Δεν είναι ιδεοληψία η αντίσταση και η αγωνιστικότητα. Είναι απόφαση, είναι τρόπος ζωής, είναι ακόμα και πολιτική υποχρέωση από μεριάς ενεργών, ενσυνείδητων πολιτών που δεν αρκούνται στην ψήφο και στο καφενείο των social. Η κυβέρνηση έτυχε, λόγω της συγκυρίας της πανδημίας και, ακολούθως, της καραντίνας, να μην συναντήσει μεγάλες πορείες στην θητεία της. Οι συγκεντρώσεις των καλλιτεχνών που διεκδικούσαν λίγη ορατότητα τους δύσκολους μήνες της καραντίνας -κάποιοι κυριολεκτικά δεν ήξεραν πώς θα πληρώσουν το νοίκι τους- αλλά και οι καταλήψεις των ηθοποιών για την υποτίμηση των πτυχίων τους δεν φαίνεται να έκαναν και πολλά αυτιά να ιδρώσουν. Η κυβέρνηση, όμως, πρέπει να καταλάβει πως έχει συσσωρευτεί μπόλικος θυμός από μεριάς των πολιτών της. Κάποιοι από τους πολίτες αυτούς είναι πιθανό και να την ψήφισαν.

Με την ακρίβεια να τραβά την ανηφόρα, με την βία στα σχολεία να οδηγεί σε αιματοκυλίσματα, με τόσους πολίτες να ζορίζονται να βγάλουν το μήνα κι ας δουλεύουν σαν σκύλοι, με εξαγγελίες περί ιδιωτικοποιήσεων/ξεπουλημάτων, με σκάνδαλα όπως οι υποκλοπές και κυνήγι δημοσιογράφων που επιχειρούν να κάνουν απλώς την δουλειά τους και να ερευνήσουν, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν είναι δυνατό να εξαπολύει διχαστική, εμφυλιοπολεμική ρητορική. Εδώ δεν μιλάμε για ένα μάτσο τεντημπόηδες των 80s με χαίτες και θορυβώδεις γιαμάχα, ούτε για μπάχαλα ατάκτως εριμμένα σε γωνιές του κέντρου της Αθήνας. Μιλάμε για μαζικές κινητοποιήσεις φοιτητών και αγροτών, ανθρώπων που ούτε ο Τσε Γκεβάρα ονειρεύονται πως είναι, ούτε ο Κροπότκιν, ούτε ο Μάο Τσε Τουνγκ.

Η παιδεία και η αγροτιά μπάζουν νερά και οι άνθρωποι που επηρεάζονται άμεσα από ελλιπείς πολιτικές είναι λογικό και αναμενόμενο (αν όχι ευκταίο από μια λειτουργική δημοκρατία!) να ξεσπάσουν, να βρουν στους δρόμους, να βροντοφωνάξουν, ελπίζοντας και παλεύοντας να εισακουστεί έστω μέρος των αιτημάτων τους. Η κοινωνία βράζει και αγωνιά και η Κυβέρνηση οφείλει να ανακουφίσει, να προστρέξει, να απαντήσει. Η Κυβέρνηση οφείλει να υπηρετεί και να ενδιαφέρεται για τους πολίτες, όχι να τους επιβάλλεται εξουσιαστικά. Αλλιώς, μιλάμε για παραφθορά του πυρήνα της δημοκρατίας, χάνουμε κάθε νόημα συζήτησης. Επίσης, το να αναδιπλωθεί και να αναπροσαρμοστεί μια Κυβέρνηση ανάλογα με κάποια αιτήματα πολιτών της (που επουδενί δεν αποτελούν μειοψηφία) αποτελεί ένδειξη ικανότητας και καλής πίστης. Δεν είναι δυνατό να παίζει μια ζωή κλέφτες κι αστυνόμους η εξουσία με όσους και όσες τολμούν να έχουν διαφορετική άποψη. Ξαναλέω: αυτό ακριβώς, η αντίθετη άποψη, αποτελεί θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας και προστατεύεται συνταγματικώς, όπως άλλωστε και το δικαίωμα του συνέρχεσθαι.

Σύνταγμα, Αρθρο 11: (Δικαίωμα του συνέρχεσθαι)

1. Oι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα.

2. Mόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Oι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει.

Κανένας ΣΟΒΑΡΟΣ κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, καμία ΣΟΒΑΡΗ διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής επειδή κλείνουν μερικοί δρόμοι. Αστειότητες οι απόψεις κυβερνητικών στελεχών του στιλ «διαδηλώστε, αλλά μην ενοχλείτε». Σα να λέμε «χορτάστε, αλλά μη φάτε». Πράγματα που ένα παιδί δημοτικού κατανοεί πως νόημα δεν βγάζουν, πως αποτελούν έως και εμπαιγμό.

Μιλώντας στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών την Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης έκανε λόγο για «τη διαχρονική προσπάθεια του χώρου της Αριστεράς να δημιουργήσει προβοκάτσιες. Εκεί επενδύουν. Εκεί χτίσανε καριέρες, αυτός είναι ο τρόπος άσκησης πολιτικής. Μην κοροϊδευόμαστε, αυτό επιδιώκουν διαχρονικά. Τη δημιουργία έντασης και ενδεχομένως και κάποιων περιστατικών που μπορεί να οξύνουν την κατάσταση. Εμείς, λοιπόν, δεν θέλουμε να ρίξουμε νερό στο μύλο της προπαγάνδας της Αριστεράς. Για εμάς προέχει προφανώς και η εφαρμογή του νόμου, γι’ αυτό και όποτε έχουν κληθεί οι αρχές έχουν παρέμβει. Και ακούμε την κριτική γιατί ενδεχομένως κάποιες καταλήψεις να παραμένουν. Εδώ υπάρχει και η ευθύνη κατά καιρούς των πρυτανικών αρχών».

