Ας αρχίσουμε από τα βασικά και τα αυτονόητα: η Τέχνη, είτε Μουσική, είτε Ζωγραφική, είτε Θέατρο, είτε Κινηματογράφος, είτε Λογοτεχνία, είναι κάτι δυναμικό και ρέον. Αλλάζει διαρκώς μορφές και ιδεολογικά / διαλεκτικά σχήματα, κατά το δοκούν του δημιουργού του.

Το ίδιο ισχύει και για την κριτική αποτίμηση αυτής της Τέχνης: είναι και αυτή δυναμική και ρέουσα και αλλάζει επίσης ελέω διαφόρων παραγόντων (της ηλικίας του κριτικού, της εμπειρίας του, των γνώσεών του, του βαθμού με τον οποίο «συλλαμβάνει» το έργο τέχνης που πρέπει να ερμηνεύσει).

Που σημαίνει ότι, όπως ένας καλλιτέχνης μπορεί στα 20 του χρόνια να είναι έτσι και στα 40 του να είναι γιουβέτσι, έτσι και ο αποτιμητής του έργου του ενδεχομένως να ερμήνευε αλλιώς και με άλλη ματιά το ίδιο ακριβώς έργο στα 20 του χρόνια και στα 40 του.

Δεν υπάρχει πιο τρανταχτό παράδειγμα από το αμιγώς προσωπικό μου: στα 15 μου χρόνια που πρωτάκουσα Joy Division, είπα από μέσα μου «μωρ’ τι μαλακίες ακούω τώρα», έκλεισα την cdιέρα και έβαλα το «Unknown Pleasures» στο ράφι με τα υπόλοιπα cd. Τους «έπιασα» στα 20 μου και πλέον, στα 45 μου χρόνια, είναι μια από τις 10 αγαπημένες μου μπάντες. Αν μου έδιναν να κάνω κριτική ή παρουσίαση το «Unknown Pleasures» στα 16-17 μου, θα του έβαζα ένα 5αράκι και πολύ θα του ήταν. Στα 21 μου, το ίδιο αυτό 5, θα είχε διπλασιαστεί και θα είχε γίνει 10/10. Επίσης, με την ίδια λογική, μπορεί στα 60 μου χρόνια, το ίδιο 10άρι στο «Unknown Pleasures», να μετατραπεί σε 7. Δεν το πολυκόβω να συμβαίνει, αλλά φροντίζω να κρατάω πάντα ένα ανοικτό μυαλό ως προς παν πιθανό ενδεχόμενο.

Αυτά περί απόλυτης σχετικοποίησης τόσο της ίδιας της Τέχνης, όσο και της ίδιας της ερμηνείας της δεν τα λέω εγώ. Tα αναφέρουν με κρυσταλλώδη σαφήνεια στα βιβλία τους πολύ σπουδαιότεροι από μένα μελετητές της Ποπ Κουλτούρας και της Ιστορίας της Τέχνης, όπως ο έγκριτος βρετανός μουσικοκριτικός Simon Reynolds και ο αυστριακός ιστορικός τέχνης Ernst Gombrich.

Η Τέχνη λοιπόν είναι δυναμική και ρέουσα. Το ίδιο και οι απόψεις μας. Ομοίως και οι απόψεις των καλλιτεχνών.

Είναι σαν τους τύπους που άρχισαν, το 1996, να πετάνε «καντήλια» στους Metallica, όταν έκοψαν τα μακριά μαλλιά τους και κυκλοφόρησαν το όχι-τόσο-βαρέων-βαρών άμπουμ «Load».

«Προδοσία» θεωρήθηκε τότε η αλλαγή αυτή (κομμωτική και ηχητική) των Metallica. Οι μισοί τους πέρασαν από… γενεές δεκατέσσερις και οι άλλοι μισοί τους υπερασπίζονταν.

Οι μισοί οπαδοί τους έβλεπαν κάθε πιθανή αλλαγή του ήχου (και του μήκους των μαλλιών τους) ως μια δυνητική «αποστασία» των ιδανικών του thrash metal, ενώ οι άλλοι μισοί καλοείδαν και καλοάκουσαν το «νέο ήχο» της μπάντας και τους υπερασπίστηκαν σθεναρά (με επιστολές και γράμματα στο Metal Hammer της εποχής εκείνης.

