Αν καμιά φορά βγαίναμε έξω στον δρόμο, στον κόσμο και βλέπαμε τους ανθρώπους ήρεμους, γελαστούς, με φωτεινό βλέμμα και γάργαρες ομιλίες, θα νομίζαμε είτε ότι ονειρευόμαστε ή ότι πήραμε ναρκωτικά. Έχουμε συνηθίσει στην μιζέρια, την γκρίνια, την τρεχάλα, το παραμιλητό, την αγωνία να εγγράφεται στα πρόσωπα, οι άνθρωποι να είναι σκυθρωποί, μουτρωμένοι, αγέλαστοι.

Κι εμείς οι ίδιοι, δηλαδή, έτσι είμαστε. Πώς θα μπορούμε να είμαστε όταν βρισκόμαστε στο μετρό 7μιση η ώρα το πρωί έχοντας ξυπνήσει παρά την θέλησή μας για να πάμε σε μια δουλειά που κρατάμε απλώς για να μην πεινάσουμε και για να μην μείνουμε άστεγοι; Ένα μάτσο παραπονεμένα παιδάκια στην κίνηση το πρωί, στις κουρασμένες επιστροφές βράδυ με την απειλή του πρωινού ξυπνητηριού της επόμενης μέρας να μάς σκιάζει το βλέμμα. Ένα μάτσο αγριεμένα θηρία που, φταίξαμε δεν φταίξαμε, απολαμβάνουμε την σκληρή όψη της ζωής κάτω από τη βροχή, σε μια ασφυκτική πόλη που ζέχνει κάτουρο, με αποστάσεις απάλευτες από τα σπίτια στις δουλειές μας, με χίλιες δυο πιέσεις που έχουμε, αληθείς και κατασκευασμένες-δεν έχει πάντα σημασία αυτό, ως διαφορά.

Στον ψηφιακό κόσμο, χαμογελαστά πρόσωπα ειδών συνανθρώπων μας που κατοικούν σε μακρινές συνοικίες, σε εξωτικά σπίτια, αν όχι σε άλλον πλανήτη, επιχειρούν να μας φτιάξουν τη μέρα, να μας θυμίσουν να σκεφτόμαστε θετικά, να μοιραστούν μαζί μας τα επιτεύγματά τους και, γιατί όχι, να μας βοηθήσουν να τα αποκτήσουμε κι εμείς. Να τα αποκτήσουμε έστω δια της όρασης: να τα θαυμάσουμε. Εμείς μάλλον κάτι κάνουμε λάθος και δεν τ’ αξίζουμε. Εμείς πετυχαίνουμε πάντα τεράστιες ουρές, υπαλλήλους απρόθυμους να μας εξυπηρετήσουν, αγενείς σερβιτόρους και καθυστερημένους ντελιβεράδες.

Μας πηγαίνουν, σε γενικές γραμμές, όλα στραβά. Σα να μη μας θέλει, ρε παιδί μου. Βρέχει τη μέρα που φτιάξαμε τα μαλλιά μας. Έχει κίνηση τώρα που έτυχε να αργήσουμε. Το κινητό μας έχει χαμηλή μπαταρία την ώρα που πρέπει να κάνουμε αυτήν την ρημάδα την κλήση. Μας κάθεται το ραντεβού το σωστό, το ωραίο τέλη μήνα που έχουμε ξεμείνει με 17 ψωροευρώ. Κι αν θέλει δεύτερο ποτό; Όλοι είναι ηλίθιοι, όλα αργούν, κανείς δεν μας υπολογίζει εμάς που τρέχουμε από το πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι, με ένα σωρό πράγματα στο κεφάλι μας. Ω, νιώθουμε τόση μοναξιά. Μα επιτέλους, πότε προφτάσαμε να κουραστούμε έτσι; Χθες δεν είχαμε ρεπό; Τι σκατά; Αφού κοιμόμαστε 1 η ώρα το βράδυ, από τις 11μιση πια χασμουριόμαστε ασταμάτητα. Τρώμε ψιλοσωστά, ξηρούς καρπούς, φρούτα, πρασινάδες, προσέχουμε. Και το τσιγάρο το’ χουμε μειώσει. Τι μας φταίει;

Ο εαυτός μας, αυτό. Εμείς οι ίδιοι μας έχουμε εξαντλήσει. Το παιδί αυτό που κάποτε το μάλωναν και το περιόριζαν οι άλλοι, τώρα το περιορίζουμε εμείς. Μα ποιοι στην ευχή είμαστε εμείς αν όχι το παιδί που ήμασταν κάποτε; Είμαστε μια δεύτερη ρίζα «κακιά», είμαστε οι μάνες μας και τ’αφεντικά μας και οι κακοποιητικοί μας σύντροφοι και οι τοξικοί μας φίλοι. Είμαστε η φωνούλα που μας αποτρέπει από το να συνδεθούμε με την χαρά, την στοργή, την τρυφερότητα, την συγχώρεση. Όλο τρέχουμε και πάλι δεν προλαβαίνουμε τίποτα. Όλο αναβάλλουμε και ούτε καν το απολαμβάνουμε.

Δεν κάνουμε υπομονή με τους άλλους, γιατί ούτε με εμάς τους ίδιους δεν μπορούμε. Θέλουμε να χάσουμε κιλά σε μια εβδομάδα, να τελειώσουμε το πρότζεκτ σε ένα Σαββατοκύριακο, να πούμε το τέλειο αστείο την τέλεια στιγμή, να εξοικονομήσουμε περισσότερα χρήματα αυτόν τον μήνα, χωρίς να στερηθούμε κάτι σπουδαίο, θέλουμε να πάμε στην τάδε συναυλία και να ολοκληρώσουμε το μυθιστόρημα που πιλατεύουμε από το καλοκαίρι. Μα δεν μπορούμε. Δεν τα μπορούμε όλα αυτά, μας φαίνονται βουνό. Νοσταλγούμε τα σχολικά χρόνια γιατί η πίεση καταγόταν από κάπου μακριά, κάπου έξω από εμάς. Τώρα, εμείς οι αυστηροί δάσκαλοι: γυμναστήριο, σεμινάριο φωτογραφίας, συνέπεια και πρόοδος στην δουλειά, κοινωνικότητα, προσεγμένη εμφάνιση, καθαρό σπίτι, εύρυθμη οικογένεια, ποιοτικό σεξ, καλά γκάτζετ, πλήρης ενημέρωση, διαμόρφωση άποψης για όσο περισσότερα θέματα γίνεται, ένα ακόμα ταξλιδι, ένα ακόμα πάρτυ, ένα ακόμα πόστ, μην, μην σταματάς, θα χάσεις το λεωφορείο και καλύτερα να χάσεις τον εαυτό σου παρά το λεωφορείο, το λεωφορείο σε πάει δουλειά, το λεωφορείο σε κάνει να νιώθεις σκουπίδι, αλλά έτσι είναι, αυτή είναι η ζωή, έτσι σου έμαθαν, έτσι σε έπεισες να πιστεύεις, έτσι εξαντλείσαι και αυτό ειναι προτιμότερο από το να ρισκάρεις απλώς, για λίγο, να σταματήσεις. Και να δεις. Και να σκεφτείς. Κι ας αργήσεις. Λίγο. Αλλά για καλό. Και χωρίς καρδιοχτύπι.

*Πού ζούμε μωρέ στο ’60, να κάνουμε υπομονή για να γίνει ο ουρανός πιο γαλανός; Δε σφάξανε.