Την ίδια μέρα, ο Πρωθυπουργός απάντησε σε σχετική ερώτηση για την άρνηση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Πατρών να διεξαχθεί διαδικτυακά η εξεταστική το εξής: «Ολοι θα τεθούν προ των ευθυνών τους και το νομικό πλαίσιο είναι πολύ σαφές. Και το υπουργείο θα κάνει τη δουλειά του ώστε να επισημάνει στις ηγεσίες των πανεπιστημίων τι πρέπει να κάνουν για να συμμορφωθούν με τον νόμο για να υπηρετήσουμε πιστεύω αυτό το οποίο όλοι θέλουμε σε πρώτη φάση, να μη χαθεί η εξεταστική». Ο Αδωνης Γεωργιάδης, δε, ανερυθρίαστα έκανε συσχετισμό της χρηματοδότησης με τον βαθμό συμμόρφωσης στις κυβερνητικές υποδείξεις! Δήλωσε το εξής: «Προσωπικά πιστεύω ότι όταν κάποιος πρύτανης διαφωνήσει με την ηλεκτρονική διαδικασία των εξετάσεων των μαθημάτων και ταυτόχρονα αμυνθεί στο να φέρει την αστυνομία στο πανεπιστήμιο για να αντιμετωπιστεί η κατάληψη, εκεί θα μπορούσε το υπουργείο Παιδείας να διερευνήσει άλλους τρόπους διαχείρισης, όπως είναι το θέμα της χρηματοδότησης στο πανεπιστήμιο», σημείωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός Υγείας. Στο ίδιο πλαίσιο σκέψης, εντάσσεται προφανώς και η αστυνομική επιχείρηση στην πρυτανεία του ΑΠΘ, η οποία, κατά τον ίδιο τον πρύτανη(!) δεν έγινε ύστερα από αίτημά του.

Η στήριξη που έδειξαν οι φοιτητές της Θεσσαλίας (ΤΕΦΑΑ και Διατροφολογία) στις κινητοποιήσεις των αγροτών για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων στο 100%, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, για τις ζημιές σε φυτική παραγωγή, σε αγροτικό κεφάλαιο (φυτικό, ζωικό, πάγιο), καταστήματα, μηχανήματα, αποθήκες και αποθηκευμένη παραγωγή το σύνολο των πληγέντων αγροτών, μάλλον θορύβησε την Κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία μάλλον δυσαρεστεί ένα μεγάλο σώμα των ψηφοφόρων της αυτή τη στιγμή, εξαναγκαζόμενη για τα καλά πια να προχωρήσει το νόμο περί γάμου ομοφύλων και τεκνοθεσίας από μέρους τους. Αστυνομοκρατία στους δρόμους, απόπειρα φίμωσης ανεξάρτητων φωνών στον δημόσιο λόγο, ανεξέλεγκτη ακρίβεια, πολίτες εν εξάλλω αφημένοι στην τύχη τους, και από πάνω, διχαστικός λόγος που οξύνει τα πνεύματα και δημιουργεί μετα-συγκρουσιακό, αποροσανατολιστικό περιβάλλον χωρίζοντας τους πολίτες σε έννομους και έκνομους; Α, όχι, τα πράγματα δεν πηγαίνουν καθόλου καλά!

Οι πολίτες της Αθήνας έδωσαν σαφές μήνυμα με την ψήφο τους στον Χάρη Δούκα πριν μερικούς μήνες. Παρά τις αδυναμίες της Αριστεράς να συσπειρωθεί επί της ουσίας (διδασκόμενη ίσως από την έμπρακτη και αυθόρμητη συνεργασία αγροτιάς και φοιτηταριού, ναι, γιατί όχι;), οι κυβερνητικές καρέκλες αυτή τη στιγμή τρίζουν. Η κοντή μας μνήμη ως πολιτών, που ξεχνάμε Τέμπη, πλημμύρες και κάθε λογής φρικτές συνέπειες κρατικών κακοδιαχειρίσεων, με φοβίζει ιδιαιτέρως και, πιθανώς, δημιουργεί ανακούφιση στους ιθύνοντες. «Έλα μωρέ», σου λέει, «θα περάσει κι αυτή η μπόρα. Θα τους ρίξουμε το πολύ πολύ κανένα market pass!». Όμως, όσο κοντή μνήμη και να έχουμε, τουλάχιστον έχουμε μάτια κι αυτιά να παρατηρήσουμε το σήμερα, το εδώ και τώρα. Που στα μισά του μήνα σφαδάζουμε και αγωνιούμε. Που μας ζητείται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, υπομονή και πίστη. Πίστη σε τι; Υπομονή γιατί; Κάποτε, οι κυβερνήσεις οφείλουν να διαχειρίζονται με ανθρώπινους όρους και το συναίσθημα της αγανάκτησης. Κι αν δε χτυπάν «με όλμους και κανόνια» όπως τραγουδά ο Άσιμος, χτυπάν με λέξεις, με στιγματισμό ανθρώπων που κατεβαίνουν στο δρόμο, με έμμεσες απειλές, με ουσιαστική αδιαφορία για τις καθημερινές μας, με σάρκα και οστά, αγωνίες σε σχέση με το πολύ απλό, επείγον, ξεκάθαρο ζήτημα του «αν θα ‘χουμε δουλειά για να ‘χουμε να φάμε».