Από τότε που τελείωσαν οι διακοπές των τριών μηνών, τελείωσε και το καλοκαίρι. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η ενήλικη ζωή είναι ό,τι πιο αντικαλοκαιρινό υπάρχει. Όλος ο τρόπος που είναι δομημένη στον δυτικό κόσμο η έννοια των διακοπών δεν είναι παρά μια τεράστια ψευδαίσθηση απόδρασης και χαλάρωσης, όπως πρόσφατα σκεφτόμουν χάρη στη συζήτηση με τον Κώστα Κουτσολέλο.

Τα πράγματα στην Ελλάδα είναι ακόμη χειρότερα καθώς παρότι είναι τουριστικός προορισμός και μολονότι βασίζουμε την οικονομία μας κυρίως σε αυτόν (σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΤΕ για το 2019 η συνολική συμμετοχή του τουρισμού στο ΑΕΠ ήταν 20,8%) δεν έχουμε κουλτούρα ταξιδευτή αλλά ούτε τις κατάλληλες συνθήκες για να την αναπτύξουμε. Πόσες εταιρείες στη χώρα δίνουν στους εργαζομένους τους 25 ημέρες συνεχόμενης άδειας που δικαιούνται, πόσοι φέτος δεν θα μπορέσουν να πάνε διακοπές γιατί πολύ απλά δεν τους βγαίνει ο λογαριασμός (άσε που δεν είμαστε όλοι τόσο τυχεροί ώστε να να κληρωθούμε για το voucher με το ιλιγγιώδες ποσό των 150 ευρώ), πόσοι άνθρωποι δεν έχουν καν αυτό το εξοχικό ή το σπίτι στο χωριό γιατί κάηκε ή αν δεν κάηκε το ίδιο ερημώθηκε ο τόπος τους από μια πυρκαγιά.

Όλη η μιζέρια του να πρέπει να στριμώξεις μέσα σε ελάχιστες ημέρες -που κατάφερες με χίλιους δυο υπολογισμούς να εξασφαλίσεις- τον χρόνο για να ξεκουραστείς, να ηρεμήσεις, να μάθεις έναν νέο τόπο, να χαρείς, να απομονωθείς, να βρεθείς με ανθρώπους που πραγματικά θες βρεθείς, να διαβάσεις, να μη διαβάσεις, να μην κάνεις τίποτα απολύτως, όλη αυτή η πίεση του να προλάβεις να νιώσεις καλά είναι ακριβώς ο απόλυτος τρόπος για να μην νιώσεις καλά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά να νιώσεις ενοχές που επέστρεψες πίσω (όποιο κι αν είναι για τον καθένα μας αυτό το πίσω) εξίσου κουρασμένος.

Δεν παλεύεται αυτή η κατά παραγγελία χαρά που ούτως ή άλλως στριμώχνεται σε ένα πλαίσιο που ούτε το ζητήσαμε, ούτε το φτιάξαμε εμείς αλλά πλέον το έχουμε αποδεχτεί κι ας μας προκαλεί ασφυξία. Κι αν κάποιοι κάπως τα έχουν καταφέρει να μπορούν ακόμη να διαμορφώνουν το καλοκαίρι τους όπως το επιθυμούν είναι μια ματιά στην μεγαλύτερη εικόνα που μας παγώνει τη διάθεση παρά τις υψηλές θερμοκρασίες. Γιατί ακριβώς αυτές οι υψηλές θερμοκρασίες είναι αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, που από κρίση μετατράπηκε σε αλλαγή όταν το 1992 μια συνάντηση μεταξύ μερικών από τους μεγαλύτερους βιομηχανικούς παράγοντες των ΗΠΑ μαζί με έναν άνθρωπο που ήταν ιδιοφυΐα επί των δημοσίων σχέσεων, δημιούργησε μια καταστροφικά επιτυχημένη στρατηγική που κράτησε για χρόνια – με τις συνέπειές της να είναι παντού γύρω μας, όπως αποδεικνύει πρόσφατο ρεπορτάζ του BBC.

Γιατί αυτή η κλιματική αλλαγή με τους εξουθενωτικούς καύσωνες που δυσχεραίνουν σε τρομακτικό βαθμό την καθημερινότητά μας και οι πυρκαγιές που μας κατακαίνε είναι πλέον τόσο συνδεδεμένα με τα καλοκαίρια που πλέον δεν απορούμε καν όταν ακούμε ανθρώπους να λένε «θα πάω Σαββατοκύριακο στο σπίτι στη Κινέττα, είδα ότι θα ‘χει αέρα, λες να πιάσει καμιά φωτιά;» ή «σύννεφα είναι αυτά ή καπνός;». Έχουμε βιώσει -άλλοι από κοντά, άλλοι από κάποια απόσταση- ένα συλλογικό τραύμα και το μελτέμι αντί να ανακουφίζει με τη δροσιά του αγχώνει «με τόσα μποφόρ ξέρεις πόσο γρήγορα εξαπλώνεται η πυρκαγιά;».

Μια χώρα σε κατάθλιψη γιατί όλοι μας νιώθουμε απροστάτευτοι και ανήμποροι και τρομερά, μα τρομερά κουρασμένοι. Το θέρος θερίζει και σχεδόν ντρεπόμαστε να διεκδικήσουμε πίσω τη χαρά μας.

Κι αν το καλοκαίρι μέσα στην πίτα του έτους είναι το αντίστοιχο διάλειμμα στο σχολείο πώς και γιατί αποδεχτήκαμε την απαξίωση του, την επί της ουσίας κατάργησή του; Πώς περιφρονούμε την αξία του ελεύθερου χρόνου, γιατί υποτιμούμε την έννοια της ανάπαυσης; Αυτό δεν είναι ζωή, είναι επιβίωση.

«το καλοκαίρι σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει / γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια στο περιθώριο κι ερωτηματικά», κάτι παραπάνω θα ήξερε ο Γιώργος Σεφέρης.

υγ: Το καλοκαίρι το αγαπώ κι ας μη το αναγνωρίζω πια ως τέτοιο. Ίσως γιατί τελικά η επιθυμία για χαρά είναι πιο δυνατή κι απ’ τη ίδια τη χαρά ή την έλλειψή της.