Δεν είναι κακία, ούτε αδιαφορία. Δεν είναι διάθεση για παρεξήγηση ούτε ευθιξία. Είναι ένας διάλογος που θυμίζει εκείνη τη μακρινή θεία ή τον γείτονα οι οποίοι ρωτούσαν για τις επιδόσεις μας στο σχολείο μπροστά στους γονείς μας και όλα ήταν άβολα.

Έλεγες «καλά» και μετά παρενέβαινε η μάνα η Ελληνίς να πει «ε, τι καλά, χάλια μαύρα!». Έλεγες «χάλια» και παρενέβαινε πάλι η μάνα-ή ο πατέρας- διορθώνοντας: «ε, όχι και χάλια, στα μαθηματικά πήρες άριστα πάλι».

Μεγαλώνοντας, αρχίζουν άλλες ερωτήσεις. Και δεν μιλώ για ερωτήσεις που μας κάνουν οι κολλητοί μας-αυτοί και αυτές, ας είναι όσο αγενείς θέλουν, μαζί μας, που λέει ο λόγος. Έχουμε άλλη σχέση. Αναφέρομαι στις αποριούλες τρίτων. Απλών γνωστών. Από αυτούς που συναντάμε στο σούπερ μάρκετ με κλάμερ και φόρμες, νιώθοντας και λίγο άβολα.

«Με το πτυχίο τι έκανες; Άντε βρε παιδί μου!»
«Φαντάρος πότε πας, είπαμε;»
«Καιρό έχω να σε δω με τον/την…Τι πάθατε;»
«Κουρασμένη μού φαίνεσαι. Ξενυχτάς;» (Jesus!)
«Διακοπές τι θα κάνετε; Πού θα πάτε;»

Και το χειρότερο: «Διακοπές τι κάνατε; Πού πήγατε;»

Η ερώτηση εκλαμβάνει ως δεδομένο το ότι έκανες κάτι, το ότι πήγες κάπου. Καλά να ρωτάει για το μέλλον, αν θα πας, αν θα κάνεις. Εκεί, κάπως ξεγλιστράς: «θα δούμε, τίποτα σίγουρο ακόμα». Στο περί παρελθόντος ερώτημα, τι λες; Εσύ μπορεί να χώρισες μες στις γιορτές, να περάσατε βράδια μεταξύ καναπέ και κρεβατιού αμίλητοι. Μπορεί να περίμενες το δώρο Πάσχα ή Χριστουγέννων για να ξεχρεώσεις κάτι ή να πληρώσεις καμιά ΔΕΗ. Μπορεί να ήθελες να πας κάπου, αλλά να μην μπορούσες. Μπορεί να πήγες κάπου μόνος, επειδή δεν βάσταγες και φέτος άλλο ένα δύσκολο οικογενειακό τραπέζι. Μπορεί, μπορεί, μπορεί.

Και πώς απαντάς; Αν με ρωτάς, ειλικρινά. Για μένα, η αλήθεια είναι ο πιο απλός δρόμος. «Πουθενά δεν πήγαμε μωρέ, εδώ καθίσαμε.» Με ένα ωραιότατο, πλατύ χαμόγελο. Και τέλος. Αν ο άλλος ή η άλλη δεν καταλάβει και συνεχίζει να επανέρχεται με ερωτήσεις στο μέλλον, κρίνεις αναλόγως. Ίσως και να χρειαστεί να του πεις να το κόψει. Ευγενικά.

«Κυρία τάδε μου, μην τα ρωτάτε. Όλο και κάπου θα πήγαμε κι εμείς! Καλά να’ μαστε.» Και λοιπά, και λοιπά, και λοιπά.

