Οι δεσμοί είναι δεσμά, γιατί δεν γίνεται κάτι ευτυχές και όμορφο να έρχεται χωρίς τίμημα ή γιατί απλώς έτσι μάθαμε; Για να εδραιωθεί η αγάπη και η φροντίδα χρειάζεται πίεση, άχθος και μόχθος; Δεν γίνεται να συμβαίνουν όλα φυσικά, χωρίς σχέσεις εξουσιασμού και αλληλοϋπονόμευσης; Για να μπορέσουμε να σκεφτούμε βαθύτερα πάνω σε αυτά τα ερωτήματα, ας στρέψουμε το νου στην Αγ(ρ)ία ελληνική οικογένεια. Ξεκινάει η εορταστική περίοδος, γράφουμε ήδη κείμενα για τα οικογενειακά τραπέζια, προσπαθούμε μερικοί να κουκουλώσουμε τις καρδιές μας, να μην τις ανοίξουμε στη μάνα, στην πεθερά, μην στενοχωρέσουμε κανέναν, μην αφήσουμε κανέναν να δει το τραύμα και την πληγή μας-θα μιλάμε ατελείωτα για τα φαγιά και τα ποτά, μην και μας ξεφύγει καμία “συγγνώμη”, κανένα “σ’ αγαπώ”, κανένα “έφταιξες κι εσύ”.

Οι περισσότεροι από εμάς αγαπάμε την οικογένειά μας, αλλά νιώθουμε και κάπως πιεσμένοι από αυτές, είμαστε ίσως λίγο παράξενα απέναντί τους και μαζί τους. Στην Ελλάδα, ο απογαλακτισμός μας αργεί πολύ. Χώρα φτωχή, χώρα πολύτεκνη-κάποτε, χώρα που το κεφάλαιό της ήταν τα κεφάλια των μελών της οικογένειας που θα πιάναν δουλειά στα χωράφια, στις επιχειρήσεις, αργότερα στην Τεράστια Επιχείρηση του Δημοσίου, μια μεγάλη οικογένεια κι αυτή που αλληθρέφεται και αλληλοτρώγεται και αλληλοκατασπαράσσεται. Ανέκαθεν, και προ κρίσης, για να είμαστε δίκαιοι, τα παιδιά έφευγαν από το σπίτι των γονιών του (ιδίως τα κορίτσια) όταν παντρεύονταν. Οι σπουδές αποτελεούσαν καμιά φορά θεμέλιο λίθο μιας πρότερης ανεξαρτητοποίησης, ίσως σχηματικής. Οι άλλες πόλεις, οι σπουδές στο εξωτερικό, τα μεταπτυχιακά. Η κρίση ισοπέδωσε κάθε τρελό όνειρο και φτάσανε χιλιάδες συμπολίτες μας 30 και 35 χρονών να ξυπνούν στο ίδιο δωμάτιο που τους έφερνα τα τρενάκια και τα παιχνίδια ο Άη Βασίλης. Αλλά και για ανθρώπους, όπως η γράφουσα, που φύγαμε από νωρίς, 19, 20, 22 χρονών, από τα πατρικά μας, η ανεξαρτησία δεν ήρθε εν μία νυκτί ούτε μέσα σε μερικούς μήνες.

Είναι σίγουρα ένα πρώτο βήμα να μπορείς να πληρώνεις το σπίτι σου, το ρεύμα, το γέμισμα του ψυγείου. Και στην εποχή μας, τα’ χουμε χιλιογράψει, είναι δυσβάχταχτο το βάρος της εκπλήρωσης των βασικότατων αυτών, πρωταρχικών ανθρώπινων αναγκών. Το σύνορο ανάμεσα στην επιβίωση και στην ζωή σπάνια ξεπερνιέται με 800 ευρώ μισθό. Αλλά, η ανεξαρτητοποίηση ξεκινάει αλλού. Τα χρήματα είναι ένα μέσο. Γνωρίζω αρκετά άτομα που λαμβάνουν ή έχουν, κατά καιρούς, λάβει οικονομική υποστήριξη από οικογένεια που είχε δυνατότητα και είναι/ήταν πολύ πιο ανεξάρτητα, ψυχικά ανεξάρτητα, με κομμένα δεσμά, από άλλες περιπτώσεις ανθρώπων, οι οποίοι μια χαρά βιοπορίζονταν, αλλά δεν μπορούσαν να διανοηθούν να περάσουν μια μέρα χωρίς τηλεφώνημα με την μαμά ή χωρίς δόσιμο/πάρσιμο αναφοράς από την οικογένεια. Συχνά, μάλιστα, μια πρώτη έκλαμψη αληθούς ανεξαρτησίας θολώνει και σβήνει από την δημιουργία νέων εξαρτητικών σχέσεων, με έναν σύντροφο και πιθανά με την δημιουργιά νέας οικογένειας. Δεσμοί-δεσμά.

