Μια απόρρητη έκθεση της OLAF -της ευρωπαϊκής υπηρεσίας καταπολέμησης της απάτης- κατηγορεί την Frontex, τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής φύλαξης, ότι συγκαλύπτει παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα. Η έκθεση που δημοσιοποιήθηκε από τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης, έρχεται μετά από πολύμηνη έρευνα σχετικά με ισχυρισμούς ότι οι συνοριοφύλακες στη χώρα μας πραγματοποιούσαν pushbacks – εμποδίζοντας ανθρώπους να ασκήσουν το δικαίωμά τους να ζητήσουν άσυλο και στη συνέχεια είτε τους επαναπροωθούσαν σε κάποιο άλλο κράτος, είτε τους εγκατέλειπαν αβοήθητους στη θάλασσα.

Τα pushbacks (επαναπροωθήσεις) είναι δύσκολο να αποδειχθούν, καθώς ο όρος δεν ορίζεται από το ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποτελούν παραβίαση του διεθνούς δικαίου μετανάστευσης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς επίσης και του ναυτικού δικαίου.

Ο επικεφαλής της Frontex, Fabrice Leggeri, παραιτήθηκε τον Απρίλιο μετά την έρευνα που διεξήχθη για την έκθεση, η οποία ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 2022. Τώρα, η δημοσίευσή της αποκαλύπτει ισχυρισμούς ότι αξιωματούχοι της Frontex συμμετείχαν στη συγκάλυψη ή στη μη διερεύνηση σοβαρών παραβιάσεων θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020.

Η ερευνήτρια Gemma Bird που συνεργάζεται με διάφορες ανθρωπιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα, όπως το Project Armonia και οι Samos Volunteers που δραστηριοποιούνται στο νησί της Σάμου, αποκάλυψε ότι εδώ και μήνες, οι ομάδες αυτές καλούν τη Frontex να εγκαταλείψει την Ελλάδα, καθώς την κατηγορούν για σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου. Οι αποκαλύψεις της έκθεσης της OLAF έρχονται να προσθέσουν περισσότερη βαρύτητα στις εκκλήσεις αυτές και να αναδείξουν την κρισιμότητα τους.

Τον Ιούλιο που μας πέρασε, μια ομάδα επτά ανθρωπιστικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στη Σάμο, κάλεσε τη Frontex να ενεργοποιήσει το άρθρο 46 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού που αφορούν την Συνοριοφυλακή και την Ακτοφυλακή. Αυτός ο νομικός μηχανισμός απαίτησε από τον εκτελεστικό διευθυντή της Frontex να διακόψει τις επιχειρήσεις της ή να αποσύρει τη χρηματοδότηση από τις δραστηριότητές της υπηρεσίας σε μια συγκεκριμένη χώρα, εάν υπάρχουν «παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων που είναι σοβαρού χαρακτήρα ή είναι πιθανό να συνεχιστούν». Οι οργανώσεις υποστηρίζουν ότι οι φερόμενες παράνομες επαναπροωθήσεις από την ελληνική ακτοφυλακή, εμπίπτουν σε αυτό το πρότυπο.

Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) που παρακολουθεί τα φερόμενα περιστατικά παράνομων pushbacks, κατέγραψε 540 από αυτά, μεταξύ Ιανουαρίου 2020 και Ιουνίου 2022. Δημοσιογράφοι και ανθρωπιστικές ομάδες έχουν επίσης αναφέρει περιστατικά στα ελληνικά σύνορα, όπου φέρεται να σημειώθηκαν απώλειες ζωών και άλλες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Χρησιμοποιώντας στοιχεία από συνεντεύξεις, μηνύματα WhatsApp, έρευνες σε γραφεία και επίσημα έγγραφα, η έκθεση της Olaf καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι υπάλληλοι της Frontex ήταν μάρτυρες αυτών των σοβαρών περιστατικών, αλλά συχνά δεν τα ανέφεραν. Ένα περιστατικό που περιγράφεται στην έκθεση υποστηρίζει ότι τον Απρίλιο του 2020, αξιωματούχοι της ελληνικής ακτοφυλακής διέσωσαν μια ομάδα μεταναστών από μια βάρκα από καουτσούκ σε ένα από τα σκάφη τους. Στη συνέχεια τους μετέφεραν πίσω στη λαστιχένια βάρκα και τους επέστρεψαν στα τουρκικά ύδατα, όπου οι μετανάστες έμειναν σε μια ακυβέρνητη βάρκα και χωρίς σωσίβια.

Η έκθεση ισχυρίζεται ότι η Frontex απέκρυψε πληροφορίες σχετικά με αυτή και άλλες πιθανές παραβιάσεις δικαιωμάτων από τον ίδιο τον αξιωματικό έρευνας ο οποίος δεν ανέφερε ότι ήταν μάρτυρας περιστατικών παράνομων επαναπροωθήσεων, φοβούμενος πιθανές επιπτώσεις από τις ελληνικές αρχές.

