Ο Ηράκλειτος έγραψε: «Οι πολλοί δεν βασανίζουν το μυαλό τους με αυτά που τους τυχαίνουν, ούτε κι αν τα μάθουν τα καταλαβαίνουν, αλλά νομίζει ο καθένας ότι κάτι ξέρει».

Τι συμβαίνει, τέλος πάντων, με την εποχή μας; Εξαρθρώθηκε από το σώμα της κοινής αντίληψης των πραγμάτων η πίστη σε συγκεκριμένες, παραδεδεγμένες αξίες. Ο φόβος να απέχουμε όλες, όλοι και όλα από την αναγωγή στην συντηρητικότητα (μην και μας πουν δηλαδή μαλάκες), μας οδηγεί σε σφάλματα που όσο κι αν θέλουμε να κουκουλώσουμε ζέχνουν σαν το σκατό της γάτας σε άμμο που’ χει να καθαριστεί μέρες, κι ας έχει πορτάκι, κι ας μη βλέπουμε τις ακαθαρσίες.

Έχει παρέλθει προ πολλού η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, στην γνώση, στην μέχρι στιγμής εμπεδωμένη έννοια του κάματου και του μόχθου. Σημεία των καιρών η ταχύτητα, η εξυπνάδα της εξαπάτησης εντός ή εκτός εισαγωγικών (που θα πει, μια μετεξέλιξη της πονηράδας, η οποία κάποτε μπορεί να χρησίμευε ως εργαλείο επιβίωσης, εδώ και πολύ καιρό ως εργαλείο εξαπάτησης-και δεν μιλώ για τους πολιτικούς που ανέκαθεν δρούσαν στους παραδρόμους της ηθικής και της αυθεντικής καλοσύνης, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία). Ωδές γεμάτες έξαρση στον “Εαυτό”, στο διογκωμένο “Εγώ” που εξακοντίζεται, κατά μέρος, σε ένα κάλπικο “Εμείς” και, έτσι, μακιγιάρει την εγωκεντρικότητα που είναι κούφια κι επιπλέει ως φελλός σε ένα διευρυμένα χιουμοριστικό, προχειρατζίδικο, «να ‘χαμε να λέγαμε» attitude προς την ζωή και τους ανθρώπους -κι ο φελλός θαρρεί πως είναι, πια, έργο τέχνης, installation σε μια θάλασσα φορτωμένη με εκατομμύρια άλλους φελλούς. Όλοι οι φελλοί νομίζουν πως διαφέρουν ο ένας από τον άλλον, μιας που, οι καημένοι, στ’ αλήθεια επένδυσαν χρόνο και φαιά ουσία στο να χτίσουν μια όψιμη και εφετζίδικη διαφορετικότητα, στηριγμένη στα τατού που κοσμούν το δέρμα, στις μουσικές προτιμήσεις, στο βάθος και τον τρόμο του σνομπισμού απέναντι σε κάποια ή σε όλα τα πράγματα, στις προσπάθειες διαστρέβλωσης της Ομορφιάς με πούρα, γνήσια Ασχήμια, η οποία πλασάρεται ως οριτζιναλιτέ, ως στιλ, ως άποψη. Προτού γνωρίσουν από τι θέλουν να διαφέρουν, οι φελλοί φλέγονται να διαφέρουν. Προτού γνωρίσουν και κατανοήσουν ποιον κανόνα επιθυμούν ή έχουν ανάγκη να ανατρέψουν, λειτουργούν αντι-κανονικά και (δήθεν) αντισυμβατικά, απλώς επειδή, προφανώς, είναι πιο εύκολο.

Fake news αναπαράγονται και πουλιούνται σαν ζεστό ψωμάκι, ανθρώπινες υπολήψεις καταβαραθρώνονται με ένα ανοιγοκλείσιμο ματιών, απόψεις επιβεβλημένες με τον πλέον έξυπνο τρόπο από γνωστά και σκιώδη κέντρα εξουσίας αναμασώνται πυρετωδώς και εμετικά. Οι φελλοί στριμώχνονται εύκολα μες στην αμάθειά τους, αν κανείς αποφασίσει ως κοινωνικό πείραμα να τους κάνει μερικές ερωτήσεις. Οι φελλοί μπορεί να είναι δεξιοί, αριστεροί, φιλοπαλαιστίνιοι, μαύροι, προνομιούχοι λευκοί, μετανάστες φτωχοί λευκοί, καθηγήτριες πανεπιστημίου, οι φελλοί μπορεί να είναι νικητές και ηττημένοι της Eurovision ή των εκλογών, φανατικοί ψηφοφόροι ή μποέμ αναρχικοί, οι φελλοί είναι παντού, φελλοί έχουμε πιθανότατα υπάρξει όλες και όλοι στον βίο μας, κάποια περίοδο ή, έστω, κάποια στιγμή.

