Να ξεκαθαρίσω ένα πράγμα για αρχή: το καλοκαίρι είναι η αγαπημένη μου εποχή του χρόνου, όπως σας έχω ξαναγράψει. Μετά το καλοκαίρι, όμως, είναι τα Χριστούγεννα. Χριστούγεννα, στο μυαλό μου, ίσον η περίοδος από 15 Δεκέμβρη έως 8 Γενάρη τουλάχιστον. Γιορτές, λαμπάκια, βόλτες, ντυσίματα, σμιξίματα, χαμόγελα, πιώματα.

Τα Χριστούγεννα είναι η χαρά του παιδιού κυριολεκτικά. Το γιγάντιο δέντρο υψώνεται μες στο σαλόνι. Κι όταν το παιδί μεγαλώνει βλέπει πως το δέντρο ήταν απλά 1.80 μέτρα μπόι. Τώρα, το παιδί πέρασε το δέντρο στο ύψος. Οι μυρωδιές από τα γιορτινά γλυκά κατακλύζουν τις αναμνήσεις, τις ξυπνούν. Κι όσο το παιδί μεγαλώνει, τόσο το παιδί μέσα του ζητά κι άλλη χαρά, κι άλλη ξεγνοιασιά. Χριστούγεννα είναι η μπορντώ ζακέτα της γιαγιάς στους ώμους, μεσημέρι ανήμερα, να χορταίνει βλέποντάς μας όλους να τρώμε από το αρνάκι με τις πατάτες της και, εμένα συγκεκριμένα, από την γαλοπούλα της με την θεία γέμιση.

Χριστούγεννα ίσον Αθήνα. Χριστούγεννα ίσον πόλη, κέντρο αστικό, χαρμολύπη στα φώτα που αναβοσβήνουν πολύχρωμα και σπάνε την κιτρινίλα των κεντρικών λεωφόρων. Οι άστεγοι, πιο άστεγοι, οι ερωτευμένοι πιο ερωτευμένοι, οι καλοί πιο καλοί, οι κακοί πιο κακοί, η ομορφιά πιο ομορφιά, η ελπίδα πιο ελπίδα. Όλα υπερθετικοποιούνται.

Μέσα στο κεφάλι μου, τα ιδανικά Χριστούγεννα είναι:

Η μάνα μου ευτυχισμένη, να δω τη μάνα μου μια φορά αληθώς ευτυχισμένη, κι όχι με αυτή την βουρκωμένη θλίψη στα μάτια που μεταμφιέζεται την χαρά για λίγο, πολλά φαγητά, τα μισά να τα έχω κάνει εγώ, τεράστιες κούπες καφέ με την Εσμεράλδα, να κάνουμε όλα τα σχέδια της καινούργιας χρονιάς που έρχεται, να είμαι ερωτευμένη όπως στα 17 μου με εκείνο το πρώτο αγόρι που βολτάραμε στο κέντρο κι όλα άστραφταν, να βλέπω τον Άγιο Βασίλη στο πίσω μπαλκόνι του πατρικού μου και το σπίτι μου να είναι γεμάτο ανθρώπους και μπουκάλια κρασί, οι ξενιτεμένοι φίλοι κοντά μου, τα πιο νόστιμα τυριά εκεί μπροστά, μια σύντομη κατάργηση του χρόνου, πολύς, βαθύς ύπνος κάτω από πολλές, αφράτες κουβερτούλες.

Έξω μου, πεταμένο στην πραγματική ροή του χρόνου, τα Χριστούγεννα είναι:

Αγχωτικά έχεις δεν έχεις λεφτά, πώς φαίνεται από αυτό ότι μεγάλωσα, μεγάλωσες, μεγαλώσαμε

Όλες οι γιορτές του Χρήστου που κατέστρεψα ηθελημένα ή άθελα, στρίβουν από το παρελθόν εναντίον μου κάθε ευτυχισμένα Χριστούγεννα και με χτυπούν στο πρόσωπο

Υποκριτικά που όλοι γίνονται σπλαχνικοί, όλοι οι σελέμπριτι θυμούνται τον πόνο της κατρουλίλας και της ξενηστικωμάρας των απαίσων λούμπεν τοξικοεξαρτημένων στην Ομόνοια, των αστέγων, των τρελών που φορούν παλτό όλο το χρόνο και πάντα, αν δεν έχεις λεφτά να τους δώσεις, θα ζητήσουν τσιγάρο

Φαντασιακά, σαν παραμύθι με αρουραίους και σκιουράκια που φορούν φουστάνια και μένουν σε καλοφωτισμένες φωλίτσες-σπίτια, πάνω σε παχιά στρώματα, παραμύθι σε μεγάλο βιβλίο με γυαλιστερό εξώφυλλο και χαρτί που ματώνει το δάχτυλο, παραμύθι που διαβάζω στο μεγάλο χαλί των γονιών μου στο σαλόνι, αιωνίως παιδί, αιωνίως η μεγάλη αδερφή του αδερφού μου.

