Η λέξη παράδοση είναι παράγωγο ουσιαστικό του ρήματος «παραδίδωμι», που σημαίνει δίνω στα χέρια κάποιου, εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον. Συνήθως προφορικά, μεταβιβάζονται από τη μια γενιά στην άλλη ήθη, έθιμα, γνώσεις ή ακόμα και προκαταλήψεις, δοξασίες. Με αυτόν τον τρόπο, συχνά, διαιωνίζονται.

Όμως, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο καθηγητής Νίκος Ζυγογιάννης, «παράδοση δεν σημαίνει οπισθοδρόμηση, ούτε αποσυνδέεται από την πρόοδο, αλλά εξελίσσεται, βιώνοντας τις τρεις διαστάσεις του χρόνου (παρελθόν – παρών – μέλλον ) και συνδέεται με την έννοια της συνέχειας των στοιχείων εκείνων που έχουν τη δυνατότητα να επιζήσουν. Γιατί η ζωή του ανθρώπου δεν είναι ποτέ στατική, δεν είναι στάσιμη. Με την παράδοση κρατούμε αυτό που έχουμε και προσθέτουμε αυτό που δημιουργούμε».

Ενώ, λοιπόν, η παράδοση είναι η πολύτιμη ρίζα μας και η σύνδεσή μας με το ζωογόνο πριν (χωρίς το πριν δεν θα υπήρχαμε!) οφείλουμε να χτίσουμε νέους δρόμους, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι μπορούμε και να εγκαταλείψουμε άφοβα κάποιες παραδόσεις. Και όχι, αυτό δεν μας καθιστά ασεβείς προς την ιστορία και την μνήμη μας.

Το πιο λαμπρό παράδειγμα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εδώ προς κατανόηση της σκέψης μας είναι το εξής: οι παρελάσεις. Οι μαθητικές παρελάσεις καθιερώθηκαν το 1936, επί Μεταξά, δηλαδή επί χούντας. Μέχρι τότε, λάμβαναν χώρα σποραδικά χωρίς να έχουν πανελλαδικό, επίσημο και αυστηρά συμπληρωματικό προς τη στρατιωτική παρέλαση χαρακτήρα. Και σήμερα; Στο 2023; Μπορούμε κάλλιστα να διατηρήσουμε την αξία μιας ιστορικής μνήμης της χώρας μας, χωρίς να παρελαύνουμε και οι αρνητές της παρέλασης ως θεσμού δεν είναι κατ’ ανάγκην αρνητές της ιστορίας. Αν και, φυσικά, η ίδια η ιστορία μας (η ιστορία κάθε τόπου όπως διδάσκεται επισήμως) έχει πολλά κενά, πολλές αποκρύψεις, παλινωδίες και υποκειμενικές θεάσεις.

Αν υποθέσουμε, λοιπόν, ότι η παραδοσιακή γνώση μάς χρειάζεται για να κρατήσουμε την ιστορική μας φυσιογνωμία, το να την τηρούμε «κατά γράμμα» και όχι «κατά πνεύμα», μάλλον οδηγεί στην απονοηματοδότησή της από ουσιαστική φλόγα και ζωή. Χωρίς δημιουργία, παράδοση δεν υφίσταται, εκτός και αν μας αρέσει να θεωρούμε παράδοση κάτι που συνεχίζουμε να κάνουμε στείρα, ασυλλόγιστα και χωρίς κριτική ή και απλώς λογική σκέψη. Όταν έσφαζαν τα αρνιά κάποιες Κυριακές του χρόνου οι πρόγονοί μας, είχαν την πίστη ότι κάποιος θεός θα τους ευνοήσει. Όταν οι κυνηγοί έβγαιναν στα δάση και τα βουνά, το έκαναν για να θρέψουν τις οικογένειές τους, πολυμελείς συνήθως, που μπορεί να είχαν ανάγκη το κρέας, μετά από μακρές περιόδους συντήρησής τους με σιτηρά, καρπούς και ό, τι άλλο προϊόν υπήρχε στην διάθεσή τους.

Συχνά, βλέπουμε ότι μια παράδοση συγκρούεται με την ίδια την λογική όταν στείρα συντηρείται. Τα δυναμιτάκια την μέρα της Ανάστασης που ρίχνονται συνήθως από νεαρά άτομα χωρίς διαμορφωμένη χριστιανική αντίληψη αίρουν την δυναμική της συγκεκριμένης γιορτής και των συνεπακόλουθων πανηγυρισμών της. Πια, ζούμε σε γειτονιές πυκνοκατοικημένες, με δεσποζόμενα ζώα στα διαμερίσματα που, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, χάνουν την μισή τους ψυχή. Δεν είναι πιο σημαντικό αυτό από μια παράδοση που θέλει θορυβώδη εορτασμό μιας κορυφαίας στιγμής μιας θρησκείας; Για κάποιους, για απελπιστικά πολλούς, μάλλον όχι.

