Ζούμε στην εποχή του delivery. Στην εποχή της αποξένωσης. Κάφε, φαγητό, είδη σούπερ μάρκετ ακόμα και φάρμακα, όλα έρχονται στην πόρτα μας με το πάτημα ενός κουμπιού, μέσω των δημοφιλών εφαρμογών. Από την εποχή της καραντίνας και του κορωνοϊού είναι διαθέσιμη η ανέπαφη παράδοση ώστε να μην είμαστε αναγκασμένοι να πούμε ούτε τα καθιερωμένα «γεια σας» και «ευχαριστώ» στον διανομέα. Πολλοί μπορεί να βαριέστε έστω και αυτό το small talk, των ελάχιστων δευτερολέπτων. Μπορεί να το θεωρείτε άνευ ουσίας, σπατάλη χρόνου, μία κουραστική συνθήκη ή απλά να μη γουστάρετε. Ούτε εγώ γουστάρω πάντα να κάνω small talk, όχι μόνο με τους εργαζόμενους της εξυπηρέτησης πελατών, αλλά και με όποιον βρεθεί στο διάβα μου. Τις περισσότερες φορές, όμως, το αποζητάω.
Κάθε πρωί τον τελευταίο χρόνο καθώς πηγαίνω στο γραφείο παίρνω τον καφέ μου από το γωνιακό take away μαγαζί στον απέναντι δρόμο. Στην αρχή το προτιμούσα λόγω απόστασης, ποιότητας και εξυπηρέτησης, αλλά μετά τους πρώτους μήνες ανήχθη σε μία αναγκαία συνθήκη, μία καθημερινή ιεροτελεστεία που αν την παρακάμψω θα νιώσω ότι μπορεί και να μην πάει καλά ημέρα. Όσο παράλογο κι αν ακούγεται, πιστεύω ότι δεν είναι και θα σας εξηγήσω ευθύς αμέσως το γιατί. Κάθε φορά που ανοίγω τη γυάλινη πόρτα του καταστήματος, η Ιωάννα αφήνει από τα μάτια της -συνήθως- το fredo espresso, υψώνει το βλέμμα της προς το μέρος μου, χαμογελάει πηγαία κι αληθινά, μου απευθύνει τη πιο ζεστή καλήμερα και πολλές φορές, ο καφές μου είναι έτοιμος το ίδιο δευτερόλεπτο, αφού μου δίνει τον καφέ που μόλις είχε ετοιμάσει για κάποια άλλη παραγγελία delivery.
Το πρωινό small talk πάνω από τους δεκάδες καφέδες, μπορεί να περιλαμβάνει από τη κίνηση στους δρόμους μέχρι ένα ταξίδι, τον ύπνο, το χθεσινοβραδινό ξενύχτι ή ακόμα και μία δόση γκρίνιας, μικρής και συνάμα χαριτωμένης. Και πώς να μη γκρινιάξει κάποιος όταν υπάρχει αυξημένος φόρτος εργασίας κατά την ώρα αιχμής; Τότε, πάντα κάνω κάποιο αστείο για να της δώσω δύναμη και υποθέτω από τη στάση της ότι το εκτιμάει, δεν αναφέρομαι στην ποιότητα του χιούμορ, αλλά στην προσπάθεια. Με την καθημερινή επαναληψιμότητα, καλλιεργήθηκε το αίσθημα οικειότητας, της συμπάθειας και της συνέχισης αυτής της συνήθειας, ως ανάγκη πλέον.
Ανάγκη για κοινωνικοποίηση, ανάγκη για αποσυμπίεση, ανάγκη για το προαναφερθές ειλικρινές χαμόγελο. Πιστεύω ότι ακόμα και το μικρό ποσοστό δύναμης που αντλούμε από το καθημερινό small talk αυτού του είδους, μας βοηθάει να αντιμετωπίσουμε τουλάχιστον τις επόμενες ώρες με περισσότερη ορμή και καλύτερη διάθεση. «Εντάξει, όλα καλά θα πάνε», έχω σκεφτεί καθώς καθόμαι στη καρέκλα του γραφείου. Αυτή η θετική ενέργεια είναι απόρροια από την πρωινή συζήτηση με τον γείτονά μου στο πάρκινγκ της πολυκατοικίας ή από την αφήγηση ενός αστείου περιστατικού από τον υπάλληλο του πρατηρίου καυσίμων ή από οποιοδήποτε small talk πραγματοποιώ με κάποιο γνώριμο πρόσωπο, που προφανώς συμπαθώ.
Μία έρευνα της Esra Ascigil και των συνεργατών της που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Social Psychological and Personality Science επιβεβαιώνει ότι ακόμη και οι πιο σύντομες καθημερινές κοινωνικές συζητήσεις -τα λεγόμενα small talks- θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ευημερία. Πολλές έρευνες έχουν επικεντρωθεί στις στενές σχέσεις με ισχυρούς δεσμούς, όπως οι οικογενειακές και οι φιλικές, όμως, φαίνεται ότι οι αδύναμοι δεσμοί που αναπτύσσουμε, όπως τους ονομάζουν οι κοινωνιολόγοι, είναι επίσης σημαντικοί.