Ποιοι από τους δυο είχαν δίκιο τότε; Κατά ένα οξύμωρο τρόπο, την ίδια στιγμή αμφότεροι αλλά και κανείς από τους ίδιο.

Γιατί κάθε έργο τέχνης, εξίσου οξύμωρα, μπορεί να ερμηνευτεί αφενός την ίδια στιγμή της κυκλοφορίας του, αλλά (πολύ πιο ασφαλώς) ετεροχρονισμένα και in hindsight, που λένε και οι βρετανοί μουσικοκριτικοί. Δηλαδή «εκ των υστέρων» και με την σαφήνεια και την ασφάλεια του «προϊόντος χρόνου».

Δικαιώθηκαν οι Metallica το 1996 για την ριζική αυτή αλλαγή που επέλεξαν να κάνουν; Αυτό και αν είναι κάτι ρέον ως άποψη και θέση.

Ισως να πρέπει να απευθυνθούμε, ως απάντηση σε αυτό, σε όλους εκείνους που το 1996 τους «έκραζαν»: άλλαξαν γνώμη, 27 χρόνια μετά; Ή παραμένουν σταθεροί στην αρχική τους άποψη;

Και, αντίστοιχα, σε όλους εκείνους που τους υπερασπίστηκαν πριν 27 χρόνια, θα τους ρωτούσαμε: «πώς σας φαίνεται σήμερα το Load; Εξακολουθείτε να το θεωρείτε “μια γενναία αλλαγή εκ μέρους τους” ή το έχετε αποκηρύξει;»

Η έννοια του «ιερού» στην Τέχνη

Η κριτική (μουσικοκριτική και μη) εδώ και δεκαετίες ταλανίζεται από το καίριο ερώτημα: υπάρχουν «ιερές αγελάδες» στην Τέχνη ή όχι;

Είναι κάποια έργα τέχνης ή, αντίστοιχα, δημιουργοί «απλησίαστοι και απλησίαστα» ως καλλιτεχνικές οντότητες και δεν κάνει να τα αγγίζουμε γιατί θα τυφλωθούμε από το φως τους και θα πέσουμε με τα μούτρα στη θάλασσα, όπως ο Ίκαρος που ήθελε να πετάξει όσο πιο κοντά γίνεται στον ήλιο;

Μπορούμε να «αγγίζουμε» άφοβα (και συχνά ανερυθρίαστα) τον Αριστοφάνη, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη ή οι προαναφερθέντες είναι «τοτέμ» που δεν μπορούμε να διασκευάσουμε κατά το δοκούν (μας), αλλά το μόνο που θα έπρεπε να κάνουμε είναι να τα βάλουμε πάνω σε ένα βάθρο και να τα προσκυνάμε εις τον αιώνα τον άπαντα;

Η απάντηση εδώ είναι το ίδιο «διπολική» όπως και οι προηγούμενες που απαντήθηκαν: συμβαίνουν εξίσου και τα δυο ταυτόχρονα, δηλαδή υπάρχουν έργα και δημιουργοί που όντως είναι «τζιζ» και οιαδήποτε απόπειρα καλλιτεχνικής μεταποίησης ή παράλλαξης τους αποτελεί μια μάταια υπόθεση που συνήθως καταλήγει σε παταγώδη αποτυχία.

Όπως αντίσοιχα, υπάρχει και η έννοια του «όλα – μα όλα – μπορούν να πειραχτούν αν συντρέχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις και συνθήκες».

Ότι τίποτα δεν είναι «ιερό» και, ναι, γιατί όχι, ξεσκίστε τον κάθε Αριστοφάνη και τον κάθε Μαρκόπουλο εις το όνομα της Τέχνης -και της «καλλιτεχνικής ροής».

