σημειώνει το Wired, μια μικρή χρηματοδότηση τώρα θα σώσει πολλά στο μέλλον. «Η πρόληψη είναι καλύτερη από τη θεραπεία», λέει ο Pei-Chang Wu, διευθυντής του Κέντρου Θεραπείας και Πρόληψης της Μυωπίας στο Kaohsiung Chang Gung Memorial Hospital και επόπτης της Οφθαλμολογικής Εταιρείας της Ταϊβάν.

Μέχρι το 2050, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Μυωπίας, το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού θα έχει υψηλή μυωπία και έως και το 70% από αυτούς θα έχουν παθολογική μυωπία -το είδος που προκαλεί τύφλωση. Αυτό σημαίνει ότι 680 εκατομμύρια άνθρωποι θα πλήττονται από απώλεια όρασης ή τύφλωση, με καταστροφικές συνέπειες για τις οικονομίες και τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης.

Με βάση τα παραπάνω, καταλαβαίνουμε πως τα κράτη, παγκοσμίως, κρατάνε στα χέρια τους όντως μια «ωρολογιακή βόμβα» που όχι μόνο υπογραμμίζει μια επερχόμενη παγκόσμια τύφλωση αλλά προετοιμάζει και την “ανατίναξη” των κρατικών Ταμείων δημόσιας υγείας. Φυσικά και ένα κράτος πρόνοιας οφείλει μέσω του κρατικού συστήματος υγείας να προσφέρει υγειονομική περίθαλψη στους πολίτες του, αλλά οι ειδικοί τονίζουν ότι οι χώρες θα πρέπει να προετοιμαστούν κατάλληλα για τη διαχείριση αυτού του διογκούμενου προβλήματος δημόσιας υγείας μέσω της πρόληψης.

Στην Ταϊβάν, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού (90%) ζει ήδη με μυωπία, και έτσι το νησιωτικό έθνος έχει βιώσει ήδη αυτό που πλησιάζει για όλες τις υπόλοιπες χώρες. Και σε μια σπάνια συγκυρία, η Ταϊβάν μπορεί επίσης να είναι το καλύτερο μέρος για να αναζητήσουμε λύσεις στο θέμα.

Η ιστορία του Pei-Chang Wu

Όταν ο Wu ξεκίνησε τη χειρουργική του καριέρα στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι περισσότεροι ασθενείς του ήταν 60-70 χρονών. Αλλά στα μέσα της δεκαετίας του 2000, άρχισε να παρατηρεί μια ανησυχητική αλλαγή: οι άνθρωποι που χρειαζόντουσαν χειρουργική επέμβαση για μυωπικά προβλήματα γίνονταν όλο και νεότεροι.

Ο διάσημος γιατρός της Ταϊβάν, ειδικεύεται στην αποκατάσταση αποκολλήσεων του αμφιβληστροειδούς, οι οποίες συμβαίνουν όταν ο αμφιβληστροειδής διαχωρίζεται από τα αιμοφόρα αγγεία στο εσωτερικό του βολβού του ματιού που τον τροφοδοτούν με οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά. Για τον ασθενή, η κατάσταση αυτή εκδηλώνεται αρχικά ως φωτεινά ή σκοτεινά στίγματα, γνωστά ως «floaters», τα οποία εμφανίζονται στην όρασή μας σαν πυγολαμπίδες. Αν δεν αντιμετωπιστούν, τα μικρά σχισίματα στον αμφιβληστροειδή μπορεί να εξελιχθούν από θολή ή παραμορφωμένη όραση σε πλήρη τύφλωση.

Γεννημένος στο Kaohsiung, ο πατέρας του, κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων Wu, του επέβαλε μια αυστηρή καθημερινή ρουτίνα: ξύπνημα στις 05:00 για καλλιγραφία και εξάσκηση στο βιολί, σχολείο από τις 07:30 έως τις 16:00. Όταν ο Wu γύριζε σπίτι τα βράδια, έπρεπε να ολοκληρώσει τις σχολικές του εργασίες. Τα Σαββατοκύριακα συμμετείχε σε διαγωνισμούς καλλιγραφίας. Στην ηλικία των 9 ετών, ο Wu πλέον είχε διαγνωστεί με μυωπία.

