Ψηφίζω διαρκώς, συνεχώς και αδιαλείπτως από το 1996.

Επί 27 συναπτά χρόνια, δεν έχω χάσει καμία εκλογική διαδικασία – ήμουν πάντα παρών, στα εκλογικάς επάλξεις, που λένε, έτοιμος, ενημερωμένος και κατάλληλα προετοιμασμένος να ρίξω την ψήφο μου στο κόμμα ή τον υποψήφιο που πίστευα ότι αφενός με εκπροσωπούσε (σχεδόν) πλήρως και αφετέρου σε κάποιον (πολιτικό σχηματισμό ή υποψήφιο) που θεωρούσα ότι μπορεί να βελτιώσει τα πράγματα.

Όχι απαραίτητα να τα αλλάξει, αλλά να τα βελτιώσει (η διαφορά ανάμεσα στα δυο είναι πολύ συγκεκριμένη και οι πολιτικοί αναλυτές την θεωρούν ως την πλέον σημαντική ως προς την επιλογή ενός κόμματος εκ μέρους ενός ψηφοφόρου).

Ωστόσο, στις εκλογές της Κυριακής, θα «σπάσει η παρθενιά» της αποχής και για πρώτη φορά έχω αποφασίσει ότι δεν θα προσέλθω στο εκλογικό κέντρο να ψηφίσω.

Είναι, ομολογούμενως, κάτι που με βάζει σε πολύ βαθιές σκέψεις, μετά από μια διαρκή συμμετοχή 27 συνεχόμενων ετών.

Αλλά τι να κάνω; Πήγα στις εκλογές της 21ης Μαϊου να ψηφίσω και έφαγα μια κρυάδα και ένα ξενέρωμα άνευ προηγουμένου.

Και όσο και να λέω από μέσα μου ότι η ψήφος είναι πολιτική δύναμη, όσο και να είμαι με το ένα πόδι ήδη μέσα στο εκλογικό τμήμα για να εκτελέσω το εκλογικό μου καθήκον, άλλο τόσο σκέφτομαι το βασικότερο όλων: η ψήφος δεν είναι υποχρέωση. Είναι δικαίωμα.

Έχουμε «δικαίωμα ψήφου» και όχι «υποχρέωση ψήφου». Η «υποχρέωση» υπάρχει μόνο στο συναίσθημά μας και το θυμικό μας -ενδεχομένως και σε ένα αλλόκοτο peer pressure.

Το πολίτευμά μας το ίδιο μάς δίνει την δυνατότητα και την επιλογή του να μην προσέλθουμε για να ψηφίσουμε – μόνο σε απολυταρχικά καθεστώτα ισχύει ο κανόνας της «τιμωρητικής δράσης αν δεν ψηφίσεις».

Οπότε τι κάνω εδώ και μερικές ημέρες; Κλείνω τα αυτιά και τα μάτια μου στους διαφόρους όψιμους «κήνσορες και τιμητές του Facebook» που διακηρύττουν διαπρυσίως και με κεφαλαία γράμματα στα προφίλ τους ότι «ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΑΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΣ ΝΑ ΨΗΦΙΣΟΥΜΕ ΓΙΑΤΙ Η ΑΠΟΧΗ ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΘΕΙΑ» και γράφουν δριμείς φιλιππικούς εναντίον των «ΠΡΟΔΟΤΩΝ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ» (ναι, είδα κάτι τέτοιο γραμμένο στο προφίλ μιας γνωστής μου και χασκογέλασα με το επίπεδο της αδαούς ημιμάθειάς της).

H αποχή από μια εκλογική διαδικασία δεν αποτελεί δείγμα αδιαφορίας ή πολιτικής απάθειας. Η αποχή σημαίνει πολύ συγκεκριμένα πράγματα, που τα ευνομούμενα πολιτεύματα λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους.

Γιατί οι πολιτικοί αναλυτές, σε αντίθεση με όλους εμάς τους θερμόαιμους θιασώτες της «απόλυτης αρετής», διαθέτουν αφενός την ψυχραιμία και αφετέρου όλα εκείνα τα πολιτικά εργαλεία προκειμένου να ερμηνέυσουν ορθώς και στα σωστά της μεγέθη κάθε πιθανή αντίδραση του εκλογικού σώματος: από την μαζική προσέλευση μέχρι την μαζική αποχή.

Ολα δικαιολογούνται από τις πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες και καμία αντίδραση του εκλογικού σώματος δεν είναι «λάθος» ή «σωστή».

Δεν υπάρχει σωστό και λάθος στην αντίδραση ενός ψηφοφόρου. Δεν είναι όλα άσπρο και μαύρο.

Το μόνο που υπάρχει στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της πόλωσης και της λογικής του «άσπρου / μαύρου» είναι το κοινωνικό «στίγμα» έτσι και κάποιος παραδεχτεί ότι θα απέχει. Είσαι όμως «εχθρός της Δημοκρατίας» αν δεν εκτελέσεις το εκλογικό σου δικαίωμα – επαναλαμβάνω: «δικαίωμα»;

Κατά τους πολιτικούς επιστήμονες, η ψήφος αποχής δίνει στους πολιτικούς να καταλάβουν ότι δεν έχουν κάνει αρκετά για να κερδίσουν την υποστήριξή σας και ότι εσείς ως ψηφοφόροι μπορεί να μην είστε πλήρως ενημερωμένοι για τις θέσεις / απόψεις τους.

Ωστόσο, σηματοδοτεί επίσης ότι, εσείς, ως ψηφοφόροι, έχετε επίγνωση της σημασίας των εκλογών και, κυρίως, της θέσης και της ευθύνης σας μέσα στο δημοκρατικό πολίτευμα.