Πάνω απ’ όλα πρέπει να θυμόμαστε το θέσφατο ότι από την στιγμή που ένα έργο φεύγει και αποχωρίζεται τον δημιουργό του, δεν ανήκει σε αυτόν, αλλά στο publicum. Το κοινό. Την δημόσια σφαίρα. Αποτελεί συλλογική κατάκτηση που έχει ξεφύγει έτη φωτός από τον αρχικό του δημιουργό.

Όπερ και σημαίνει ότι για κάποιους είναι «ντροπή» η Λένα Κιτσοπούλου να διασκευάζει τους «Σφήκες» του Αριστοφάνη με τον τρόπο που το έκανε στην πρόσφατη πρεμιέρα της παράστασης στην Επίδαυρο.

Αλλά την ίδια στιγμή, οι «Σφήκες» και η κάθε κωμωδία ή τραγωδία του Αισχύλου / Ευριπίδη / Σοφοκλή ανήκουν πλέον στη δημόσια σφαίρα εδώ και 2.500 χρόνια και ο καθένας, από την Κιτσοπούλου μέχρι τον Τσάβαλο, έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να κάνει ό,τι γουστάρει με το έργο, κατά την πάγια πεποίθηση ότι, την ίδια στιγμή, όλα είναι ιερά, αλλά και όλα είναι ρέοντα – γι’ αυτό και στο δελτίο Τύπου της παράστασης η Κιτσοπούλου αναφέρεται ως «ανίερη».

Δηλαδή, ειλικρινά, τι περίμεναν όσοι πήγαν να δουν την παράσταση των «Σφηκών» και μετά έφυγαν από την Επίδαυρο γράφοντας κάτι υπερβολικές μαλακίες του στυλ «εγώ δεν ξαναπατάω στα ιερά χώματα της Επιδαύρου» (ποια ιερά μωρέ, που τα έχουν κατουρήσει δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που τους έπιασε συχνοούρια μετά από 3 ώρες παράστασης;) και «θέλω τα λεφτά μου πίσω γι’ αυτό το ανοσιούργημα που είδα» (ποια λεφτά ρε φίλε ή φιλενάδα, μήπως θέλεις και γραπτές εγγυήσεις ότι θα σου αρέσει κάτι, προτού καν πας να το δεις;);

Εργο της Κιτσοπούλου πήγαν να δουν. Δεν ήξεραν, δεν ρώταγαν; Είναι σα να πάω εγώ αντίστοιχα με μια συναυλία των Slayer και να παραπονεθώ κατόπιν για την υπερβολική ένταση της μουσικής. Θα είμαι μαλάκας; Θα είμαι.

Μια επίσης σημαντική παράμετρος είναι ο χώρος όπου διαδραματίζεται κάτι, γιατί προσδίνει μια (μόνο φαινομενικά) «ιερότητα» στην εκάστοτε παράσταση: Λόγου χάρη, οι «Σφήκες» επικρίθηκαν επειδή ανέβηκαν στην Επίδαυρο. Αν ανέβαιναν και παίζονταν στο Θέατρο Βράχων ή στο Θέατρο Πέτρας, δεν θα είχε ανοίξει ρουθούνι, που λένε.

Όλοι θα το προσπερνούσαν. Αλλά όχι: η Επίδαυρος. λόγω ακριβώς αυτής της βαρύτητας και της ιστορίας που την συνοδεύει, προκαλεί αισθητική «αρτηριοσκλήρωση» σε πολλούς.

Αντίστοιχα φυσικά, ο κάθε ένας που είδε την παράσταση [να σημειώσω ότι εγώ δεν την είδα], εννοείται ότι έχει δικαίωμα να εκφράσει την αποψάρα του και την γνώμη του, όπως πιστεύει και θεωρεί ο ίδιος.

Του άρεσε; Καλώς.

Την βρήκε μέτρια και χλιαρή; Επίσης καλώς.

Την βρήκε αισχρή και προβλητική απέναντι στον Αριστοφάνη και τα «ιερά χώματα της Επιδαύρου»; Επίσης καλώς.

Η ζωή συνεχίζεται και ο πλανήτης θα συνεχίσει να γυρνάει χωρίς την γνώμη τους και, φυσικά, χωρίς την γνώμη του κάθε δημοσιογράφου / κριτικού, όπως ο γράφων. Το γνωρίζουμε αυτό.