Φελλοί μπορεί να είναι καλοί (καλοπροαίρετοι) και κακοί (@ρχίδια) άνθρωποι. Φελλός είναι σίγουρα αυτός που σιγανά και ταπεινά λέει την αποψάρα του για την ελλιπή παρουσίαση του Τζερόμ Καλούτα προσβάλλοντάς του και κρυφά χαρούμενος για την αποτυχία κάποιου που βρέθηκε σε μια θέση που ποτέ αυτός δεν πρόκειται να πιάσει. Φελλός μπορεί να είναι και ο ίδιος ο Καλούτα που επικαλείται την Επίδαυρο, στην οποία έχει παίξει, για να υπερασπιστεί την τραγική αδιαβασιά του λίγο πριν παρουσιάσει τον ευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού και να πληρωθεί από εθνικό, λαϊκό χρήμα. Όμως, η έπαρση των φελλών (τους οποίους συγχωρούμε λίγο πολύ που είναι φελλοί, γιατί δεν μας παίρνει να κάνουμε και κάτι άλλο, αν δεν θέλουμε να απομονωθούμε σαν τους ημι-άγριους σε κάποια σπηλιά και να τρώμε άγριο μέλι), έρχεται καμουφλαρισμένη με μια ταπεινότητα που προκύπτει από την ίδια την καταγωγή της έπαρσης: την άγνοια. «Άκου, μπορεί να μην ξέρω, αλλά είμαι ο ΤΑΔΕ. Έχω παίξει Επίδαυρο. Βέβαια, είμαι πλακατζής και καλόκαρδος, με αγαπάτε, έλα τώρα, μην βαράτε άλλο». Και, «Άκου, μπορεί να μην μπορώ ούτε σε εστιατόριο να παραγγείλω γιατί δεν μπορώ να ανοίξω το στόμα μου. ΑΛΛΑ, θα κρίνω τον Καλούτα γιατί είδα ότι όλοι τον κράζουν, εγώ γιατί να μείνω στην απέξω; Άσε που έχω και γαμώ τις αισθητικές επειδή ακούω αφρο-πανκ».

Πώς μπορούμε, όμως, να είμαστε στ’ αλήθεια ταπεινοί;

Θα βοηθούσε, για αρχή, να δουλέψουμε την συναισθηματική μας ωριμότητα στο να παραδεχθούμε τα λάθη μας. Μπορούμε επίσης να εξασκήσουμε το βλέμμα στις ομορφιές, στον γύρω και τον έξω κόσμο, ο οποίος δεν περιστρέφεται γύρω μας. Να σκεφτούμε ότι δεν είμαστε σημαντικότεροι από τους άλλους -και αν πιστεύουμε ότι είμαστε, να το βάλουμε κάτω και να το αναλύσουμε. Γιατί η δική μας επιτυχία ή ο δικός μας πόνος να αξίζουν και να ζυγίζουν διπλά; Να αρχίσουμε να λέμε την αλήθεια. Να ρωτάμε αν δεν ξέρουμε κάτι. Να λέμε ευχαριστώ, να συνδεθούμε ξανά με το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης.

Να μην φοβόμαστε ότι η ταπεινότητα θα μας κάνει να δείχνουμε ηττοπαθείς. Η ψυχολόγος Ηλιάνα Χρυσικάκου σημειώνει κάτι πολύ ωραίο επ’ αυτού: «Με ρώτησαν πρόσφατα ποια χαρακτηριστικά καθιστούν τον άνθρωπο ταπεινό, χωρίς να κινδυνεύει να γίνει ηττοπαθής. Μου φάνηκε τόσο ενδιαφέρον θέμα προς ανάλυση, καθώς κατάλαβα πως πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι η ταπεινότητα είναι αδυναμία. Λογικό αν σκεφτούμε πως ζούμε σε μια ναρκισσιστική εποχή, όπου η εξασφάλιση της “καλής εικόνας” είναι το ζητούμενο και ο εαυτός είναι αντικείμενο προς επίδειξη και όχι υποκείμενο προς σχέση. Σκέφτομαι, λοιπόν, πως ταπεινός είναι ο άνθρωπος που αναλαμβάνει την ευθύνη του εαυτού του στις καταστάσεις, όχι όλη την ευθύνη των καταστάσεων και ταυτόχρονα είναι σε θέση να βάζει όρια στον εαυτό του και τους άλλους και καλούς όρους στις σχέσεις του. Ακόμη, ταπεινός είναι όποιος έχει επίγνωση τόσο των προτερημάτων όσο και των σκοτεινών του σημείων και επιθυμεί να συναντηθεί ουσιαστικά με τους άλλους παρά και τις δικές τους αδυναμίες. Ταπεινός είναι όποιος έχει τη γνώση πως ότι καλό του συμβεί στη ζωή του δεν θα του προσφερθεί αλλά θα προκύψει μέσα από επένδυση, δέσμευση και προσπάθεια. Τέλος, ταπεινότητα προκύπτει από τη βίωση των δύσκολων συναισθημάτων, το μη κουκούλωμα, το πένθος για ότι δεν υπάρχει πια, όχι με απαισιοδοξία αλλά πίστη ότι αυτή η διαδικασία θα μας ελευθερώσει».

Όταν σκέφτομαι τι σημαίνει ταπεινότητα φέρνω στο νου τον Μιχαήλ Άγγελο, αυτό τον σπουδαίο γλύπτη και ζωγράφο της Αναγέννησης, του οποίου έργα είναι –μεταξύ άλλων εμβληματικών– η Καπέλα Σιξτίνα στο Βατικανό και η Πιετά στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Υπήρξε ο μοναδικός καλλιτέχνης της εποχής, του οποίου η βιογραφία εκδόθηκε πριν τον θάνατό του, χαρακτηρίστηκε ως “ο θεϊκός” και ο ίδιος στα 85 του χρόνια, λίγο πριν φύγει από τη ζωή, δήλωσε: «Ακόμα μαθαίνω…».

Ακόμα μαθαίνουμε, λοιπόν. Πάντα να έχουμε να μαθαίνουμε! Ίσως αυτό είναι το κλειδί, αγαπητοί φελλοί Άλλοι, αγαπητέ Φελλέ εαυτέ μου. Η αριστεία μπορεί, τελικά, να μην είναι ο πλούτος, τα πτυχία, η εκπάγλου καλλονής εξωτερική εμφάνιση. Αλλά, όπως θα συνυπέγραφε και ο Καζαντζάκης, η πορεία προς την άρση της μετριότητας στην οποία είμαστε καταδικασμένοι οι άνθρωποι.