Τα Χριστούγεννα στη ρεμπετοπάνκ μετεφηβεία των 20, 20 και κάτι μοιάζουν με γλυκό τσίμπημα τρυφερότητας από τα παλιά κι από τα μέσα. Κάτι σαν ενθύμηση του πρώτου φιλιού. Όμως, τα ξημερώματα μετά τη βόλτα που τράβηξε όλη νύχτα τελικά, ο εμετός είναι ξινός, οι κολλητοί σου δουλεύουν στην κακούργα, βάναυση εστίαση για μερικά tips παραπάνω που θα γίνουν μάλλον πιώματα και βρώμικο μετά, ο ένας να κερνάει τον άλλον. Ποιον πληγώσαμε Χριστούγεννα; Ποιος μας πλήγωσε; Και ποιος θα τύχει το φλουρί στην πίτα του νέου χρόνου; Σημαίνει τύχη ή ατυχία;

Τα Χριστούγεννα αγχώνονται οι φαμίλιες, συσσωρεύεται η κούραση, πόσο να μας σηκωθεί με τα κόκκινα βρακιά και το κόνσεπτ horny αγιοβασιλίνας, όλα κουράζονται και ξεφλουδίζουν γλυκά, ώσπου φτάνει κανείς σε σημείο να μην ανυπομονεί για τα Χριστούγεννα, αλλά για τις λίγες μέρες άδειας, για τη μέρα που δεν θα χρειαστεί να κολλήσει και πάλι στην κίνηση, για την μέρα που με φλις πιτζάμα θα χαζεύει στόριζ και θα πίνει καφέδες και καφέδες με τον σκύλο του ξαπλωμένο στα πόδια κι όλα ωραία.

Φέτος τα Χριστούγεννα, δεν θέλω Φρανκ Σινάτρα κι επισημότητες, σε πάρτυ της Αθήνας με κοκαρισμένα φλερτ και καλοστημένα στόριζ. Φέτος, θέλω να με πας στο χωριό, θέλω να μυρίσω τα τζάκια, να ανατριχιάσουν τα ρουθούνια μου, θέλω να φάω διαφορετικά φαγητά (30 χρόνια τώρα τρώω ακριβώς τα ίδια φαγητά και θέλω να δω αυτά που τρως εσύ, απαράλλαχτα, 40 χρόνια τώρα), θέλω να ταξιδεύουμε μες στη νύχτα, ακινηματογράφητοι, στο απυρόβλητο, χωρίς μάτι άλλο πάνω μας, να οδηγείς σιωπηλός, να ακούμε μουσική, να σε κοιτάζω, να φοράμε παλτά καιπουλόβερ και μποτάκια, να με βλέπεις που σε κοιτάζω, να απολαμβάνεις το βλέμμα μου, να μου λες ότι ο Άη Βασίλης υπάρχει στ’ αλήθεια από φέτος για σένα, να σκάει η καρδιά μου σαν πυροτέχνημα μες στο στήθος.

Χριστούγεννα γεννιέται, λέει, ο Χριστός. Κι ο Χριστός είναι Έρωτας. Όχι άλλα ψέματα φέτος τα Χριστούγεννα. Όχι άλλες πληγές που θα στοιβαχθούν στις μελλοντικές αναμνήσεις, όχι άλλο νευρικό κάπνισμα σε μπαλκόνια μακρινών φίλων, τώρα ξύλο, τζάκι, πέτρα, χέρια ενωμένα, ούτε γιρλάντες, ούτε χάι κλας, τώρα επιστροφή στις ρίζες. Οι ρίζες είναι τα παιδιά μέσα μας: εκείνο το στη μέση του σαλονιού κι ανάμεσα βιβλία, λέξεις, γράμματα. Και τ’ άλλο, χαμένο, στη μέση πανηγυριού να κοιτάζει τα ταβάνια για ουρανούς. Χριστουγεννιάτικους και καλοκαιρινούς.

ΥΓ: Τα τελευταία Χριστούγεννα κάνω μια ευχή. Εύχομαι τα φετινά να μου την πραγματοποιήσουν.