Απλώς μην ξεχάσουμε τα αυτονόητα: ότι, στα πλαίσια του ρέοντος που προαναφέραμε, τόσο η Τέχνη, όσο και η κριτική αποτίμηση αυτής, θα συνεχίσουν να υφίστανται με ή χωρίς την θέλησή μας και είτε το θέλουν κάποιοι, είτε όχι.

Μην ξεχνάτε ότι κάποιοι πληρωνόμαστε και ζούμε από αυτό. Την ερμηνεία ή / και παρουσίαση της κάθε μορφής Τέχνης, εννοώ. Όχι απαραίτητα την κριτική, η οποία, ως έννοια, εμπεριέχει ένα αρνητικό πρόσημο, αυτό του «κρίνειν / επικρίνειν / κατακρίνειν» και κάποιοι ενοχλούνται από αυτό.

Από την Κιτσοπούλου στον Μαρκόπουλο και στη Μαρίνα Σάττι

Είναι «ιερό τέρας» της κωμωδίας ο Αριστοφάνης; Φυσικά και είναι. Ξεκάθαρα.

Εχει δικαίωμα η Κιτσοπούλου να τον «πειράξει» όπως γουστάρει η ίδια στους «Σφήκες»; Φυσικά και έχει. Άφοβα και δίχως δειλίες και προσκόμματα.

Είναι «ιερό τέρας» της ελληνικής μουσικής ο Γιάννης Μαρκόπουλος; Φυσικά και είναι. Ξεκάθαρα.

Εχει δικαίωμα ο Παύλος Παυλίδης να τον «πειράξει» όπως γουστάρει ο ίδιος στο πρόσφατο «Πέρα από τη Θάλασσα»; Φυσικά και έχει. Άφοβα και δίχως δειλίες και προσκόμματα.

Είναι, με τη σειρά τους, «ιερό τέρας» η Κιτσοπούλου και ο Παυλίδης και δεν μπορούμε να τους πιάνουμε στο στόμα μας επειδή η μεν πρώτη είναι (γνήσια ή ντεμέκ) «αιρετική» και τολμάει να τα αναποδογυρίσει όλα, ο δε δεύτερος επειδή, ως άλλος Αη Γιώργης τα έβαλε με τον «δράκο» που λέγεται Μαρκόπουλος;

Ας το εξετάσουμε σε μερικά χρόνια αυτό και in hindsight. Εκ των υστέρων και με την σοφότητα που θα προσδώσει σε όλους μας ο χρόνος που θα παρέλθει.

Μέχρι τότε, ας εξετάσουμε την προσέγγιση και τις προθέσεις τους.

Πέτυχαν; Απότυχαν;

Κατάφεραν ή απέτυχαν να περάσουν τον «Ρουβίκωνα» της αισθητικής «τοτεμοποίησης» του Αριστοφάνη και του Μαρκόπουλου, φέρνοντας αντίστοιχα, και να του δώσουν μια άλλη (φρέσκια ή μπαγιάτικη) καλλιτεχνική πνοή;

Αυτο έγκειται στο αισθητήριο (και την γενικότερη Αισθητική) του καθενός από εμάς που προσεγγίζουμε το όλο εγχείρημα είτε αυστηρα ως ακροατές και θεατές, είτε, ταυτόχρονα και την ίδια στιγμή, ως ακροατές / θεατές αλλά και δημοσιογράφοι / κριτικοί / ερμηνευτικοί «μεσάζοντες» ανάμεσα στον εκάστοτε καλλιτέχνη και το publicum. Το κοινό στο οποίο απευθύνεται (ή και όχι).

Πριν μερικές ημέρες έγραψα ένα κείμενο για την Μαρίνα Σάττι. Θεωρώ ότι ήταν ένα κείμενο που προσέγγιζε την Σάττι δίχως εμπάθεια και δίχως καμία διάθεση να την προσβάλει ως άτομο, απλά επισημαίνοντας κάποια πράγματα υπό το πρίσμα της μουσικοκριτικής (και πάντα με την σαφή παραδοχή ότι αμιγώς ως περφόρμερ, όπως την έχω δει ζωντανά, η Σάττι ήταν, είναι και θα είναι εξαιρετική).

