Στην ταινία Σκοτεινή Πόλη [Dark City] του 1998, κάθε βράδυ, όταν οι κάτοικοι έπεφταν να κοιμηθούν, η πόλη άλλαζε ραγδαία. Κτίρια μεταμορφώνονταν σε κάτι άλλο, άλλαζαν οι μορφολογίες της αρχιτεκτονικής, τα ύψη των κατασκευών, νέες χαράξεις λεωφόρων διαπερνούσαν τα μέχρι τότε οικοδομικά τετράγωνα. Κι όλα αυτά συνέβαιναν ενόσω οι κάτοικοι κοιμόντουσαν και όταν αυτοί ξυπνούσαν δεν διατηρούσαν μνήμες της προγενέστερης κατάστασης. Είναι άραγε αυτό το τραβηγμένο σενάριο αυτής της χολιγουντιανής ταινίας μια αλληγορία για τη σημερινή Αθήνα; Είναι κοινότοπο ασφαλώς να σχολιάσει κανείς τη ραγδαία μεταλλαγή της πρωτεύουσας. Έχει όμως ενδιαφέρον η μανιασμένη προσπάθεια κάποιων δυνάμεων να τη μεταμορφώσουν βίαια σε βαθμό να γίνει αγνώριστη. Ήταν άραγε τόσο νοσηρή η κατάσταση της ελλαδικής πρωτεύουσας ώστε να προκαλεί τέτοιες επεμβάσεις; Ας μην το συζητήσουμε αυτό σήμερα. Ας κάνουμε ανταυτού μια ανασκόπηση των κυριότερων προσπαθειών να αλλάζει δραστικά η μορφή αυτής της πόλης.

Rethink Athens (The original)

Ήδη οκτώ χρόνια πριν από σήμερα ναυάγησε η πρώτη προσπάθεια να μεταμορφωθεί η Αθήνα δραστικά. Το 2010 η τότε κυβέρνηση, δια της Υπουργού ΥΠΕΚΑ, απευθύνθηκε στο Ίδρυμα Ωνάση, ένα ίδρυμα που έμελλε να υποκαταστήσει την κρατική λειτουργία σε πολλά θέματα έκτοτε, και ζήτησε τη συμβολή του στο αναπτυξιακό, όπως τόνισε, έργο της ανάπλασης του κέντρου της Αθήνας με άξονα την οδό Πανεπιστημίου. Ο σχεδιασμός του έργου, όπως παρουσιάστηκε στο Ίδρυμα, αφορούσε σε ένα διαμήκη άξονα που αρχίζει από το Σύνταγμα και καταλήγει στο τέλος της οδού Πατησίων. Στόχος της παρέμβασης ήταν η διαμόρφωση των συνθηκών οικονομικής αναζωογόνησης του κέντρου της Αθήνας και των όμορων προς αυτό περιοχών, η συνολική διευκόλυνση της κυκλοφορίας με τη δημιουργία γραμμής ΤΡΑΜ και Μέσων Μαζικής Μεταφοράς ως το άκρο της Πατησίων, πεζοδρόμων και ποδηλατοδρόμων με ταυτόχρονη ανάδειξη του ιστορικού χαρακτήρα του κέντρου, το πρόγραμμα δηλαδή που ονομάστηκε Rethink Athens. Τα εγχώρια Μ.Μ.Ε. τότε απέδωσαν την άρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να τα εντάξει τελικά στα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα αν και εθεωρείτο περίπου βέβαιο, στη δυσμενή τότε στάση της Ε.Ε. προς τη χώρα μας. Ακριβώς μετά το ναυάγιο του εγχειρήματος τo Ίδρυμα Ωνάση εξέδωσε μια πικρόχολη ανακοίνωση: «[…] Έχοντας ήδη διανύσει μία μακρά περίοδο κατά την οποία η εικόνα του κέντρου της Πόλης μας είναι ταυτισμένη με την απαξίωση και την εξαθλίωση, την ερημοποίηση και την εγκατάλειψη, αναρωτιόμαστε ποιος θα πάρει άραγε την ευθύνη για την περαιτέρω επιδείνωση που συνεπάγεται η ενδεχόμενη ακύρωση του Rethink Athens;   Εμείς είμαστε πάντα δεσμευμένοι να προσφέρουμε όπως κάναμε με την κατασκευή του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, όπως κάναμε με την δημιουργία και λειτουργία της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, όπως κάνουμε σε εκατοντάδες έργα και παρεμβάσεις που αφορούν την Ελλάδα και τον ελληνισμό σε όλο τον κόσμο. Η Αθήνα αξίζει περισσότερα και παραμένει στο επίκεντρο της αποστολής του Ιδρύματος Ωνάση.»  [Πηγή: lifo.gr]

