Το Σάββατο νομίζω ότι όλοι οι φίλοι μου, γνωστοί, συγγενείς και όποιο πούλμαν μπορούσε να έρθει από επαρχία πήγε στο live του Pan Pan στο Floyd (Pan Pan & Years of Υouth). Το news feed μου με έπεισε για αυτό, δεν τα λέω από μόνη μου. Ιαχές, κόσμος χόρευε, έκλαιγε, έκανε τον χαμό του. Και δεν είναι η πρώτη φόρα, αρχίζω να πιστεύω ότι ο κόσμος χρησιμοποιεί κάποια gigs σαν μαζική ψυχοθεραπεία. Μου θυμίζει κάτι αμερικάνικες αιρέσεις, όπου ο healer είναι στη σκηνή με ένα μικρόφωνο και ουρλιάζει συνθήματα ενδυνάμωσης και ο κόσμος από κάτω κλαίει, ριγεί, νιώθει την αλλαγή. Χάσαμε τον εαυτό μας και τον βρίσκουμε στο dancefloor λες και είναι χαμένο πενηντάλεπτο. Αμ δε! Είναι όμως ο Pan Pan healer; Για όνομα, όχι βέβαια, αυτό μας έλειπε. Απλά χτύπησε φλέβα, έπιασε την στιγμή και το πράγμα κούμπωσε. Ίσως ούτε ο ίδιος να περίμενε αυτό το hype. Το κοινό πάντα από κάτι θα πιαστεί. Είναι μόδα; Είναι εύκολο; Είμαστε και λίγο χλιαροί, να το πούμε και αυτό. Το άλμπουμ “Φαντασμαγορία Τρία” (o δίσκος που περιλαμβάνει την ΝΤΙΣΚΟ μας βρε), δεν άλλαξε την μουσική. Συγνώμη. Ο Pan Pan παραμένει συμπαθής και διασκεδαστικός, αλλά δεν είναι και ο Allen Ginsberg. Λίγο θλίψη, λίγο γκλίτερ, κάπου στο βάθος η βαρετή Κηφισίας και έτοιμη η χαριτωμένη μας μιζέρια, χορεύει μπροστά μας και εμείς μαζί της. Γιατί έτσι;

Η γενιά μου γέρασε πριν της ώρας της, μονολογεί ο Σαιξπηρικός Άμλετ, εννοώντας την προσωπική του δυστυχία και ματαίωση. Κακά τα ψέματα, δυστυχώς η ενέργεια μας πιο πολύ αντιστοιχεί σε συνταξιούχους παρά σε νέους ανθρώπους. Τι μας φταίει;

Σάββατο απόγευμα, αργά και κάνεις μία έρευνα στην παρέα σου. Μεταξύ κάτι χλιαρών προτάσεων για σινεμά συνδυασμένο ίσως με ένα γρήγορο ποτό ή χαλαρή μάζωξη σε σπίτι με επιτραπέζια, επιλέγεις το δεύτερο. Σκέφτεσαι πως στα τριάντα το φανταζόσουν αλλιώς το έργο. Βλέπεις κόσμο ντυμένο για έξοδο, εσύ πας στο σαλόνι του φίλου οριακά με την φόρμα. Και το έξω βαριέσαι και το εκεί που πας και σπίτι σου όμως δεν αντέχεις.

Φυσικά ο νούμερο ένα παράγοντας των δεινών μας, είναι η δουλειά. Αυτό ακούω από παντού τουλάχιστον. Το τρέξιμο. Όλοι μας κάπου τρέχουμε. Deadlines, συναντήσεις, η δεύτερη δουλειά, για κάποιους δεύτερο πτυχίο, μεταπτυχιακό, διδακτορικό και κάπου στη μέση, η προσωπική ζωή. Συγνώμη, αλλά κάπου δεν μας πιστεύω.