Φυσικά, σε μια εποχή όπου ακόμη και η Μαρίνα έχει γίνει «τοτέμ» από τους ακροατές / οπαδούς της και σε μια χρονική συγκυρία όπου κανείς δεν μπορεί να γράψει τίποτα αρνητικό για κανέναν δίχως κάποιος να παρεξηγηθεί / βάλει τα κλάματα / οργιστεί / κλαίει κάτω από την ντουζιέρα του σε εμβρυακή στάση επειδή είπαν κάτι αρνητικό για τον αγαπημένο του καλλιτέχνη, όλα αυτά μοιάζουν επικίνδυνα. Σχεδόν «extreme σπορ», δημοσιογραφικά μιλώντας.

Ολοι πρέπει να έχουν «θετική άποψη» για όλους και όλα, τίποτα αρνητικό δεν μπορεί να λέγεται και ούτε καν να υπονοείται, σε αυτή την παράλογη εποχή του αισθητικού «ισαποστακισμού», που δεν μπορεί κανείς που διαθέτει δημόσιο λόγο να αρθρώσει μια έστω υπόνοια κριτικής σε «ιερά τέρατα» της κουλτούρας και της διανόησης, είτε αυτά λέγονται Αριστοφάνης, είτε Κιτσοπούλου, είτε Σάττι, είτε Μαρκόπουλος.

Λίγες ώρες μετά δέχτηκα «βροχή» μηνυμάτων, εκ των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία αναφερόταν σε μένα ως «γέρο», «γερομπαμπαλή», «γκρινιάρη» και «άσχετο». Και καλώς όλα αυτά, τα δέχομαι και μάλιστα μέχρις ενός σημείου μπορεί κάλλιστα και να ισχύουν (ο καθένας από εμάς πρέπει να γνωρίζει και να έχει απόλυτη επίγνωση των ορίων του ως επαγγελματία και των όποιων limitations του, γι’ αυτο και να προσπαθεί μέρα με την ημέρα να τα ξεπεράσει και να γίνει καλύτερος).

Ωστόσο, πλην 2-3 εξαιρέσεων, κανένα από τα μηνύματα αυτά δεν κόμιζαν κάτι χρήσιμο – ένα όχι εκ βαθέων, αλλά έστω επιδερμικό επιχείρημα – στην όλη κουβέντα περί Σάττι.

Διαβάστε π.χ. ένα από αυτά.

Κατόπιν, υπήρχαν φυσικά και αυτοί που εγκαλούσαν τον γράφοντα ότι «δεν γνωρίζει πραγματικά από μουσική, αλλά είναι απλά είναι εμπαθής κριτικός που γράφει για την Σάττι επειδή την ζηλεύει που εκείνη γράφει μουσική και αυτός όχι».

Υπάρχει και εδώ ένας απλός αντίλογος: κατά πρώτον, προφανώς και για κάποιους δεν έχω δικαίωμα να ασκήσω κριτική αν πρώτα δεν καταθέσω διαπιστευτήρια «μουσικοσύνης», πόσα μουσικά όργανα έπαιζα ή συνεχίζω να παίζω, σε πόσα συγκροτήματα ενδεχομένως να ήμουν στα νιάτα μου, τι σπουδές μουσικής έχω κάνει σε πρακτικό ή θεωρητικό επίπεδο και διάφορα άλλα τινά τα οποία δεν γνωρίζουν a priori (και ασφαλώς δεν χρειάζεται να μάθουν και ποτέ) ώστε εγώ να διαθέτω τα κατάλληλα, γι’ αυτούς «εχέγγυα» να γράφω για μουσική και για την Μαρίνα Σάττι.

Κατά δεύτερον, όλοι αυτοί ξεχνάνε κάτι πολύ σημαντικό: όλοι όσοι έκαναν κριτική στα έργα του Νταλί ή του Πικάσο δεν ήταν ζωγράφοι και οι ίδιοι. Δεν είχαν πιάσει ποτέ πινέλο στα χέρια τους, δεν είχαν κάτσει ποτέ τους μπροστά από έναν λευκό καμβά.

