Σήμερα το πρωί που κατέβηκα στο γραφείο, η Κηφισίας ήταν άδεια και η διαδρομή από το Μαρούσι μέχρι το κέντρο της Αθήνας ήταν αυτο που λέμε «piece of cake»: ούτε 12 λεπτά.

Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, κάπου μετά τα Σίδερα του Χαλανδρίου, χωρίς καν να το καταλάβω, κοιτάω το ταχύμετρο και φρικάρω. Εγραφε «112». Κατέβαινα την Κηφίσιας με 112 χλμ. την ώρα. ‘Εκοψα αμέσως ταχύτητα και έπιασα το μεσαίο ρεύμα, ώστε να με προσπεράσουν τα αυτοκίνητα που έρχονταν «πατημένα» από πίσω μου, οι οδηγοί των οποίων δεν είχαν πιθανώς συνειδητοποιήσει το εξής: Αύγουστος-Ξεαύγουστος, άδειοι δρόμοι-ξεάδειοι δρόμοι, εσύ ως οδηγός δεν δικαιολογείσαι επ’ ουδενί να κατεβαίνεις την Κηφίσιας με πάνω από 70, βία 80 χλμ. την ώρα, ακόμη και αν η Κηφίας είναι τσιφλίκι του και η προσωπική σου πίστα οδήγησης.

Τα αντανακλαστικά μας λοιπόν, ως οδηγοί, μέσα στον Αύγουστο, στην ημι-άδεια Αθήνα είναι ούτως ή άλλως χαλαρά. Στο όριο του οδικού «εξώλης και προώλης».

Η ελάχιστη προσοχή που ενδεχομένως να είχαμε τους υπόλοιπους 11 μήνες του χρόνου, από την 1η μέχρι την 20η Αυγούστου πάνε περίπατο. Είναι σχεδόν θαύμα, θεωρώ, ότι δεν έχουμε θανατηφόρα τροχαία δυστυχήματα εντός του αστικού ιστού, κατά την διάρκεια των 20 αυτών ημερών.

Πράγμα το οποίο, ασφαλώς, δεν ισχύει για την υπόλοιπη Ελλάδα, κυρίως τα Επτάνησα, τις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα: εκεί δηλαδή που είναι συγκεντρωμένη η μισή Ελλάδα, σχεδόν 4 εκατ. κόσμος. Εκεί που το κακό, κάκιστο οδικό δίκτυο σε συνδυασμό με την έλλειψη αστυνόμευσης και τα χαλαρά καλοκαιρινά ήθη και έθιμα των (συχνά μεθυσμένων ελέω θερινής ραστώνης) διακοπευομένων, συμβάλλει στην πρόκληση θανατηφόρων τροχαίων ατυχημάτων ειδικά σε περιοχές με αυξημένη τουριστική κίνηση.

Αδιάψευστος μάρτυρας ως προς την παντελή ανευθυνότητα των οδ(ηγ)ικής μας συμπεριφοράς αποτελεί και η ετήσια έκθεση-έρευνα «Εκτίμηση της Επικινδυνότητας των Περιφερειακών Ενοτήτων (ΠΕ) της Ελλάδας βάσει των τροχαίων ατυχημάτων» που διεξάγει επί σχεδόν 20 συναπτά έτη το Εργαστήριο Συστημάτων Χρηματοοικονομικής Διοίκησης του Πολυτεχνείου Κρήτης.

Όσον αφορά λοιπόν στα τροχαία ατυχήματα και δυστυχήματα καταγράφηκαν το 2020 στην Ελλάδα, εδώ και δυο χρόνια, οι περιοχές υψηλής επικινδυνότητας όπου λαμβάνουν χώρα τα περισσότερα θανατηφόρα τροχαία δυστυχήματα σε αναλογία πληθυσμού είναι πρώτα απ’ όλα οι Κυκλάδες.

(ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ/EUROKINISSI)

Με πληθυσμό 112.615 κατοίκους και με μικρό οδικό δίκτυο, θεωρείται υπερβολικά μεγάλος ο αριθμός τόσο των δυστυχημάτων (224), όσο και των παθόντων (304 άτομα, εκ των οποίων οι 12 κατέληξαν). Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Ζάκυνθος, με 44 ατυχήματα από τα οποία προέκυψαν 6 νεκροί, ενώ στη τρίτη θέση είναι τα Δωδεκάνησα, με 206 τροχαία ατυχήματα ενώ το προηγούμενο έτος, ήταν πάλι στις περιφέρειες υψηλής επικινδυνότητας.