Είναι εκείνες κι εκείνοι που χρησιμοποιούν την παράδοση ως μόνιμη ασπίδα στην απροθυμία τους να νιώσουν, να προοδεύσουν, να συνυπάρξουν ειρηνικά με τους άλλους, τους διαφορετικούς. Οι μανιακοί θιασώτες της παράδοσης (της δικής τους!) είναι συνήθως αρνητικοί και υποτιμητικοί στις παραδόσεις των άλλων. Εγώ, ο χριστιανός θα τσικνίσω όλη την πολυκατοικία και θα καίω κάρβουνα στο μπαλκόνι με νησιώτικα στη διαπασών ΓΙΑΤΙ ΕΤΣΙ, αλλά ο Πακιστανός ή ο Άραβας συμπολίτης μου δεν θα έχουν ούτε ένα τζαμί για να προσκυνήσουν. Κι άμα εγώ ταξιδέψω στον τόπο τους, απαιτώ να βρω χοιρινό και να μην φορέσω μπούρκα μες στους ναούς τους, γιατί ΕΓΩ είμαι Έλλην. Είναι σχεδόν όσο εκνευριστική είναι η ακριβώς απέναντι στάση, εκείνων που τυφλά μισούν κάθε ελληνορθόδοξο στοιχείο, αποκαλώντας συλλήβδην τους πιστούς «χριστιανοταλιμπάν», αλλά σκίζουν τα ιμάτιά τους σε περίπτωση που προσβληθεί το εθνικό ή χριστιανικό συναίσθημα του Μπαγκλαντεσιανού γείτονα ή της Νιγηριανής γειτόνισσάς τους.

Η παράδοση, όπως την εννοούμε συχνά στην Ελλάδα, μυρίζει αράχνες, γηρατειά και στενοχώρια. Πολιτιστικοί σύλλογοι προυσιάζουν εκδηλώσεις χωρίς φαντασία, βγαλμένες από τη ναφθαλίνη, που δεν αφορούν, κατ’ ουσίαν, ούτε τους ίδιους. Οι περισσότεροι πρόεδροι πολιτιστικών συλλόγων είναι τοπικοί παραγοντίσκοι που επικαλούνται με την πρώτη ευκαιρία τον Κολοκοτρώνη και τον Σωκράτη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Τσιτσάνη και ιδέα δεν έχουν ποια είναι αυτά τα μεγέθη και ποιο το έργο τους. Γι’ αυτό και δυσκολεύονται τόσο να συνδεθούν με τις παραδόσεις άλλων λαών και την ιστορία τους και την ομορφιά τους.

Και ενώ η Τοπική Αυτοδιοίκηση, όπως και το σχολείο, είναι σε θέση να αξιοποιήσει το δυναμικό του λαϊκού μας πολιτισμού, δημιουργώντας πολιτιστικούς φορείς και οργανισμούς, όπου θα εκφράζονται όλες οι μορφές του, τελικά κάνουν τον πολιτισμό να μοιάζει φορτικός, την παράδοση βαρετή, την ελληνικότητα ξεπερασμένη. Γιατί μιλούν γι’ αυτές τις έννοιες με τρόπο που κοιτάζει μόνο προς τα πίσω, συχνά εμμονικά, εθελοτυφλώντας και φορώντας παρωπίδες.

Η γαστρονομία και η τέχνη, αντιθέτως, έχουν κάνει σπουδαία πράγματα σε σχέση με την παράδοση. Έχουν επαναφέρει τόσο όμορφα την ελληνικότητα ως κάτι όχι παρωχημένο, μίζερο και βαρετό, την έχουν κάνει hot, την έχουν σχεδόν επανεφεύρει. Σεφ, εστιατόρια, περιοδικά για την γαστρονομία, αλλά και καλλιτέχνες, συγγραφείς, ολόκληρες εταιρείες παραγωγής που επενδύουν κάνουν πολύ πιο ουσιαστική δουλειά με την παράδοση από ό, τι ο δήμος Άνω Ραχούλας.

Τρία παραδείγματα:

1. Το μίνι μουσικό ντοκιμαντέρ της Μαρίνας Σάττι γυρισμένο στο χωριό Φλάμπουρο, στις Σέρρες.

2. Η Λόντζα της Γειτονιάς στα Εξάρχεια

3.Το τελευταίο βιβλίο του Μιχάλη Αλμπάτη «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους»

Και πόσα, πόσα ακόμα…

Μόνο έτσι μπορεί να ζήσει το υγιές κομμάτι της παράδοσης, το οικουμενικό: όταν εξελίσσεται, όταν φοράει σημερινά παπούτσια για να διασχίσει έναν δρόμο φτιαγμένο στο χθες με στόχο να φτάσει μέχρι το αύριο.