Κατ’ αρχάς, να ξεκαθαρίσουμε ότι δε μεγαλώνουμε τα παιδιά ΜΑΣ αλλά ανθρώπους που θα ενταχθούν σε ένα ευρύτερο κοινωνικό σύνολο ως ανεξάρτητες, μοναδικές προσωπικότητες. Θέτοντας αυτό ως αφετηρία, προχωράμε στον παράγοντα τύχη: απλά έτυχε να διαδραματίζουμε τον ρόλο του γονέα για το συγκεκριμένο παιδί, και οφείλουμε να προετοιμάσουμε κατάλληλα το άτομο, με κάποιες βάσεις, για να ανταπεξέλθει στις όποιες απαιτήσεις συναντήσει μπροστά του, στην πορεία της ζωής του. Και κάπου εκεί ο ρόλος μας σταματάει. Ή μήπως όχι;

Στην εποχή που όλα μετατρέπονται σε περιεχόμενο, από τις Τέχνες και τη Φιλοσοφία μέχρι την προσωπική μας ζωή και τις επαναστάσεις, αναπόφευκτα και η γονικότητα έγινε ένα σημαντικό -και επικερδές, ενίοτε- στοιχείο αναφοράς για influencers και content creators. Στις πλατφόρμες κοινωνικές δικτύωσης, μαζί με τα μουσικά trends και τους λογαριασμούς που παίζουν με την #foodporn αισθητική, εμφανίζεται και το parenting, το οποίο προβάλλει ειδυλλιακές χαρούμενες οικογενειακές στιγμές και διάφορες συμβουλές προς τους γονείς: «Πώς να μεγαλώσεις σωστά το παιδί σου», «Πώς να μιλήσεις στο παιδί σου για το Χ», «Πώς να μάθεις στο παιδί σου το τάδε», «Μάθε στο παιδί να μην» κ.ο.κ.

Ωστόσο, ποιος ακριβώς είναι αυτός που μας λέει πώς να μεγαλώσουμε σωστά ένα παιδί, τι διαπιστευτήρια έχει, γιατί να τον ακούσουμε, πώς ξέρει ότι δεν καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια και, στην τελική, δεν ισχύει πάντα ότι οι βάσεις μπαίνουν στο σπίτι. Γιατί αν αυτό ίσχυε, και πέρα από εξαιρέσεις, ίσως η ανθρωπότητα να μην είχε έρθει αντιμέτωπη με το σκληρό πρόσωπο του φασισμού, του ρατσισμού, της αφαίρεσης ζωής, της πατριαρχίας, γιατί όχι και του καπιταλισμού (ή του κουμμουνισμού, ό,τι προτιμάτε). Ίσως, για παράδειγμα, ο Αδόλφος Χίτλερ να είχε μεγαλώσει με αγάπη, ενσυναίσθηση, «φροντίδα και προδέρμ». Πιθανόν, επίσης, για κάθε serial killer που είχε δεχθεί κακοποίηση στην παιδική του ηλικία να υπάρχει και ένας “παράφρων” που έζησε σε, αυτό που λέμε, «φυσιολογικό σπίτι». Τέλος, απ’ όσο γνωρίζω, και οι γονείς των συμμαθητών της κόρης μου προσπαθούν να μεγαλώσουν και εκείνοι τα παιδιά τους «σωστά», παρ’ όλα αυτά είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Αφού, όμως, οι περισσότεροι γονείς κινούμαστε επάνω σε αυτή την κατεύθυνση, γιατί τα παιδιά μας δεν είναι ίδια;