Από κάτω τους, ακολουθούν οι περιφερειακές ενότητες Αθήνα-Υπόλοιπο Αττικής, Αιτωλοακαρνανίας, Εύβοιας, Κορινθίας και Χαλκιδικής.

Σύμφωνα με τα δεδομένα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, που επικαλούνται οι ερευνητές, η Ελλάδα κατέχει την τρίτη υψηλότερη θέση στους δείκτες θνησιμότητας από τροχαία ατυχήματα μεταξύ παιδιών, εφήβων και νέων έως 25 ετών στην Ε.Ε.

«Το πρόβλημα των ατυχημάτων είναι εντονότερο στις περιοχές που το οδικό δίκτυο δεν είναι σε καλή κατάσταση και ιδιαίτερα στα νησιά (Κρήτη, Επτάνησα, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα) όπου το καλοκαίρι, δέχονται πολύ μεγάλο αριθμό επισκεπτών, κυκλοφορούν πολλά ενοικιαζόμενα Ε.Ι.Χ αυτοκίνητα και πάρα πολλά δίκυκλα, το οδικό δίκτυο είναι κακό και άγνωστο στους επισκέπτες», σημειώνει η σχετική έρευνα.

Εμείς θα προσθέταμε, ως προς τα ενοικιαζόμενα και τα δίκυκλα, ότι η συντριπτική πλειοψηφία αυτών είναι σε κακοδιατηρημένη κατάσταση. Μιλάμε για ΙΧ 25ετία και βάλε, για μηχανές που δεν έχουν δει ποτέ του το φως ενός γκαράζ ή το χέρι ενός μηχανικού να τις φροντίζει, άρα είναι λογικό κάπου να «ευθύνονται» και τα ίδια τα μηχανήματα (ή, καλύτερα, οι βλάβες και οι δυσλειτουργίες τους) για τυχόν θανατηφόρα δυστυχήματα.

Κατά τους συντάκτες της έρευνας είναι απολύτως αναγκαία η εντατικοποίηση των ελέγχων ειδικά σε ότι αφορά τις επικίνδυνες παραβάσεις, οι οποίες πρέπει να επαναπροσδιοριστούν και να δοθεί έμφαση στις περιφερικές ενότητες υψηλής επικινδυνότητας.

«Οι μεγάλοι τουριστικοί προορισμοί πρέπει να τεθούν σε πρώτη προτεραιότητα βελτίωσης της οδικής ασφάλειας γιατί τα ατυχήματα με παθόντες τουρίστες δυσφημούν τη χώρα. Οι ίδιοι, στα ερωτηματολόγια που συμπληρώνουν κατά την αναχώρησή τους από την Ελλάδα, ανεβάζουν την οδική ασφάλεια στις πρώτες θέσεις δυσαρέσκειας», επισημαίνει η έρευνα, συμπληρώνοντας εμφατικά ότι «η Πολιτεία τα επόμενα έτη θα πρέπει να δώσει οικονομικά κίνητρα στους οδηγούς για να ανανεώσουν τα οχήματά τους με καινούργιας τεχνολογίας, τα οποία συμμετέχουν λιγότερο στο αποτέλεσμα από το τροχαίο ατύχημα, αφού διαθέτουν περισσότερη ασφάλεια από αυτά της παλαιάς τεχνολογίας».

«Έχουμε επισημάνει πολλές φορές και σε παλαιότερες εκθέσεις μας πως η οδική ασφάλεια στην Ελλάδα δεν αποτελεί από ό,τι αποδεικνύεται προτεραιότητα από την εκάστοτε διοίκηση του κράτους, παρότι το δημοσιονομικό αλλά κυρίως το δημογραφικό πρόβλημα που υφίσταται η χώρα εξαιτίας των τροχαίων ατυχημάτων είναι τεράστιο», καταλήγει η έκθεση-έρευνα.

Οδικώς ανώριμοι και αναλφάβητοι

Και όποιος παρατήρησε στον τίτλο του εν λόγω κειμένου την λέξη «οδική» αντί για «οδηγική», καλά έκανε γιατί ήταν προσεκτικά επιλεγμένη.

Καθώς μπορεί οι πρωταίτιοι των κατά τόπους δυστυχημάτων να είναι όντως και αποδεδειγμένα οι οδηγοί, αλλά ένα έστω μικρό μερίδιο ευθύνης ανήκει εξίσου και σε ανεύθυνους πεζούς, μοτοσυκλετιστές, ποδηλάτες αλλά και ντελιβεράδες.