Είναι απόλυτα σίγουρο ότι έχουν υπάρξει γενιές πριν από εμάς με πολλές (και χειρότερες, ίσως) δυσκολίες. ‘Οχι, λοιπόν, δεν είμαστε χειρότερα. Οκ, οι γονείς μας μάλλον δεν είναι ανάμεσα σε αυτές, αλλά οι παππούδες μας, ήταν. Δεν μας αρέσει η πίεση, μισούμε το ξεβόλεμα, φαίνεται από την ερωτική μας ζωή. Σχέσεις που λιμνάζουν και τις κρατάμε μέχρι να σαπίσουν, σχέσεις που κρατάνε τέσσερεις μέρες ή σχέσεις που δεν γίνονται ποτέ γιατί δεν μπαίνουμε καν στον κόπο. Εννοείται ότι κανείς δεν περνάει καλά, όλοι έχουμε ενοχές, τρέμουμε μην μας πούνε ‘’τοξικούς’’ και μιλάμε στον εκάστοτε γκόμενο λες και απευθυνόμαστε σε θεραπευόμενο με οχτώ διαταραχές. Λέξεις, προκάτ ορολογίες, φύλαξη των ορίων και στο τέλος μένει ένας αριθμός τηλεφώνου για ώρα ανάγκης (booty call). Ματαιότητα. Ουφ.

Αφιερώνουμε την ζωή μας σε δουλείες που μισούμε για να βγαίνει ο μήνας και τις ελεύθερες ώρες μας δεν θέλουμε να τις κάνουμε τίποτα. Κινδυνεύοντας να ακουστώ σαν ηλικιωμένη κυρία που πίνει λικέρ (αλλά δεν με πολυνοιάζει κιόλας), έχω καταλήξει ότι τα σύγχρονα μέσα, μας έφαγαν. Ναι η τόση ευκολία μας κακόμαθε. Πλέον η απόλυτη βραδιά μας είναι σπίτι, κουβέρτα και Νetflix. Με παρέα ή χωρίς δεν έχει σημασία, οθόνη να υπάρχει και θαλπωρή. Το θεωρούμε φυσικό. Λέμε συνέχεια ο ένας στον άλλον ότι μεγαλώσαμε μπας και πιστέψουμε την αδράνεια μας. Ακόμα και τα memes που καταναλώνουμε αδηφάγα αυτό ακριβώς το μήνυμά περνάνε.

Η κούραση είναι της μόδας. Είναι της μόδας να λες “τρέχω”. Έχουμε την ψευδαίσθηση ότι η έλλειψη κοινωνικών επαφών και η αδυναμία μας να συναναστραφούμε καινούριους ανθρώπους είναι αποτέλεσμα της ενηλικίωσης, της υπεύθυνης ζωής που οφείλουμε ως “μεγάλοι πια” να ακολουθούμε. Το έξω είναι χάσιμο χρόνου, τα νυχτοπερπατήματα ξόδεμα. «Θέλω να ξυπνάω νωρίς και χωρίς hangover για να μην χάνω την ημέρα», μου έλεγε για τις Κυριακές της μία παλιά φίλη. Στην καλύτερη περίπτωση πήγαινε βόλτα με τα πόδια το τετράγωνο.

Αποφεύγουμε τα λάθη σαν τον διάολο πολύ πριν τα κάνουμε. Παλιά ο κόσμος έβγαινε για να δει τι “παίζει” έξω, να δει ανθρώπους. Πλέον με ένα scroll down τα βλέπουμε όλα, τα βαριόμαστε πριν καν τα ζήσουμε και νιώθουμε ήδη κατάκοποι πριν καν σηκωθούμε από τον καναπέ. Λες και τα σώματα μας κουράζονται από τις πολλές εικόνες και αυτή η κούραση γίνεται εν τέλη και σωματική. Σαν τον Νίο όταν τον έκανε τόπι στο ξύλο ο Μορφέας στο Matrix αλλά αυτός ήταν κουρέλι και στον πραγματικό κόσμο.

Ζωές οργανωμένες στα κουτάκια και τα θέλω μας κλεισμένα σε χαρτόκουτα στην σοφίτα. Κάποια γράφουν εφηβεία, αλλά παιδική ηλικία, άλλα όμως γράφουν πρόπερσι. Δεν μας επιτρέπουμε να χαθούμε σε κάτι, σε κάποιον. Ακόμα και τα ταξίδια μας στο εξωτερικό είναι οργανωμένα μέχρι και στο που θα πάμε για φαγητό από πριν. Η χαρά μας έχει ταβάνι, ένα «αυτό ήταν!», «το έκανα και αυτό, τι έχει παρακάτω;». Λιγότερη απόλαυση, λιγότερη ουσία.