Και οι περισσότεροι από εμάς, ούτε μια μέρα μπορούμε να περάσουμε μόνοι μας, ολομόναχοι, μες στο σπίτι, με τις δικές μας σκέψεις, τις δικές μας έγνοιες, χωρίς το βλέμμα ανθρώπου πάνω μας, χωρίς να χρειάζεται να προσφέρουμε κάτι σε κάποιον, χωρίς να έχουμε να τσακωθούμε, να διαφωνήσουμε ή να συμφωνήσουμε με κάποιον. Γινόμαστε, μέσα στον ίδιο μας τον καθρέφτη, η μάνα μας κι ο πατέρας μας. Η μοίρα του ανθρώπου: το πρόσωπό του, η ύπαρξή του τυχαίο ή μοιραίο συμπίλημα ανθρώπων που συνδυάστηκαν ερωτικά που αλληοεπιλέχθηκαν και φτιάξαν απογόνους. Πόσο ελεύθεροι μπορούμε να είμαστε στ’ αλήθεια, τελικά;

Όπως οι συγγραφείς-οι καλοί συγγραφείς-έρχεται η ώρα να σκοτώσουμε ό, τι αγαπάμε πιο πολύ. Την σχέση ασφαλείας μας με την μητέρα-μήτρα, αυτό να σκοτώσουμε. Να σκίσουμε το κουκούλι, να λερώσουμε με φρέσκο χώμα τον περπατημένο δρόμο του πατέρα, των μεγάλων αδερφών, να πατήσουμε εμείς από την αρχή με καινούργια χνάρια. Να μην προσδοκάμε με δίψα την έγκιριση, την επιβράβευσή τους. Να επιλέξουμε την δεύτερη οικογένειά μας, τους φίλους και τους εραστές, αγαπημένους, συνοδοιπόρους με κριτήρια κρυσταλλένια, πλυμένα από παλιές ιδέες, όσο πιο κοντά στην καρδιά μας, όσο πιο δικά μας. Οι Ελληνίδες μαμάδες ΔΕΝ είναι ό, τι χειρότερο –κι ας έχει κάποια δίκια ο Γιάννης Μπέζος σε αυτά που λέει σχετικά. Οι Ελληνίδες μαμάδες, οι Έλληνες μπαμπάδες έχουν αλληλεπίδραση με τα παιδιά τους, που επίσης γίνονται, έγιναν, θα γίνουν μαμάδες και μπαμπάδες. Οι ολοκληρωμένες προσωπικότητες επιθυμούν να κάνουν δεσμούς, όχι να δημιουργούν δεσμά. Αν η μαμά σας σας πιέζει, μιλήστε της. 45 χρονών φτάσατε. Κι αν δε θέλετε να στενοχωρήσετε τον πατέρα σας επισημαίνοντάς του μια διαφωνία σας, μαντέψτε ποιος στενοχωριέται τελικά περισσότερο.

Η ευτυχία μπορεί να μοιάζει με σκλαβιά κάποιες φορές. Η αφοσίωση όμως, η πραγματικά πραγματική, η οικογενενειακά οικογενειακή, πραγματώνεται μόνο εν ελευθερία. Για να καλλιεργήσουμε την ελευθερία, χρειαζόμαστε αγάπη. Κι η αγάπη δεν καταπιέζει, δεν συνθλίβει, ανοίγει φτερά, ακούει και αγκαλιάζει. Κανείς ουσιαστικά ανεξάρτητος άνθρωπος δεν φοβήθηκε ποτέ τις αγκαλιές. Ίσα ίσα. Ας μην μπερδεύουμε το δέσιμο με το πνίξιμο, την φροντίδα με τον έλεγχο και την σύνδεση με τον εγκλωβισμό.

Τελικά, όπως λέει και ο Δημήτρης Τσεκούρας, κάθε πρόβλημα είναι γλωσσικό πρόβλημα. Θα χρειαστεί να ξαναψάξουμε τις λέξεις και, μέσα από αυτές, εμάς τους ίδιους, παιδιά.