Ο Bronislaw Malinowski, ο οποίος επινόησε τον όρο του small talk τη δεκαετία του 1920, εξήγησε ότι σε μία τέτοια συζήτηση «δημιουργούνται δεσμοί ένωσης με μια απλή ανταλλαγή λέξεων». Αν δεν ξέρετε κυριολεκτικά τίποτα για κάποιον, μπορείτε με αφορμή τον καιρό ή την ενοχλητική φασαρία, να μάθετε περισσότερα. Τα κοινότυπα θέματα σύζητησης, μπορούν να λειτουργήσουν ως βάση για το αρχικό χτίσιμο της αλληλεπίδρασής σας. Επίσης, αν λέτε μόνο «γεια» καθώς και το βαρετό και αποστασιοποιημένο «όλα καλά;», προφανώς και δεν θα καταφέρετε να χτίσετε κάποιον αδύναμο δεσμό και επομένως το small talk θα νιώθετε ότι είναι μόνο μία ανυπόφορη διαδικασία και θα τη πραγματοποιείται ως αγγαρεία και μόνο. Κάπως, έτσι απέκτησε η συγκεκριμένη διαδικασία κακή φήμη.
Στις μεγαλουπόλεις, όπως η Αθήνα, πιστεύω ότι έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ για καθημερινές συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων, μπορεί εντός λίγο δευτερολέπτων να χαθούν στη βουή της πόλης, ωστόσο αν τους δώσουμε την απαραίτητη σημασία, μπορεί να αποδειχθούν άκρως ευεργετικές, όπως λένε και οι έρευνες άλλωστε. Αλλά ακόμα και να μην το έλεγαν οι έρευνες, μπορεί να το δείτε και μόνοι σας μέσω της παρατήρησης. Σε χωριά και στις μικρές πόλεις που οι άνθρωποι αναπτύσσουν από μικροί την ικανότητα τους small talk, λόγω του μικρού τους πληθυσμού, φαίνεται στο πρόσωπό τους ότι νιώθουν χαρά καθώς λένε τα νέα της ημέρας στον μπακάλη ή στον κρεοπώλη. Αυτή τη χαρά νιώθω κι εγώ -σχεδόν- καθημερινά και, ελπίζω να τη νιώσετε κι εσείς, αν δε τη βιώνετε ήδη.
✥ Δείτε επίσης: Πόσα άτομα είναι ο ιδανικός αριθμός ανθρώπων για μια ωραία συζήτηση;
Ζούμε στην εποχή του delivery. Στην εποχή της αποξένωσης. Κάφε, φαγητό, είδη σούπερ μάρκετ ακόμα και φάρμακα, όλα έρχονται στην πόρτα μας με το πάτημα ενός κουμπιού, μέσω των δημοφιλών εφαρμογών. Από την εποχή της καραντίνας και του κορωνοϊού είναι διαθέσιμη η ανέπαφη παράδοση ώστε να μην είμαστε αναγκασμένοι να πούμε ούτε τα καθιερωμένα «γεια σας» και «ευχαριστώ» στον διανομέα. Πολλοί μπορεί να βαριέστε έστω και αυτό το small talk, των ελάχιστων δευτερολέπτων. Μπορεί να το θεωρείτε άνευ ουσίας, σπατάλη χρόνου, μία κουραστική συνθήκη ή απλά να μη γουστάρετε. Ούτε εγώ γουστάρω πάντα να κάνω small talk, όχι μόνο με τους εργαζόμενους της εξυπηρέτησης πελατών, αλλά και με όποιον βρεθεί στο διάβα μου. Τις περισσότερες φορές, όμως, το αποζητάω.
Κάθε πρωί τον τελευταίο χρόνο καθώς πηγαίνω στο γραφείο παίρνω τον καφέ μου από το γωνιακό take away μαγαζί στον απέναντι δρόμο. Στην αρχή το προτιμούσα λόγω απόστασης, ποιότητας και εξυπηρέτησης, αλλά μετά τους πρώτους μήνες ανήχθη σε μία αναγκαία συνθήκη, μία καθημερινή ιεροτελεστεία που αν την παρακάμψω θα νιώσω ότι μπορεί και να μην πάει καλά ημέρα. Όσο παράλογο κι αν ακούγεται, πιστεύω ότι δεν είναι και θα σας εξηγήσω ευθύς αμέσως το γιατί. Κάθε φορά που ανοίγω τη γυάλινη πόρτα του καταστήματος, η Ιωάννα αφήνει από τα μάτια της -συνήθως- το fredo espresso, υψώνει το βλέμμα της προς το μέρος μου, χαμογελάει πηγαία κι αληθινά, μου απευθύνει τη πιο ζεστή καλήμερα και πολλές φορές, ο καφές μου είναι έτοιμος το ίδιο δευτερόλεπτο, αφού μου δίνει τον καφέ που μόλις είχε ετοιμάσει για κάποια άλλη παραγγελία delivery.