Κατά πολύ βάθος, δεν φταίμε. Είμαστε η γενιά που έπαιξε προ κρίσης με πανάκριβα παιχνίδια, που φόρεσε στην εφηβεία ρούχα και παπούτσια όσα ένα σημερινό νοίκι, που έδωσε ραντεβού στο mall και στην Κηφισιά. Που ανατράφηκε ως επένδυση με ακριβά σχολεία, φροντιστήρια και χόμπι, που την έπεισαν ότι ο κόσμος είναι δικός της και που τελικά ενηλικιώθηκε πάνω στην κρίση για να συνειδητοποιήσει ότι δεν την περιμένει εκεί έξω τίποτα. Μας την φέρανε με λίγα λόγια. Περιμέναμε έναν κόσμο που δεν ήρθε ποτέ και τώρα πρέπει να επιβιώσουμε σε αυτήν την καινούρια κατάσταση με όσα ξέρουμε. Έτσι όσοι έχουν ακόμα το όνειρο για μία καλή ζωή όπως μας την έμαθαν, έτρεξαν να ακολουθήσουν το μόνο ασφαλές δρόμο που ήξεραν και τσακίστηκαν να γίνουν οι γονείς τους. Δεν κάναμε ποτέ μία επανάσταση. Δεν αφήσαμε στα πιο τρελά μας όνειρα χώρο. Δεν είχαμε αυτή την πολυτέλεια. Γίναμε τέλειοι μικροαστοί για έναν μέτριο μισθό, ένα νοικιασμένο διαμέρισμα στο κέντρο και ένα αυτοκίνητο. Δεν το ψάξαμε άλλο γιατί πολύ απλά δεν μας έπαιρνε. Και τώρα μπήκαμε στα τριάντα ως κάτι κουρασμένα παλικάρια, που θέλουμε απλά να χωθούμε κάτω από την κουβέρτα (αν είμαστε τυχεροί και έχουμε και έναν άνθρωπο δίπλα μας καλώς αν όχι, τι να γίνει;) να δούμε ακόμα ένα επεισόδιο από μία καινούρια σειρά, να χαζέψουμε tik tok και να κοιμηθούμε νωρίς για να μην χάσουμε αύριο την μέρα, ενώ στην πραγματικότητα έχουμε χάσει την μέρα, την χρονιά, μάλλον και την δεκαετία.

Δεν έχω ιδέα ποιο μεγάλο μπαμ θα μας βγάλει από αυτόν τον λήθαργο. Και αν θα μας βγάλει. Μπορεί να περάσουμε έτσι στην ιστορία ως η θυσιασμένη γένια που έφυγε από το πάρτι νωρίς. Όχι άσχημα, όλοι συμπαθούν στο κάτω κάτω τα θύματα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η “Ανισόπεδη Ντίσκο” του Pan Pan (για να γυρίσουμε στο Σάββατο και εκεί που αρχίσαμε) έχει γίνει το anthem της τελευταίας διετίας. Το κομμάτι έχει αγγίξει αυτό ακριβώς, θίγει την ματαιότητα που βιώνει η γενιά μας και την βεβαιότητα ότι το παιχνίδι χάθηκε. Πολύ μικροί για να πούμε ότι κουραστήκαμε, αλλά πολύ μεγάλοι για να αρχίσουμε από την αρχή. Τα σώματα των ανθρώπων όταν το χορεύουν και οι φωνές τους που χορωδιακά επαναλαμβάνουν τους στίχους δεν λένε ψέματα. Δεν είναι απλά μία μόδα, είναι κάτι πολύ παραπάνω. Μία μικρή λύτρωση επειδή κάποιος το παραδέχτηκε, αλλά κυρίως η ψευδαίσθηση πως όσο κρατάει η μουσική είμαστε πάλι ελεύθεροι. Και δεκαοχτώ. Την Δευτέρα πάλι γραφείο. Δεν άλλαξε τίποτα.