Είναι εύκολο, ξέρετε, να επιρρίπτουμε την ευθύνη αποκλειστικά και μόνο σε έναν οδηγό ενός ΙΧ, όταν η οδική (όχι η οδηγική, που αυτή είναι σίγουρα λάθος) παιδεία στην χώρα μας χωλαίνει και πάσχει μέρα με την ημέρα.

Προσωπικά, και όντας ταυτόχρονα πεζός, ποδηλάτης και αυτοκινητιστής, αναγκάζομαι, αναλόγως με το μέσο που οδηγώ (συμπεριλαμβανομένων και των ποδιών μου), να υιοθετώ κάθε φορά και από μια διαφορετική συμπεριφορά. Γιατί όντως οι συνθήκες είναι κάθε φορά διαφορετικές -η μετακίνησή μας δεν είναι α λα καρτ, έχει συγκεκριμένους κανόνες.

(ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/EUROKINISSI

Όντας οδηγός λοιπόν, όταν είμαι με τα πόδια αποφεύγω διαρκώς να περνάω διαβάσεις και φανάρια όταν έχει κόκκινο για τους πεζούς. Γιατί γνωρίζω, ως οδηγός, ότι ένας άνθρωπος που θα έρθει κατά πάνω μου με ένα όχημα βάρους ενός τόνου, πρέπει να συγκρατήσει και να σταματήσει ένα πράγμα που είναι χίλια κιλά, προκειμένου να καλύψει και να «ρεφάρει» για την δική μου βλακεία (ήτοι, να περάσω το φανάρι την στιγμή που δεν έπρεπε).

Αυτό το σκέφτονται, άραγε, όσοι είναι αποκλειστικά πεζοί; Ή πρέπει να οδηγήσουν κάποια στιγμή ένα αυτοκίνητο προκειμένου να καταλάβουν ότι οδηγοί και πεζοί έχουν τις ίδιες ακριβώς υποχρεώσεις και δικαιώματα, στο σημείο που τους αναλογεί;

Στην περιοχή που μένω, στο Μαρούσι, τους τελευταίους μήνες είχαμε δυο θανατηφόρα (και ένα ακόμη παρολίγον μοιραίο) περιστατικά, τα οποία τα συζητάει ακόμη η μικρή κοινωνία του Αμαρουσίου.

Στο ένα, ένας ηλικιωμένος πέρασε με κόκκινο για τους πεζούς και τον παρέσυρε ένα μηχανάκι. Στο δεύτερο, ενας ποδηλάτης επίσης πέρασε με κόκκινο και παρασύρθηκε από ένα ΙΧ που είχε ξεκινήσει ήδη την πορεία του από το απέναντι φανάρι.

Και στο τρίτο, το παρολίγον μοιραίο, σε αυτό που ήμουν μάλιστα αυτόπτης μάρτυρας, ένας ντελιβεράς ενός κινέζικου εστιατορίου «καβάλησε» με το μηχανάκι του όλο το πεζοδρόμιο, προκειμένου να αποφύγει την κίνηση στο κέντρο, δίπλα στον ΗΣΑΠ, όπου δεν κινιόταν για λίγη ώρα τίποτα καθώς ένα λεωφορείο προσπαθούσε να χωρέσει στο δρόμο λόγω ενός διπλοπαρκαρισμένου αυτοκινήτου.

Μια μαμά με ένα παιδάκι σε καροτσάκι έβγαιναν από έναν πεζόδρομο και το μηχανάκι έπεσε πάνω τους. Αν δεν ήταν, καθαρά από τύχη, μπροστά από το καροτσίι η μαμά, το μηχανάκι θα είχε σίγουρα σκοτώσει το δίχρονο μέσα στο καρότσι. Τη νύφη την πλήρωσε η μαμά, που κατέληξε στο ΚΑΤ με πολλαπλά τραύματα.

Όταν, εγώ μαζί με κάποιους άλλους, πιάσαμε τον ντελιβερά και τον πήγαμε στον ιδιοκτήτη του καταστήματος, εκείνος προφανώς και μας είπε ότι «θα απολυθεί άμεσα γι’ αυτό που έκανε». Θεωρώ δεδομένο – αν και δεν το γνωρίζω -ότι η γυναίκα-θύμα θα κινήθηκε νομικά εναντίον του εστιατορίου.

Μετά από ένα μήνα, πέρασα συμπτωματικά από το ίδιο σημείο, και είδα τον ίδιο εκείνο ντελιβερά να περιμένει δίπλα στο μηχανάκι του, προκειμένου να πάει την επόμενη παραγγελία.

Ή να στείλει τον επόμενο άνθρωπο στο νοσοκομείο.