Σε ολόκληρο τον εκσυγχρονισμένο κόσμο, το μοτίβο αυτό καθιερώθηκε. Για να επεκτείνονται συνεχώς οι οικονομίες, η εκπαίδευση έπρεπε να αποκτήσει κεντρικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων, και καθώς αυτό συνέβαινε, τα ποσοστά μυωπίας άρχισαν να ανεβαίνουν. Αλλά σχεδόν κανείς δεν το πρόσεξε, στην Ταϊβάν ή οπουδήποτε αλλού.

Ο Pei-Chang Wu κατά τη διάρκεια εξέτασης ενός ασθενή (Φωτ.: An Rong Xu / Πηγή: Wired)

Όταν ο Pei-Chang Wu ξεκίνησε την ιατρική σχολή στις αρχές της δεκαετίας του 1990, έβλεπε πλωτά αντικείμενα –«παράξενα ζώα στον ουρανό», όπως τα αποκαλούσε- όταν έκλεινε τα μάτια του. Στην αρχή, δεν τους έδωσε σημασία και επικεντρώθηκε στην καριέρα του ως οφθαλμίατρος. Αλλά όσο εξασκούσε την ειδικότητά του, ο Wu εξέτασε εκατοντάδες ασθενείς με αποκολλήσεις αμφιβληστροειδούς που είχαν τα ίδια συμπτώματα. Ανησύχησε για τη δική του μακροπρόθεσμη όραση. Έτσι ζήτησε από έναν από τους καθηγητές του να εξετάσει τα μάτια του, ο οποίος ανακάλυψε ένα μικρό σπάσιμο στον αμφιβληστροειδή του. Ήταν ένα μικρό σκίσιμο, αρκετά μικρό ώστε να διορθωθεί με λέιζερ σε πέντε λεπτά. «Το λέιζερ με έσωσε», είπε ο Wu. «Διαφορετικά θα ήμουν τυφλός από το ένα μάτι». Ο Wu αποφάσισε ότι είχε την ευθύνη να σώσει και άλλους από την υψηλή μυωπία και τις πιθανές επιπλοκές της. «Αν εγώ δεν μπορώ να σώσω τον εαυτό μου, θα πρέπει να σώσουμε την επόμενη γενιά».

Η αρχική πρόληψη της μυωπίας στην Ταϊβάν

Το 1999, η κυβέρνηση προσπάθησε να διορθώσει το πρόβλημα των αυξητικών ποσοστών μυωπίας. Ο Jen-Yee Wu, ο οποίος εργαζόταν στο Υπουργείο Παιδείας και είχε εκπονήσει τη διδακτορική του διατριβή για την προστασία της όρασης, κλήθηκε να σχεδιάσει ένα πρόγραμμα για τα σχολεία για την αντιμετώπιση της μυωπίας, το οποίο είχε κάποιους βασικούς κανόνες: σωστό ύψος θρανίων, ώστε τα κείμενα των βιβλίων να βρίσκονται σε σωστή απόσταση από τα μάτια, μασάζ σε σημεία γύρω από τα μάτια και το πρόσωπο, περισσότερος χώρος στα τετράδια για να γράφουν οι μαθητές και το “30/10”, δηλαδή 10 λεπτά παρατήρησης του ορίζοντα για κάθε 30 λεπτά ανάγνωσης ή θέασης μιας οθόνης.

Όμως, τα μέτρα δεν προσέφεραν κάτι θετικό. Αντιθέτως, τα ποσοστά μυωπίας συνέχισαν να ανεβαίνουν και, όπως αποδείχθηκε αργότερα, η Ταϊβάν αλλά και ο ολόκληρος ο κόσμος διαχειριζόταν με λάθος τρόπο τη μυωπία. Σε αυτό το άρθρο, μπορείτε να διαβάσετε και μια σειρά από κοινές πεποιθήσεις για την υγεία των ματιών που μας ακολουθούν μέχρι και σήμερα, όπως ότι «το διάβασμα στο σκοτάδι μπορεί να επιδεινώσει την όρασή σου». Μην ξεχνάμε, φυσικά, και τις κατηγορίες που αφορούν τα smartphones, τα βιντεοπαιχνίδια κ.α. τεχνολογικές αγαπημένες -ή, και αναγκαστικές- συνήθειες του σύγχρονου ανθρώπου.