Είμαι σίγουρος ότι οι ανωτέρω μελετητές της Ποπ Κουλτούρας και της Ιστορίας της Τέχνης, όπως ο έγκριτος βρετανός μουσικοκριτικός Simon Reynolds και ο αυστριακός ιστορικός τέχνης Ernst Gombrich ποτέ τους δεν κατηγορήθηκαν από κάποιον ότι είναι «άσχετοι» και «πουθενάδες» επειδή ο μεν πρώτος δεν έπαιζε κάποιο μουσικό όργανο, ούτε είχε σπουδάσει σολφέζ και αρμονία ή ο δεύτερος δεν είχε ζωγραφίσει ούτε έναν πίνακα στη ζωή του.

Και, τέλος πάντων, στο παλικάρι που έγραψε τα παρακάτω στην δημοσίευση του άρθρου της Σάττι στο Facebook του Olafaq, να του υπενθυμίσω ότι αφενός η κριτική έχει ως προαπαιτούμενό της να «βάλλεις κατά κάποιου» [αν δεν το επιθυμεί ή αν το βρίσκει ενοχλητικό ως προς τις ιδεολογικές ή θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ας πάει την Κυριακή το πρωί στο Κατηχητικό της ενορίας του] και πως αφετέρου οι καλύτεροι μουσικογραφιάδες που ξέρω και διαβάζω ΔΕΝ έχουν σπουδάσει μουσική και μουσικολογία.

Συνήθως είναι δικηγόροι, αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι ή real estate agents.

Που θέλω να καταλήξω με όλα αυτά;

Ότι (πολύ καλώς κατ’ εμέ) η Τέχνη, οι καλλιτέχνες / δημιουργοί, αλλά και οι αποτιμητές αυτής και αυτών είναι ικανά ακόμη να προκαλέσουν αυτές τις συζητήσεις και τις έριδες, ακόμη και ένα λεκτικό «πυξ λαξ» ανάμεσα σε κριτικούς και «κριτικούς» [που είναι με την σειρά τους όσοι κρίνουν τους κριτικούς, οπότε ας μην το παίζουν και πολύ τιμητές].

Αυτό είναι, άλλωστε, και ένα από τα προαπαιτούμενα, αλλά την ίδια στιγμή και μια πανηγυρική κατάκτηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας: να προκαλεί συζήτήσεις και ζυμώσεις σε όλους τους συμμετέχοντες.

Κοινώς, αξίζει να «γίνουμε μπίλιες» στο Διαδίκτυο για την κάθε Σάττι και την κάθε Κιτσοπούλου;

Κατά την γνώμη μου ναι, αρκεί να είναι στα πλαίσια της γόνιμης κουβέντας και όχι στο πλαίσιο του ξεκατινιάσματος (που και αυτό πλάκα έχει, αλλά έως ένα σημείο και πάντα όταν δεν προσβάλει, έργω και λόγω, τους κομιστές μιας άποψης ή κριτικής).

Η Τέχνη, η Μουσική, το Θέατρο, το Σινεμά, η Λογοτεχνία είναι όμορφα και απολύτως χρήσιμα στη ζωή και την καθημερινότητά μας γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο: αφενός δεν περιχαρακώνονται πίσω από μια και μόνο άποψη (ακόμη και τα σπουδαιότερα έργα τέχνης που μπορείτε να σκεφτείτε έχουν σφοδρούς πολέμιους) και αφετέρου, επειδή δεν αξιολογούνται ή ερμηνεύονται με όρους θετικών επιστημών, με όρους μαθηματικών, φυσικής ή χημείας, δηλδή με όρους Απόλυτους, αλλά με την «αντικειμενικότητα της υποκειμενικότητας» μας, δηλαδη με όρους Σχετικούς.

Και, κατά τον Βολταίρο, «όλα στην ζωή μας είναι σχετικά και γι’ αυτό απολύτως ανεκτά».