Προφανώς γιατί δεν υπάρχει κάποιο καθολικά αποδεκτό και οικουμενικό manual ανατροφής παιδιών. Μπορεί να το έχετε ακούσει, ή αν είστε γονείς να το έχετε εκφράσει σε άλλους, αλλά ισχύει. Αναλόγως το πώς διαμορφώνεται η κάθε εποχή, με κοινωνικοπολιτικούς, οικονομικούς, τεχνολογικούς, πολιτιστικούς παράγοντες κ.λπ., το κάθε manual από γενιά σε γενιά διαφέρει. Εμείς, οι γονείς που μεγαλώνουμε παιδιά το 2023, έχουμε σίγουρα περισσότερη γνώση και πληροφορία από τους δικούς μας γονείς, τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, αυτό όμως δε σημαίνει ότι δε θα κάνουμε παρόμοια σφάλματα ή ότι θα καταφέρουμε να δώσουμε στην ανθρωπότητα μια version ανθρώπου τόσο πολύ ανώτερη και καλύτερη από τις προηγούμενες -ας περιμένουμε την Τεχνητή Νοημοσύνη να το κάνει αυτό. Τα παιδιά δε βγαίνουν από κάποια εργοστασιακή γραμμή παραγωγής, ούτε υπάρχει καλούπι. Ούτε καν στο Temu. Τα παιδιά είναι ανθρώπινα όντα με δική τους βιολογική σύνθεση, γενετική προδιάθεση και συνειδησιακό φάσμα.

Συχνά ακούγονται κάποιες φράσεις, τύπου «Γιατί να φέρω ένα παιδί σε αυτόν τον κόσμο;», που στη βάση τους ενοχοποιούν τους γονείς για τα λάθη και τα πάθη της ανθρωπότητας. Ταυτόχρονα, πίσω από αυτή την προσέγγιση, κρύβεται μια άποψη η οποία τονίζει ότι ο ρόλος των γονέων είναι αυτός που θα καθορίσει την πορεία των παιδιών τους. Μια τέτοια γενίκευση, φυσικά, είναι τελείως ανούσια. Τα παιδιά, ως άτομα, δε μεγαλώνουν για να αντανακλούν στο 100% το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσαν. Δεν έρχονται στη ζωή ως sequel του γονέα με σκοπό να δώσουν συνέχεια στο οικογενειακό franchise. Γι’ αυτό κιόλας πολλές φορές διαφωνώ όταν βλέπω/ακούω/διαβάζω τις προσπάθειες -στα όρια της εμμονής- κάποιων γονιών να μεταδώσουν στα παιδιά τους, με κάθε τρόπο, τα δικά τους πιστεύω, τις δικές τους αξίες, τους δικούς τους ηθικούς κώδικες, τις διατροφικές τους συνήθειες, ακόμα και τις ενδυματολογικές προτιμήσεις τους. Τα παιδιά δεν χρωστάνε ούτε σε εμάς (τους γονείς), ούτε σε κανέναν. Το «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» είναι δογματικό, και αντί να διευρύνει ορίζοντες, εγκλωβίζει σε ένα αυστηρό πλαίσιο τον άνθρωπο ανεξάρτητα από την ηλικία και την προέλευσή του.

Πώς να μεγαλώσουμε σωστά τα παιδιά μας, λοιπόν; Αφήνοντάς τα ελεύθερα να πειραματιστούν, να ρισκάρουν, να κάνουν λάθη και να μάθουν μέσα από αυτά. Να τους δημιουργήσουμε ένα ασφαλές περιβάλλον (συναισθηματικά, και όχι μόνο) που μέσα σε αυτό θα νιώθουν ελεύθερα να εκφραστούν και μέσα από αυτή την έκφραση, εμείς, οι λεγόμενοι «μεγαλύτεροι», να τους βοηθήσουμε να πατήσουν γερά στα πόδια τους. Δε χρειάζεται να ακολουθήσουν τα βήματά μας, αλλά να μάθουν να βαδίζουν. Οι υπόλοιπες συμβουλές που κυκλοφορούν εκεί έξω, στα social media και στις συζητήσεις, είναι απλώς ενίσχυση του εκάστοτε γονικού brand. Ας σταματήσουμε να “ψωνίζουμε” από εκεί.