Αν και θα λέγαμε ότι οι αντιδράσεις των πολιτών απέναντι στο μεγαλόπνοο σχέδιο, που τελικά απέτυχε, ήταν μάλλον χλιαρές, αξίζει κανείς να αναρωτηθεί ακόμη και σήμερα  για το σκεπτικό της Κυβέρνησης, του Ιδρύματος και των συμβούλων τους για τη μεταμόρφωση της Αθήνας. Τα Photoshop των μελετών απεικόνιζαν ακριβώς μια Photoshop εικόνα του βίου: πανευτυχείς χίπστερς με σκυλάκια και πατίνια ψωνίζουν ευτυχείς σε μια πεζοδρομημένη Πανεπιστημίου-Shopping Mall. Χωρίς αμφιβολία, μια εικόνα εξαιρετικά θελκτική για μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας που επιθυμούν διακαώς τον «εξευρωπαϊσμό» της πρωτεύουσας. Ο όρος χρειάζεται επιτακτικά μια επεξήγηση αφού ασφαλώς δεν παραπέμπει στην ευρωπαϊκή γραμματεία, την τέχνη και τον πολιτισμό αλλά στην ουσία αποτελεί (σ’ αυτή την περίπτωση) συνώνυμο του εξευγενισμό και της άνευ όρων απόδοσης των κέντρων των ευρωπαϊκών πόλεων  στον τουρισμό. Με άλλα λόγια ο «εξευρωπαϊσμός» δεν αναφέρεται σε περισσότερο Goethe και Caravaggio αλλά σε Κάφε Λάτε στα έξι ευρώ και σεβίτσε στα εξήντα έξι ευρώ. Κάτι όπου ήδη έχει επιτευχθεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις με αυξημένη τουριστική δραστηριότητα (Ρώμη, Βενετία, Παρίσι, Πράγα, Κρακοβία,…) όπου σταδιακά οι κάτοικοι εξωθούνται από την αύξηση των ενοικίων και του κόστους ζωής «εκτός των τειχών», στα προάστια…

Rethink Athens REDUX: Μεγάλος Περίπατος

Δεν έχασε καθόλου χρόνου να αρχίσει τις εργασίες και τις αναθέσεις ο τότε νέος δήμαρχος της Αθήνας, Κώστας Μπακογιάννης. Πιθανόν αλλαζονικά, σπασμωδικά και άγαρμπα, σε σχέση με τη χαριτωμένη επικοινωνιακή πολιτική του Rethink, o δήμαρχος μοίρασε στην πρώτη φάση του Περιπάτου περίπου δύο εκατομμύρια ευρώ σε πλαστικές ζαρντινιέρες, φοίνικες (είναι όλοι παραδόξως εγκαταστημένοι μπροστά σε πολυτελές καφέ της Πανεπιστημίου, απόδοση λωρίδων της ασταμάτητα πηγμένης οδού σε λωρίδα δρομέων οι οποίοι όμως αναγκαστικά διακόπτουν το τζόκινγκ τους όταν ανάβει το φανάρι. Παρά τον αέρα του νικητή που στόλιζε τον νεαρό δήμαρχο, οι αντιδράσεις των πολιτών ήταν ίσως χωρίς προηγούμενο στη σύγχρονη ιστορία. Όμως αν οι κυβερνήσεις συχνά πέφτουν, οι δήμαρχοι ποτέ πριν ολοκληρώσουν τη θητεία τους. Κι έτσι περνάμε στη Φάση 2 του σχεδιασμού του Μεγάλου Περιπάτου η οποία απειλεί να παρέμβει σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα στην πόλη με απρόβλεπτα αποτελέσματα (και ακόμη πιο απρόβλεπτες αναθέσεις και μπάτζετ)…

