Η βία που πηγάζει μέσα από τα σωθικά των συνδέσμων φιλάθλων είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα που ταλανίζει δεκαετίες τώρα κάθε κοινωνία και έχει στοιχίσει τη ζωή πολλών ανθρώπων. Γνωστή ως οπαδική βία, ατελείωτες αράδες έχουν γραφτεί όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε κάθε χώρα που το ποδόσφαιρο είναι δημοφιλές. Έρευνες, ρεπορτάζ, ακαδημαϊκές αναλύσεις, νόμοι και κανόνες. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι τώρα, στην Ελλάδα τουλάχιστον η κατάσταση παραμένει προβληματική.

Κατά καιρούς, πολλά μέτρα έχουν εξαγγελθεί, αλλά ποτέ δεν έχουν τεθεί σε εφαρμογή. Η πιο πρόσφατη προσπάθεια μάλιστα ήταν τον Αύγουστο, μετά τη δολοφονία του Μιχάλη Κατσουρή στη Νέα Φιλαδέλφεια, όπου μία ευρεία σύσκεψη έλαβε χώρα στο Μαξίμου για τη βία στα γήπεδα, με τη συμμετοχή του προέδρου της UEFA και των συναρμόδιων υπουργών, στην οποία προσκλήθηκαν και οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ Ολυμπιακού, Παναθηναϊκού, ΑΕΚ και ΠΑΟΚ. Τα μέτρα για μία ακόμη φορά δεν εφαρμόστηκαν. Μπορούμε να γράψουμε ατελείωτα σχετικά παραδείγματα με αποφάσεις για ισχυρούς ελέγχους, για εκσυγχρονισμό καμερών μέσα στα γήπεδα, για περιορισμό των συνδέσμων, για ενίσχυση των υφιστάμενων νόμων και ποινές χωρίς αναστολή. Τίποτα δεν έχει αλλάξει.

Δεν είναι “οπαδική” αυτή η βία

Οι σύνδεσμοι των ομάδων, διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στην κλιμάκωση της βίας και τη μετάλλαξή της. Δεν μπορούμε να μιλάμε για οπαδική βία, όταν πλέον λειτουργούν ως εγκληματικές οργανώσεις που εκτρέφουν στρατιές φανατισμένων χούλιγκαν. Εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη των ανθρώπων αυτών να ανήκουν σε κάποια κοινωνική ομάδα, και να έχουν μία ταυτότητα, ενισχύουν τα ένστικτα της υπεροχής και της επικράτησης έναντι κάποιας άλλης ομάδας έχοντας δημιουργήσει φυτώρια στρατευμένων ανθρώπων, έτοιμων αν διαπράξουν οποιοδήποτε έγκλημα με τη δύναμη του όχλου και του φανατισμού. Αυτή όμως η συμπεριφορά ξεπερνά τα γήπεδα και τις ομάδες. Συνδέεται με τον εξτρεμισμό, καθώς και με την αυξανόμενη κουλτούρα της βίας. Σύμφωνα με αναλυτές οι βίαιες επιθέσεις εναντίον οπαδών δεν σχετίζονται άμεσα με το ποδόσφαιρο αλλά μάλλον με την ίδια τη βίαιη πράξη. Επιπλέον, στην πλειοψηφία τους οι επιτιθέμενοι δεν είναι μόνο οπαδοί αλλά εγκληματίες με διασυνδέσεις με άλλες παράνομες ομάδες και δραστηριότητες.

Σύμφωνα με τον ταξίαρχο εν αποστρατεία και επίτιμο πρόεδρο των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ κ. Θανάση Κατερινόπουλο: «Οι περισσότεροι από αυτούς τους συνδεσμίτες -να ξεκαθαρίσω ότι δεν αναφέρομαι σε όλους διότι υπάρχουν και κάποιοι ελάχιστοι που είναι “καθαροί”- ενέχονται σε διάφορες πράξεις που διώκονται ποινικά, είτε πρόκειται για χρήστες είτε για διακινητές ναρκωτικών ουσιών, είτε διαπράττουν κλοπές, ληστείες κ.λπ. Κάποτε είχαμε κάνει έφοδο σε συνδέσμους μεγάλων ομάδων στο κέντρο της Αθήνας και ο μικρότερος αριθμός μολότωφ που είχαν βρεθεί σε κάθε χώρο, ήταν 70-80 έτοιμες για χρήση. Αυτό είχε γίνει περίπου στο 2000, δεν άλλαξαν πολλά πράγματα από τότε σε ό,τι αφορά στη λειτουργία των συνδέσμων.»

Η ομάδα, λειτουργεί ως μανδύας καλυψης εγκληματικών ενεργειών που συνδέονται με πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά κίνητρα και σίγουρα οι ποδοσφαιρικές διαφορές δεν είναι η αιτία σύγκρουσης.