Φωτ.: 2Y Kang / Unsplash

Όλες αυτές οι δραστηριότητες εμπίπτουν στην ευρεία κατηγορία της «κοντινής εργασίας», δηλαδή στη χρήση των ματιών μας για να κοιτάξουμε κάτι κοντά στο πρόσωπό μας, η οποία ήταν ο κύριος αποδιοπομπαίος τράγος για τη μυωπία εδώ και αιώνες. Το 1611 ο αστρονόμος και επιστήμονας Johannes Kepler έγραψε: «Όσοι κάνουν πολλή κοντινή εργασία στα νιάτα τους γίνονται μυωπικοί». Το βιβλίο “Η υγιεινή του ματιού στα σχολεία” του Hermann Cohn, που δημοσιεύθηκε το 1883, έδινε ιδιαίτερη προσοχή στον φωτισμό και υποστήριζε τη χρήση προσκέφαλων για να αποτρέπουν με φυσικό τρόπο τα μάτια από το να πλησιάζουν πολύ κοντά στο κείμενο κατά την ανάγνωση.

Μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1990 άρχισε να διαφαίνεται μια καλύτερη κατανόηση των αιτιών της μυωπίας και τι θα μπορούσε να την αποτρέψει, τελικά. Τότε, ο αυστραλός ερευνητής Ian Morgan έπεσε πάνω σε ένα επιστημονικό μυστήριο που θα απορροφούσε τα επόμενα 25 χρόνια της ζωής του.

Τα παράδοξα της μυωπίας

Εκείνα τα χρόνια, ο Ian Morgan εργαζόταν ως ερευνητής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας στην Καμπέρα, όπου μελετούσε τον νευροδιαβιβαστή ντοπαμίνη και τον ρόλο του στα συστήματα σηματοδότησης του ματιού. Τότε, δεν γνώριζε πολλά για τη μυωπία, αλλά δε μπορούσε να καταλάβει πώς γίνεται τα ποσοστά μυωπίας να αγγίζουν το 80% για τους απόφοιτους λυκείου της Ανατολικής Ασίας και να είναι πολύ χαμηλότερα στη χώρα του.

Σύντομα, ο Morgan ανακάλυψε έρευνες που αμφισβητούσαν τη γενετική άποψη του Βρετανού Arnold Sorsby για τη μυωπία, η οποία έλεγε ότι υπάρχει ένα γενετικό στοιχείο στη μυωπία. Όταν ο βρετανός οφθαλμίατρος κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα, η μυωπία έγινε αντιληπτή ως μια κατάσταση που έπρεπε να αντιμετωπιστεί και όχι ως μια ασθένεια που μπορούσε να προληφθεί. Tώρα, όμως, ο Morgan εξετάζοντας διεξοδικά τα στοιχεία οδηγήθηκε σε νέα, πιο ασφαλή, συμπεράσματα.

Φωτ.: Josh Calabrese / Unsplash

Στους πληθυσμούς των Ινουίτ και των Εσκιμώων, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘70, η συχνότητα εμφάνισης της μυωπίας αυξήθηκε από 5% στο 60% σε διάστημα μιας γενιάς. Η γενετική δεν μπορούσε να εξηγήσει ένα τέτοιο άλμα. Ο Morgan άρχισε να αναζητά μια καλύτερη κατανόηση των αιτιών της μυωπίας και στις αρχές της δεκαετίας του ‘00 ήταν πεπεισμένος ότι έπρεπε να υπάρχει ένας συμπεριφορικός λόγος για αυτή την έκρηξη. Αλλά αν πραγματικά έφταιγε η λεγόμενη «κοντινή εργασία», γιατί τα προγράμματα που δοκιμάστηκαν στην Κίνα και την Ταϊβάν δεν είχαν λειτουργήσει;

Τα αποτελέσματα μιας διετούς μελέτης του Morgan, τα οποία δημοσιεύθηκαν σε μια εργασία-ορόσημο του 2008, επιβεβαίωσαν τις υποψίες του. Τα συνολικά ποσοστά μυωπίας μεταξύ των παιδιών 12 χρονών της Αυστραλίας, περίπου 13%, ήταν σημαντικά χαμηλότερα από ό,τι στην Ασία. Ο Morgan και η ομάδα του εξέτασαν επίσης τους συμμετέχοντες στην καθημερινή ρουτίνα και τα χόμπι τους και ανακάλυψαν μια εκπληκτική σχέση:

Όσο περισσότερο χρόνο περνούσαν τα παιδιά έξω, τόσο λιγότερο πιθανό ήταν να έχουν μυωπία.

Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό;

«Γνωρίζαμε ότι το φως διεγείρει την απελευθέρωση της ντοπαμίνης από τον αμφιβληστροειδή και γνωρίζαμε ότι η ντοπαμίνη μπορούσε να ελέγξει τον ρυθμό με τον οποίο το μάτι επιμηκύνεται», λέει ο Morgan. Χωρίς επαρκή έκθεση στο ηλιακό φως, το ανθρώπινο μάτι συνεχίζει να μεγαλώνει, οι εικόνες εστιάζονται μπροστά στον αμφιβληστροειδή και η όραση γίνεται θολή.

Όταν ο Pei-Chang Wu ανακάλυψε τη μελέτη του Ian Morgan

Την ίδια περίπου με την έρευνα του Morgan, ο Wu πραγματοποιούσε τη δική στο Cimei της Ταϊβάν και παρατήρησε το ίδιο φαινόμενο. Περισσότερος χρόνος σε εξωτερικούς χώρους ισοδυναμούσε με λιγότερη μυωπία. Ανακαλύπτοντας τα ευρήματα του Morgan, ο Wu πήγε ένα βήμα παραπέρα το θέμα της μυωπίας και από απλός επιστημονικός παρατηρητής της μυωπίας, προσπάθησε να την καταπολεμήσει.

Εκείνη την εποχή, η κυβέρνηση της Ταϊβάν είχε δώσει οδηγίες στα σχολεία να σβήνουν τα φώτα στις τάξεις και να στέλνουν τα παιδιά έξω στα διαλείμματα για εξοικονόμηση ενέργειας. Ο Wu έπεισε τον διευθυντή του σχολείου του γιου του να κάνει κάτι παραπάνω από αυτό και να βγάζει τα παιδιά εκτός τάξης 6 φορές την ημέρα, πράγμα που σήμαινε επιπλέον 6,5 ώρες υπαίθριου χρόνου κάθε εβδομάδα. Όταν ο Wu έκανε μετρήσεις κατά την έναρξη του προγράμματος, τον Φεβρουάριο του 2009, ο επιπολασμός της μυωπίας μεταξύ των παιδιών ηλικίας 7-11 ετών ήταν περίπου 48%. Ένα χρόνο αργότερα, το σχολείο του γιου του συγκριτικά με ένα άλλο σχολείο όπου δεν εφαρμόστηκε το πρόγραμμα, είχε σχεδόν μισό ποσοστό νέων περιπτώσεων μυωπίας.

Φωτ.: Vitolda Klein / Unsplash

Στη συνέχεια, ο Wu δημιούργησε ένα πρόγραμμα βασισμένο στις αρχές της καλής υγείας των ματιών που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε ολόκληρη τη χώρα. Βέβαια, για να το κάνει αυτό, έπρεπε να ανατρέξει στην μελέτη του Morgan για να δει πόσο χρόνο πρέπει να περνούν τα παιδιά στην ύπαιθρο. Τα παιδιά στην Αυστραλία περνούσαν κατά μέσο όρο 13,5 ώρες την εβδομάδα έξω, ενώ μια άλλη μελέτη πρότεινε 14 ώρες. Και έτσι οι 2 ώρες την ημέρα έγιναν ο ακρογωνιαίος λίθος της εθνικής στρατηγικής της Ταϊβάν για τη μυωπία (Tian-Tian 120), που ξεκίνησε το 2010.

Τα αποτελέσματα του προγράμματος Tian-Tian 120 ήταν άμεσα και εντυπωσιακά. Μετά από χρόνια ανοδικής τάσης, ο επιπολασμός της μυωπίας μεταξύ των παιδιών του δημοτικού σχολείου της Ταϊβάν κορυφώθηκε το 2011 στο 50% και στη συνέχεια άρχισε να μειώνεται. Μέσα σε λίγα χρόνια, το ποσοστό ήταν στο 46,1%.