Ο Μεγάλος Περίπατος από drone. Αεροφωτογραφία Αντώνης Νικολόπουλος /EUROKINISSI

Οι Νέες Χαράξεις

Αυτό που θα παρατηρήσει κανείς στις διαμορφώσεις των τελευταίων είκοσι ετών στις πλατείες της Αθήνας είναι ότι δεν υπακούουν σε καμία γενική λογική. Από σχεδόν μη-σχεδιασμό (Σύνταγμα) σε έναν υπερβάλλοντα ζήλο για μνημειακότητα (Κολωνάκι). Θα μπορούσε κανείς να τις προσεγγίσει όλες αισθητικά και να αρχίσει να αναλύει το χρώμα στα πλακάκια ή τις βασικές γραμμές του σχεδιασμού όμως νομίζω ότι κάτι τέτοιο δεν θα εξηγούσε τα καίρια προβλήματα που διαπερνούν τη λειτουργία τους. Φοβάμαι ότι το κράτος που προκήρυξε τους διαγωνισμούς ή ανέθεσε απευθείας τις μελέτες δεν σκέφτηκε  σοβαρά τον χαρακτήρα που (συχνά εκ των πραγμάτων) έπαιρνε η κάθε πλατεία. Το Σύνταγμα, για παράδειγμα, αποτελεί τον κύριο συγκοινωνιακό κόμβο της πρωτεύουσας με χιλιάδες ανθρώπους να διασχίζουν την πλατεία για να μπουν στο μετρό. Στην πραγματικότητα πολλοί δεν θέλουν απαραίτητα να το κάνουν και αν υπήρχαν «μπούκες» στο νότιο μέρος της πλατείας, στην αρχή της οδού Ερμού ίσως, απλώς δεν θα το έκαναν. Σήμερα η πλατεία Συντάγματος λειτουργεί ως κεντρικός δημόσιος χώρος μόνο όταν στήνονται οι εορταστικές ζαχαρολουκουμοπόλεις των προσφάτων δημάρχων της Αθήνας, όταν γίνονται πολιτικές συγκεντρώσεις ή συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας. Τον υπόλοιπο χρόνο η μεγαλύτερη και κεντρικότερη πλατεία της Αθήνας λειτουργεί ως ένα αμήχανο (αναγκαστικό) πέρασμα και όχι ως αυτοδύναμη πλατεία.Η πλατεία Κολωνακίου προφανώς είναι μια μικρή, ήσυχη, άνευ σημασίας πλατεία σε μια γειτονιά υψηλών εισοδημάτων. Το να σχεδιάσεις ένα αρχιτεκτονικό Μπεν Χουρ σε αυτό το πλαίσιο μοιάζει άστοχο.

Τα προβλήματα της πλατεία της Ομόνοιας, νομίζω, δεν είναι αρχιτεκτονικού τύπου. Η επιφάνεια της πλατείας είναι ούτως ή άλλως μικρή. Τουλάχιστον σε σχέση με τη σημασία που πάντα είχε. Πάντα ήταν μικρή, ακόμη και όταν ήταν μια στρογγυλή πλατεία με γκαζόν και σιντριβάνι και γύρω της, φαντάρους και επαρχιώτες. Πάντοτε η ζωή της πλατείας ήταν γύρω απ’ αυτήν όχι πάνω σ’ αυτήν. Και τώρα έτσι είναι με οικονομικούς μετανάστες και ναρκομανείς να συγχρωτίζονται (;) με λίγους πλέον «θείους από το χωριό». Η αρχιτεκτονική μελέτη κατάφερε να βάλει χρήστες μέσα στην πλατεία μόνο που αυτοί τείνουν να είναι χρήστες ουσιών και όχι της πλατείας. Τα προβλήματα της Ομόνοιας σήμερα είναι προφανώς κοινωνικά και όχι αρχιτεκτονικά και, ακόμη, αυτά τα προβλήματα δεν έχουν πραγματικά ως κέντρο την πλατεία (παρότι αυτή παραμένει το γεωγραφικό τους κέντρο) αλλά τις οδούς Σοφοκλέους ή Γ’ Σεπτεμβρίου, ή ακόμη και την πλατεία Εξαρχείων από την οποία απωθείται περιοδικά η διακίνηση. Μια από τις πρώτες κινήσεις του νέου δημάρχου Μπακογιάννη να γίνει ο Βαρόνος Haussmann για τα καθ’ ημάς ήταν να επαναφέρει την Ομόνοια στα «λαμπερά σίξτις» με ένα σχεδόν πανομοιότυπο σιντριβάνι με το κλασικό του Γιώργου Ζογγολόπουλου. Έμενε να εξευγενίσει την άλλη παραβατική κακότροπη (και γειτονική) πλατεία, αυτή των Εξαρχείων. Η αφορμή βρέθηκε μέσα από το σχεδιασμό μιας νέας γραμμής του μετρό. Έτσι αποφασίστηκε η μπούκα να  στηθεί ακριβώς στο κέντρο της πλατείας, κατ’ ουσίαν μετατρέποντάς την από πλατεία σε συγκοινωνιακό κόμβο, δίνοντας έτσι ένα γερό χτύπημα στην κοινοτική δράση και συμβολισμό της ιστορικής πλατείας και ενισχύοντας περαιτέρω τον καλπάζοντα εξευγενισμό της περιοχής. Πολλοί πιστεύουν ότι αυτόν τον Αύγουστο, όταν μεγάλες μερίδες του πληθυσμού θα είναι στις παραλίες σε κάποιο μακρινό νησί ο