Χρησιμοποιώντας τον όρο “οπαδική βία” η παράνομη και παραβατική συμπεριφορά αυτών των στρατευμένων ομάδων αποδίδεται σε ομαδικές διαφορές περιορίζοντας την ευθύνη στο ποδόσφαιρο αόριστα και κάποιες φορές στους συνδέσμους. Μία εγκληματική ενέργεια που έχει αποδοθεί σε οπαδική βία, καλύπτεται με το πέπλο των φανατισμένων οπαδών και δεν γίνεται καμία προσπάθεια εξήγησης και αποκάλυψης των βαθύτερων αιτιών, της ρίζας του κακού. Συχνά ο μέσος άνθρωπος σταματά να ασχολείται κιόλας: «Πάλι για το ποδόσφαιρο σκοτώνονται». Κουκουλώνεται και δεν υπάρχει κοινωνική πίεση για αναζήτηση πραγματικών ευθυνών.

Κάθε πρόεδρος ΠΑΕ θέλει έναν στρατό έτοιμο να στηρίξει την ηγεσία της ομάδας του και τις πολιτικές του. Το έχουμε δει πολλάκις. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Ενδεικτικά, ας θυμηθούμε την περίπτωση Κοσκωτά, που χρησιμοποιησε τον Ολυμπιακό για να αποπροσανατολίσει από τα σκάνδαλα και τις παρανομίες που είχε κάνει καλλιεργώντας στρατιές φανατικών Ολυμπιακών έτοιμοι να στηρίξουν τον πρόεδρο. Πόσες πορείες έγιναν για τον Κοσκωτά, βαμμένο παναθηναϊκό που εξαγόρασε την ΠΑΕ Ολυμπιακός για να καλύψει το μεγαλύτερο σκάνδαλο στη νεότερη οικονομική, πολιτική και κοινωνική ιστορία της Ελλάδας;

Η ομάδα ήταν πάντα για τους συνδέσμους και τις ηγεσίες τους ένας τρόπος να έχουν φυτώρια ανθρώπων εμποτισμένων με ένα φρόνημα ανάλογα με τα συμφέροντά τους, διευκολύνοντας της στράτευση χωρίς ιδεολογικό πρόσημο. Η Ναζιστική Οργάνωση Παναθηναϊκών Οπαδών είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της δεκαετίας του ‘80 (με πρωτοστάτες τον Μάκη Βορίδη, τωρινός υπουργός Επικρατείας και τον Ηλία Παναγιώταρο της Χρυσής Αυγής).  Μην ξεχνάμε, ότι στη δολοφονία Φύσσα, ντροπιαστικοί τίτλοι όπως «Τον σκότωσαν για το ποδόσφαιρο» παρήλαυναν στα μέσα, προσπαθώντας να αποδώσουν ένα οπαδικό κίνητρο σε μία εγκληματική πράξη. Και να προστεθεί ότι η Θύρα 7, οι οργανωμένοι οπαδοί του Ολυμπιακού, ήταν οι μόνοι που δεν καταδίκασαν τη Χρυσή Αυγή για τη δολοφονία του “ερυθρόλευκων” αθλητικών “φρονημάτων” Παύλου Φύσσα.

βία οπαδική πολιτική

Η βία που προέρχεται από τους συνδέσμους είναι ένα φαινόμενο πολυεπίπεδο,ιδιαίτερα σκοτεινό και περίπλοκο. Δεν είναι οπαδοί, αλλά εγκληματίες και μέτρα όπως αυτά που ανακοινώθηκαν -μετά τον τραυματισμό αστυνομικού-, σχετικά με αγώνες χωρις φιλάθλους, κεκλεισμένων των θυρών είναι επικοινωνιακά τρικ που θέλουν να ρίξουν στάχτη στα μάτια της κοινής γνώμης ότι η κυβερνητική πολιτική έχει τον έλεγχο. Κάθε φορά που εκδηλώνεται έντονα το φαινόμενο του χουλιγκανσιμού οι κυβερνήσεις και οι αρμόδιοι φορείς της πολιτείας το αντιμετωπίζουν με τον ίδιο επιφανειακό τρόπο χωρίς να αναζητούν τα βαθύτερα αίτια και το υπόβαθρο των προβλημάτων. Γιατί εκεί θα πρέπει να ξεριζώσουν τους συνδέσμους, κάτι δύσκολο καθώς η λειτουργία τους προστατεύεται συνταγματικά, και επιπλέον οι οργανωμένοι οπαδοί αποτελουν χοάνη ψήφων και υποστήριξης πολιτικών και εκπροσώπων τους, ενώ συχνά ηγετικά στελέχη των ομάδων – μεγαλοεταιρειών είναι μέλη του πολιτικού συστήματος.