Πρόληψη από το νηπιαγωγείο

Ο Der-Chong Tsai, μετά την ολοκλήρωση του διδακτορικού του στην επιδημιολογία στις αρχές της δεκαετίας του 2010, και αφού είχε εντυπωσιαστεί από το έργο του Wu και του Morgan, θεώρησε ότι μια σημαντική παρέμβαση θα μπορούσε να κάνει ακόμα μεγαλύτερη διαφορά. Ο Tsai δεν ήθελε απλώς να επιβραδύνει τη μυωπία, αλλά να την εμποδίσει να εμφανιστεί εξ αρχής -είχε διαπιστωθεί ότι για κάθε χρόνο καθυστέρησης της εμφάνισης της μυωπίας, η τελική σοβαρότητα της πάθησης μειώνεται κατά 0,75 διοπτρίες. «Πιστεύαμε ότι [για την πρόληψη] το δημοτικό σχολείο ήταν πολύ αργά», δήλωσε ο Tsai. «Όσον αφορά την πρόληψη της μυωπίας, όσο νωρίτερα τόσο το καλύτερο».

Η κομητεία Yilan εφαρμόζει τώρα ένα από τα πιο φιλόδοξα προγράμματα πρόληψης της μυωπίας στον κόσμο. Κάθε χρόνο, ο Tsai και η ομάδα του επισκέπτονται κάθε νηπιαγωγείο στην περιοχή, κάνοντας διαγνωστικές εξετάσεις για να εντοπίσουν αυτό που ονομάζεται «προ-μυωπία», δηλαδή τα πρώτα σημάδια του οφθαλμικού βολβού που γίνεται πολύ μακρύς.

Σήμερα, ο Tsai ελέγχει περισσότερο από το 98% των παιδιών προσχολικής ηλικίας στην κομητεία Yilan και έχει ανακαλύψει εκατοντάδες περιπτώσεις προ-μυωπίας που δεν θα είχαν εντοπιστεί μέχρι πολύ αργότερα, όταν η μυωπία θα ήταν πιο προχωρημένη. Στα παιδιά που κινδυνεύουν περισσότερο από την ανάπτυξη μυωπίας χορηγείται ατροπίνη παράλληλα με τον χρόνο τους στην ύπαιθρο και τα αποτελέσματα είναι θεαματικά. Μέχρι το τέλος του 2016, μετά από δύο χρόνια, το πρόγραμμα Yilan είχε μειώσει τον επιπολασμό της μυωπίας στην περιοχή κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες. Μεταξύ της πρωτοβουλίας Tian-Tian 120, που απευθύνεται σε μεγαλύτερα παιδιά, και του προγράμματος Yilan, η Ταϊβάν πλέον μπορούσε να δει τον κόσμο πιο καθαρά.

Κοιτάζοντας το μέλλον χωρίς μυωπία

Λόγω του εγκλεισμού που έφερε η πανδημία Covid-19, παρατηρήθηκε ένα σχετικό πισωγύρισμα στα ποσοστά μυωπίας της Ταϊβάν -δεν αυξήθηκαν, τουλάχιστον- και φυσικά έφερε μια αύξηση των περιπτώσεων παγκοσμίως, ωστόσο, έχει πλέον αποδειχθεί ότι η παρέμβαση και η παρακολούθηση στα παιδιά μικρής ηλικίας είναι η καλύτερη στρατηγική που μπορεί ένα κράτος να ακολουθήσει.

Για παράδειγμα, στην Κίνα, υπάρχουν πρότυπα τάξεων με γυάλινους τοίχους, έτσι ώστε τα παιδιά να έρχονται σε οπτική επαφή με τους εξωτερικούς χώρους χωρίς να γίνονται περικοπές από το μάθημα. Βέβαια, στην Ελλάδα, όπου αρκετά σχολεία έχουν ακόμα κοντέινερ για σχολικές αίθουσες, καταλαβαίνουμε ότι κάτι τέτοιο είναι ουτοπικό.

Τουλάχιστον, αν δεν καεί ό,τι μας έχει απομείνει ως φύση, μπορούμε πάντα από μόνοι μας να κοιτάμε έξω. Είναι ανέξοδο και σίγουρα θα βελτιώσει τον τρόπο με τον οποίο κοιτάμε τον κόσμο.

➪ Με πληροφορίες από: Wired, Wikipedia, Virus, Eye Magazine, Optics-Optometry