Μετροπόντικας θα ξεμυτίσει στην ταλαιπωρημένη πλατεία…

Η αέναη πάλη ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, την παράδοση και τη νεωτερικότητα, τη Δύση (μητρόπολη) και την Ανατολή (περιφέρεια) μοιάζει με τις ινδουιστικές συμπλοκές μεταξύ του καλού και του κακού, που δεν τελειώνουν ποτέ. Το παλιό Πεκίνο των γειτονιών (hutong) γκρεμίζεται με ραγδαίους ρυθμούς ενώ αναμένεται ότι, πρακτικά, αυτές οι περιοχές δεν υπάρχουν πλέον μετά τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008. Υπάρχουν εδώ ομοιότητες με το μοντέλο της προηγούμενης πόλης φιλοξενίας των αγώνων;  Αυτή η διαδικασία-μπουλντόζα έχει ήδη αλλάξει πολλές πόλεις, της περιφέρειας κυρίως, αφήνοντας τες αγνώριστες: Μπανκόγκ, Τζακάρτα, Σανγκάη…

Έργα ανάπλασης στην πλατεία Κολωνακίου – Γραμμή 4 του Μετρό (ΑΡΓΥΡΩ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ/EUROKINISSI)

Η αναμόρφωση της Αθήνας βασίστηκε φυσικά στα «Μεγάλα Έργα», μεγάλα δημόσια κτίρια, έργα υποδομής, λεωφόρους και νέα δίκτυα. Η ίδια η δημιουργία αυτών των στοιχείων ήταν φυσικό να τροφοδοτήσει εξελίξεις (από την ιδιωτική πρωτοβουλία) στις περιοχές γύρω από τα νέα δίκτυα υποδομών: οι γειτονιές γύρω από τους σταθμούς μετρό ανεβαίνουν κάθετα σε αξία γης (άρα αφήνουν περιθώρια για μια σειρά χειρισμών και συναλλαγών με το δημόσιο με στόχο την κερδοσκοπία). Η περιοχή από την Αγία Παρασκευή προς το νέο αεροδρόμιο, τα Σπάτα ειδικότερα, μετατρέπονται ίσως στο επόμενο Wild West του Αττικού μητροπολιτικού χάους. Οι εργολάβοι βασίζονται πάνω στις χρηματιστηριακές τάσεις του κράτους για να ποντάρουν τη δική τους ευμάρεια. Τα κοινωνικά πρότυπα της νέας Ελλάδας αλλάζουν κι αυτά. Ο νέος πολιτισμός των προαστίων δέχτηκε ίσως κάποιο πλήγμα μέσα στην τελευταία δεκαετία όταν κάποιοι κάτοικοί τους επέστρεψαν στο κέντρο, όμως μάλλον μπορούμε να εξακολουθούμε να μιλάμε για επέκταση του σε όλο και πιο μακρινές περιοχές. Τα σύμβολα της ευμάρειας (άρα της ευτυχίας) των δύο παιδιών (ένα αγόρι και ένα κορίτσι, ιδανικά), του σκύλου (λυκόσκυλου), του τζιπ και δύο-τριών ακόμη αυτοκινήτων και φυσικά της βίλλας των προαστίων παραμένουν ουσιαστικά αμετάβλητα. Μαζί τους αυξήθηκαν οι μη-τόποι (Non Places), που θα μπορούσαν να βρίσκονται παντού: μνημειώδη σουπερμάρκετ, shopping malls, πολυκέντρα, αεροδρόμια, μετρό, κλαμπ, αλυσίδες εστιατορίων γρήγορης εστίασης. Μέσα σ’ αυτούς τους τόπους δεν μπορείς να είσαι σίγουρος αν βρίσκεσαι στην Αθήνα, το Λος Άντζελες ή την Τζακάρτα. Τέλος η ταβέρνα, ζήτω τα φαστ φουντ! Τέλος η μικροκλίμακα! Τέλος η γειτονιά! Ζήτω το απέραντο προάστιο!