Το πρωινό small talk πάνω από τους δεκάδες καφέδες, μπορεί να περιλαμβάνει από τη κίνηση στους δρόμους μέχρι ένα ταξίδι, τον ύπνο, το χθεσινοβραδινό ξενύχτι ή ακόμα και μία δόση γκρίνιας, μικρής και συνάμα χαριτωμένης. Και πώς να μη γκρινιάξει κάποιος όταν υπάρχει αυξημένος φόρτος εργασίας κατά την ώρα αιχμής; Τότε, πάντα κάνω κάποιο αστείο για να της δώσω δύναμη και υποθέτω από τη στάση της ότι το εκτιμάει, δεν αναφέρομαι στην ποιότητα του χιούμορ, αλλά στην προσπάθεια. Με την καθημερινή επαναληψιμότητα, καλλιεργήθηκε το αίσθημα οικειότητας, της συμπάθειας και της συνέχισης αυτής της συνήθειας, ως ανάγκη πλέον.
Ανάγκη για κοινωνικοποίηση, ανάγκη για αποσυμπίεση, ανάγκη για το προαναφερθές ειλικρινές χαμόγελο. Πιστεύω ότι ακόμα και το μικρό ποσοστό δύναμης που αντλούμε από το καθημερινό small talk αυτού του είδους, μας βοηθάει να αντιμετωπίσουμε τουλάχιστον τις επόμενες ώρες με περισσότερη ορμή και καλύτερη διάθεση. «Εντάξει, όλα καλά θα πάνε», έχω σκεφτεί καθώς καθόμαι στη καρέκλα του γραφείου. Αυτή η θετική ενέργεια είναι απόρροια από την πρωινή συζήτηση με τον γείτονά μου στο πάρκινγκ της πολυκατοικίας ή από την αφήγηση ενός αστείου περιστατικού από τον υπάλληλο του πρατηρίου καυσίμων ή από οποιοδήποτε small talk πραγματοποιώ με κάποιο γνώριμο πρόσωπο, που προφανώς συμπαθώ.
Μία έρευνα της Esra Ascigil και των συνεργατών της που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Social Psychological and Personality Science επιβεβαιώνει ότι ακόμη και οι πιο σύντομες καθημερινές κοινωνικές συζητήσεις -τα λεγόμενα small talks- θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ευημερία. Πολλές έρευνες έχουν επικεντρωθεί στις στενές σχέσεις με ισχυρούς δεσμούς, όπως οι οικογενειακές και οι φιλικές, όμως, φαίνεται ότι οι αδύναμοι δεσμοί που αναπτύσσουμε, όπως τους ονομάζουν οι κοινωνιολόγοι, είναι επίσης σημαντικοί.
Ο Bronislaw Malinowski, ο οποίος επινόησε τον όρο του small talk τη δεκαετία του 1920, εξήγησε ότι σε μία τέτοια συζήτηση «δημιουργούνται δεσμοί ένωσης με μια απλή ανταλλαγή λέξεων». Αν δεν ξέρετε κυριολεκτικά τίποτα για κάποιον, μπορείτε με αφορμή τον καιρό ή την ενοχλητική φασαρία, να μάθετε περισσότερα. Τα κοινότυπα θέματα σύζητησης, μπορούν να λειτουργήσουν ως βάση για το αρχικό χτίσιμο της αλληλεπίδρασής σας. Επίσης, αν λέτε μόνο «γεια» καθώς και το βαρετό και αποστασιοποιημένο «όλα καλά;», προφανώς και δεν θα καταφέρετε να χτίσετε κάποιον αδύναμο δεσμό και επομένως το small talk θα νιώθετε ότι είναι μόνο μία ανυπόφορη διαδικασία και θα τη πραγματοποιείται ως αγγαρεία και μόνο. Κάπως, έτσι απέκτησε η συγκεκριμένη διαδικασία κακή φήμη.
Στις μεγαλουπόλεις, όπως η Αθήνα, πιστεύω ότι έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ για καθημερινές συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων, μπορεί εντός λίγο δευτερολέπτων να χαθούν στη βουή της πόλης, ωστόσο αν τους δώσουμε την απαραίτητη σημασία, μπορεί να αποδειχθούν άκρως ευεργετικές, όπως λένε και οι έρευνες άλλωστε. Αλλά ακόμα και να μην το έλεγαν οι έρευνες, μπορεί να το δείτε και μόνοι σας μέσω της παρατήρησης. Σε χωριά και στις μικρές πόλεις που οι άνθρωποι αναπτύσσουν από μικροί την ικανότητα τους small talk, λόγω του μικρού τους πληθυσμού, φαίνεται στο πρόσωπό τους ότι νιώθουν χαρά καθώς λένε τα νέα της ημέρας στον μπακάλη ή στον κρεοπώλη. Αυτή τη χαρά νιώθω κι εγώ -σχεδόν- καθημερινά και, ελπίζω να τη νιώσετε κι εσείς, αν δε τη βιώνετε ήδη.