Σε απάντηση, η Frontex δήλωσε ότι οι δραστηριότητες που καταγγέλλονται στην έκθεση αφορούν «παρελθοντικές πρακτικές» και ότι θα λάβει μέτρα για την αντιμετώπισή τους. Ωστόσο, σύμφωνα με τις ανθρωπιστικές οργανώσεις, η έλλειψη αναφορών σοβαρών περιστατικών που υποβλήθηκαν στην περιοχή της Σάμου υποδηλώνει ότι η Frontex έχει έναν δυσλειτουργικό μηχανισμό αναφοράς σοβαρών περιστατικών. Όπως δήλωσε ένας ακτιβιστής:

Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι από τότε που η Frontex κλήθηκε να εφαρμόσει έναν αξιόπιστο μηχανισμό, δεν υπήρξε καμία αξιοσημείωτη αύξηση στον αριθμό των αναφορών (σοβαρών περιστατικών) που υποβάλλονται. Οι παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων που γίνονται στην Ελλάδα, καθώς και οι κίνδυνοι που προκύπτουν από αυτές, οι οποίες αναφέρθηκαν ευρέως από τα μέσα ενημέρωσης αλλά κι από τους ίδιους τους πολίτες, φαίνεται να μην ανταποκρίνονται στο πρότυπο απόδειξης που αναμένει η Frontex.

Θα φύγει η Frontex από την Ελλάδα;

Η Frontex δήλωσε ότι έχει συνεργαστεί με τις ελληνικές αρχές για «ένα σχέδιο δράσης για τη διόρθωση των αδικιών του παρελθόντος και του παρόντος», αλλά όπως δείχνουν τα πράγματα, θα συνεχίσει να δραστηριοποιείται στα ελληνικά σύνορα.

Υπάρχει όμως προηγούμενο για τη διακοπή των επιχειρήσεων της Frontex εντός μιας χώρας. Το 2021, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι η Ουγγαρία παραβίασε το δίκαιο της ΕΕ εμποδίζοντας την πρόσβαση σε αιτούντες άσυλο στα σερβικά σύνορα.

Όταν η χώρα δεν κατάφερε να αλλάξει τις πρακτικές της, η Frontex εγκατέλειψε την Ουγγαρία, λέγοντας ότι το έργο της μπορεί να είναι επιτυχές μόνο αν είναι σύμφωνο με τους νόμους της ΕΕ. Η απόφαση να φύγει, ωστόσο, ήρθε μετά από πολυετείς πιέσεις από ανθρωπιστικές ομάδες και εφαρμόστηκε μόνο μετά την απόφαση του δικαστηρίου.

Η απόφαση του δικαστηρίου στην Ουγγαρία στηρίχθηκε σε διαπιστώσεις ότι οι δραστηριότητες της χώρας αφορούσε περιστατικά «σοβαρού χαρακτήρα». Ωστόσο, το ζήτημα του τι μπορεί να εκληφθεί ως «περιστατικό σοβαρής φύσης» βρίσκεται στο επίκεντρο των εκκλήσεων των ανθρωπιστικών οργανώσεων και των πολιτικών κινημάτων για την αποχώρηση της Frontex κι από την Ελλάδα.

Οι ανθρωπιστικές οργανώσεις υποστηρίζουν ότι τα περιστατικά που αναφέρθηκαν στα σύνορα της Ελλάδας πληρούν πράγματι αυτές τις πρϋποθέσεις, αλλά ότι η Frontex δεν ασχολείται σωστά με τη διαδικασία αναφοράς σοβαρών περιστατικών. Τα ευρήματα της έκθεσης Olaf, επίσης το υποστηρίζουν αυτό.

Διαμαρτυρία κατά των παράνομων pushhback στη Σάμο, τον Ιούνιο του 2021

Η Frontex δήλωσε ότι θα αλλάξει, μεταξύ άλλων, καθιστώντας τη διαδικασία αναφοράς παραβιάσεων θεμελιωδών δικαιωμάτων «πιο ισχυρή». Θα συνεχίσει, ωστόσο, να δραστηριοποιείται στα κράτη μέλη «όταν αυτά την χρειάζονται περισσότερο» – γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν σχεδιάζει να εγκαταλείψει την Ελλάδα.

Η έκθεση Olaf αποτελεί περαιτέρω απόδειξη ότι έχουν σημειωθεί περιστατικά σοβαρού χαρακτήρα. Είναι καθήκον της ΕΕ και όλων των κρατών μελών της να προστατεύουν τα δικαιώματα των ανθρώπων που διαφεύγουν από διώξεις και πολέμους όταν φτάνουν στα σύνορα της Ευρώπης. Όταν αυτά τα δικαιώματα δεν προστατεύονται από ένα κράτος, οι οργανισμοί της ΕΕ έχουν καθήκον να το απαιτούν οι ίδιοι από το κράτος, όπως έκαναν στην Ουγγαρία.

Υπάρχει προηγούμενο για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ασκεί πίεση στα κράτη μέλη όταν πρόκειται για τη μεταχείριση των αιτούντων άσυλο. Στην Ουγγαρία, όταν η χώρα δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση του δικαστηρίου, η Επιτροπή ζήτησε από το δικαστήριο να της επιβληθούν οικονομικές κυρώσεις.

Οι ισχυρισμοί της έκθεσης Olaf δείχνουν ότι η Επιτροπή δεν θα πρέπει πλέον να ευχαριστεί την Ελλάδα που αποτελεί την «ασπίδα» της Ευρώπης, όπως έκανε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen τον Μάρτιο του 2020. Αντ’ αυτού, θα πρέπει να ενωθεί με τα πολιτικά κινήματα και τους ακτιβιστές των ανθρωπιστικών οργανώσεων και να απαιτήσει από την Ελλάδα να σεβαστεί το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα παροχής ασύλου των ανθρώπων που κατάφεραν να διαφύγουν από τις διώξεις και τον πόλεμο.