Πριν περίπου 13 χρόνια η Αθήνα κάηκε. Ή τουλάχιστον κάποια σημειακά αρχέτυπα γύρω από το κέντρο της: καταστήματα, τράπεζες, ξενοδοχεία. Ο εμπρηστής τους δεν ήταν κάποιος σύγχρονος Νέρωνας αλλά ένα ανώνυμο πλήθος, οργισμένο και διψασμένο για εκδίκηση από ένα απροσδιόριστο Σύστημα. Ο  συμβολισμός των επιλογών των στόχων τους προφανής: ο καταναλωτισμός, η διακίνηση του κεφαλαίου, η υπερκατασκευή του Τουρισµού και των Μεγάλων Έργων. Κι όµως λίγοι περιθωριακοί ήταν άµοιροι αυτών των µεγάλων ιδανικών ή προτύπων. Η τριαντάχρονη σχεδόν παραµονή στην εξουσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. (µε µερικά διαλλείµατα δεξιάς διακυβέρνησης) φαινόταν αφενός να έχει διαµοιράσει την πρόσβαση από µια σειρά καταναλωτικά αγαθά σε µια διευρυµένη µεσαία τάξη, αφετέρου -από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 ήδη- φαινόταν να πηγαίνει χέρι-χέρι µε τη νέα κατάσταση µιας lifestyle ζωής. Ο Έλληνας πλέον αυτοπροσδιοριζόταν µεταξύ πούρων Αβάνας και ακριβών ουίσκι, καθηµερινού shopping και νυχτερινών εξόδων, πολλαπλών σπορ αυτοκινήτων και επαύλεων στα βόρεια προάστια και στη Μύκονο. Κάποιοι παρέµεναν “στην απέξω”, όχι όµως -απ’ ό,τι φαίνεται- αρκετοί για ν’ αποτελέσουν ένα αντίπαλο δέος, µια ηχηρή αντίδραση, και έτσι στην κορύφωση αυτής της πεποίθησης µεγαλείου οι Ολυµπιακοί αγώνες υλοποιήθηκαν χωρίς την παραµικρή αντίθεση. Όλοι ήταν ευχαριστηµένοι και εθνικά υπερήφανοι. Ή έτσι φαινόταν. Μέχρι που ήρθε ο ∆εκέµβρης του 2008.

Η Αθήνα είναι µια µητρόπολη µε τεράστια κοινωνικά προβλήµατα (αυτό έγινε αρκετά σαφές τον ∆εκέµβρη του 2008) και ίσως δεν είναι η «λαµπερή πόλη της Ολυµπιάδας, των προτοµών αρχαίων προσωπικοτήτων και των Shopping Malls» που οι δήµαρχοι της Αθήνας των τελευταίων χρόνων τείνουν να παρουσιάζουν, αλλά µια περιφερειακή πόλη στα όρια του (λεγόµενου) Τρίτου Κόσµου, µε εντελώς ανεπαρκείς συγκοινωνίες και λειτουργία του κράτους, κοινωνική ασφάλεια και πρόνοια, δηµόσια υγεία και τρόπους αστυακής συµβίωσης. Μια ευκαιρία που χάθηκε τραγικά µε τις δυνατότητες που έδινε η έκτακτη κατάσταση του Κορωνοϊού να ενισχυθούν αυτές οι υποδοµές. Μετά απ’ αυτά ίσως θα ήταν άκαιρο να µιλήσουµε για το χρώµα σ’ εκείνο το πλακάκι…