Κι αν είμαστε εμείς που κάνουμε αυτές τις αχρείαστες ερωτήσεις;

Μα δεν είμαστε κακοί άνθρωποι, ούτε θέλουμε να πληγώσουμε κάποιον. Απλώς εμείς πάμε πάντα κάπου το Πάσχα, τον Δεκαπενταύγουστο και του Αγίου Πνεύματος. Εικάζουμε ότι στην Ελλάδα όλοι έχουν κι από ένα χωριό ή κάποια πρόσκληση, έστω, στο εξοχικό κάποιου φίλου.
Δεν μπορούμε εύκολα να σκεφτούμε ότι αυτό δεν ισχύει. Κι αν έχουν οι περισσότεροι χωριό, αρκετοί μπορεί να μη μιλιούνται με τα πεθερικά ή τα ξαδέρφια τους. Άλλοι, να έχουν γίνει βήγκαν και να υποφέρουν και μόνο στη σκέψη του οβελία που στιφογυρνά στην σούβλα. Κι άλλοι να θέλουν τόσο μα τόσο να πάνε στο χωριό, αλλά να μην τους βγαίνουν τα χρήματα: βενζίνες, ψώνια, δώρα παιδιών, καφέδες εκεί. Μπορεί να θέλησαν φέτος να κάνουν τζάμπα Πάσχα στο πάρκο Τρίτση.

Σε εποχές ζόρικες και ζορισμένες, καλό είναι να επικρατεί μια διακριτικότητα πάνω σε τέτοια λεπτά ζητήματα. Δεν είναι μόνο οι διακοπές. Που και το καλοκαίρι τα ίδια έχουμε. Κάνει να μπει ο Ιούνης κι αρχίζουν: «τι κανονίσατε;», «πού θα διακοπάρετε;» και τέτοια. Είναι και για την δουλειά («δεν πας δουλειά το πρωί, πια; δεν σε βλέπω με το αμάξι»), για την υγεία («αδυνάτισες/πάχυνες, τι συμβαίνει;») και ένα σωρό άλλα.

Η σιωπή είναι χρυσός. Κι αν θέλουμε διαύλους επικοινωνίας, ας βρούμε άλλους τρόπους. «Πώς είσαι;», η ερώτηση-χρυσός. Εναλλακτικά: «Χρειάζεσαι βοήθεια με τις σακούλες;», «Τι ωραία μέρα σήμερα! Να περάσετε καλά ό, τι κάνετε», «Πολύ σας πάει το κούρεμα, με γεια!» και τέτοια ευγενικά, γλυκά πράγματα. Όχι ότι και αυτά δεν μπορούν να φέρουν σε άβολη θέση κάποια ή κάποιον. Αλλά ας μην ρομποτοποιήσουμε εντελώς την φάση, αλλιώς θα γίνουμε τελείως ξένοι μεταξύ μας στις γειτονιές, θα ξεχάσουμε τους βασικούς κανόνες επικοινωνίας με το ανθρώπινο είδος, το είδος μας.

Φυσικά, είναι στιγμές, είναι φορές που κι ένα απλό χαμόγελο αρκεί. «Read the room», πιάσε τα vibes, φέρσου αναλόγως. Είναι εμφανές πότε κάποιος γνωστός σου μπορεί να μην θέλει κοινωνικότητες. Μπορεί ο άνθρωπος να κατέβηκε για τα τσιγάρα του και να θέλει να γυρίσει άρον άρον σπίτι να συνεχίσει την δουλειά του ή το κλάμα του. Ας μην ορμάμε πάνω στους ανθρώπους. Με το μαλακό.

Κι από την άλλη, όταν είναι να αισθανόμαστε πως ορμάνε πάνω μας, μπορούμε, έχοντας κάθε δικαίωμα, να το κόψουμε ευγενικά, να θέσουμε το όριό μας. «Θα μιλήσουμε περισσότερο μια άλλη φορά, κύριε Νίκο», μπορούμε να πούμε.

Όλα μες στο παιχνίδι είναι. Υπομονή χρειάζονται οι μέρες μας. Ειδικά εκείνες οι πιο δύσκολές μας, που νιώθουμε πως έχουμε να τραβήξουμε κουπί για διάφορα θέματα. Να μας προστατεύουμε, όποτε κρίνουμε πως είναι αναγκαίο. Κι αν νιώσουμε καλύτερα καμιά φορά, μπορεί εμείς να πάμε στον κύριο Νίκο και να τον καλημερίσουμε.

Προσοχή! Δεν χρειάζεται να τον ρωτήσουμε αν πούλησε το μηχανάκι του επειδή δεν το βλέπουμε πια έξω από το σπίτι. Μπορούμε να του σκάσουμε ένα χαμόγελο απλώς. Είναι βέβαιο ότι και ο ίδιος αυτό θα προτιμά…