Αν και μπορεί να φαίνεται αντιφατικό, ενίοτε και οξύμωρο, η ψήφος αποχής είναι, την ίδια στιγμή, το «κλειδί» για να παραμείνουμε πολιτικά ανήσυχοι και ενεργοί ως πολίτες, αλλά και μια απόδειξη ότι νοιαζόμαστε πραγματικά και άδολα για την εκλογική διαδικασία και το αποτέλεσμά της.

Είναι, περίπου, όπως έχει προ πολλού ειπωθεί για πολλούς «μισανθρώπους», που κατάντησαν να αποκηρύξουν το ανθρώπινο γένος και τις κοινωνικές συναναστροφές όχι επειδή είναι όντως μισάνθρωποι, αλλά επειδή πρώτα αγάπησαν παράφορα την ανθρώπινη φύση και διάδραση, απογοητεύτηκαν, κάηκαν στο χυλό, οπότε πλέον φυσάνε και στο γιαούρτι.

Η αποχή από την εκλογική διαδικασία, στα δικά μου μάτια και όπως αυτή θα επιτελεστεί σε λίγα 24ωρα, σημαίνει ότι ενδιαφέρομαι πραγματικά για την ευημερία της χώρας μου, αλλά η έλλειψη και η ένδεια πολιτικών προσώπων με αναγκάζει να πω «πάσο», όπως στο πόκερ.

Η αποχή δεν πρέπει και ούτε γίνεται να αντιμετωπίζεται με την καχυποψία της απάθειας ή αδιαφορίας, γιατί αποδεικνύει κάτι πολύ βαθύτερο από απλά την «έλλειψη ενδιαφέροντος για τη πολιτική»: Μπορεί απλώς να αντικατοπτρίζει ότι οι ψηφοφόροι είναι και παραμένουν ενεργοί ως πολίτες και μέλη του κοινωνικού συνόλου, χωρίς ωστόσο να μπορούν να καταλήξουν κάπου ως προς την επιλογή ενός υποψηφίου ή κόμματος.

Δεν είναι καν υποχρεωμένοι να καταλήξουν κάπου: η αποχή ΕΙΝΑΙ πολιτική θέση απο μόνη της. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει ούτε να το ξεχνάμε, ούτε και να το δαιμονοποιούμε.

Φυσικά, η Δημοκρατία, ως πολίτευμα, που είναι ανώτερο απ’ όλους εμάς μαζί, το έχει καταλάβει εγκαίρως όλο αυτό – και μαζί τους περιορισμούς και τα όποια limitations της ως «το καλύτερο πολίτευμα του κόσμου» – και αρνείται πεισματικά να κάνει upgrade την ψήφο, από απλό «δικαίωμα» σε «υποχρέωση».

Το μήνυμα που στέλνουν οι ψήφοι αποχής είναι πολύ σημαντικό. Η ψήφος αποχής λέει στους πολιτικούς ότι οι ψηφοφόροι που δεν τους ψήφισαν, συνεχίζουν να τους παρακολουθούν προσεκτικά, αλλά δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι από αυτό που ακούνε.

Δεν μπορεί κανείς πολιτικός και κανένα κόμμα να επιρρίψει την ευθύνη για την αποχή στους ψηφοφόρους: η αποχή, ακολουθώντας τη λογική του αίτιου-αιτιατού, είναι απευθείας αποτέλεσμα προβληματικών πολιτικών και συγκεχυμένων και θολών πολιτικών προγραμμάτων και δεσμεύσεων.

Η ευθύνη, ως προς την αποχή, δεν πρέπει επ΄ουδενί να πέφτει σε όλους όσοι απείχαν: το λάθος ξεκινάει εξαρχής από το ίδιο το πολιτικό σύστημα και όσους το «τρέχουν». Άσχετα αν κυριαρχεί από μια μερίδα των ΜΜΕ και του πολιτικού φάσματος η «καραμέλα» του «αδιάφορου και απαθούς ψηφοφόρου» – είναι, βασικά, το ακριβώς αντίθετο: ένας ψηφοφόρος που είναι ανικανοποίητος από αυτά που ακούει, αποφασίζει να γυρίσει την πλάτη σε κόμματα και παρατάξεις.

Ένας ψηφοφόρος που πιθανώς να έχει τοποθετήσει – ακριβώς επειδή αγαπάει πολύ την Δημοκρατία και νοιάζεται για την χώρα του – τον πήχη αρκετά πιο ψηλά.

Και αυτό ακριβώς είναι μια σαφής πολιτική θέση. Μπορεί για κάποιους να μην είναι η ενδεδειγμένη, αλλά πρέπει να γίνει απολύτως σεβαστή.

Γιατί, ενδεχομένως, κάτι τέτοιο να ενθαρρύνει τους υποψηφίους να προσδιορίσουν με μεγαλύτερη σαφήνεια τις υποσχέσεις και τις προθέσεις τους.

Για το τέλος, να πούμε ότι στις ΗΠΑ οι ευρέως διαδεδομένες πεποιθήσεις σχετικά με την αποχή θεωρούνται τόσο λανθασμένες, ώστε υπάρχει και το λεγόμενο «παράδοξο της μη εμφάνισης» [The No-Show Paradox], όπως μπορείτε να διαβάσετε εκτενέστερα σε αυτό τον σύνδεσμο.

Σε αυτό το παράδοξο, το οποίο περιέγραψαν για πρώτη φορά ο Peter Fishbum και ο Steven Brains σε ένα άρθρο τους στο Mathematics Magazine, οι ψηφοφόροι είναι πιο πιθανό να επιτύχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα με την αποχή παρά με την ψήφο τους.