Τα τελευταία χρόνια υπάρχει η τάση να μετράμε συναυλίες μετά το πέρας του καλοκαιριού και όχι άδικα. Οι βουτιές στη θάλασσα και τα παγωτά, εννοείται ότι τίθενται στο πλαίσιο αναζήτησης και είναι σχεδόν επιτακτικές ανάγκες, αλλά οι συναυλίες είναι αυτές που καταγράφονται μέσα μας με έναν ξεχωριστό, μαγικό τρόπο. Στάδια και θέατρα πλημμυρίζουν από κόσμο σχεδόν σε καθημερινή βάση, με τους χώρους να αποκτούν παλμό, ενώ ο κόσμος μετατρέπεται σε μία ενιαία συλλογική οντότητα.

Μία ενιαία οντότητα που δημιουργεί περιβαλλοντική μόλυνση, αφήνοντας πίσω χιλιάδες σκουπίδια. Την Τρίτη η Rosalia, μάζεψε ένα τεράστιο κύμα από motomamis, που ανάμεσά τους ήμουν κι εγώ. Δεν θα μιλήσω για τη συναυλία, γιατί ήδη τα έχει γράψει η συνάδελφος Σίντυ Χατζή εδώ. Αυτό που δεν καταγράφηκε ήταν το μετά. Τα φώτα της σκηνής έκλεισαν και το πλήθος άρχισε σιγά σιγά να διαλύεται. Μπουκάλια νερού, πλαστικά ποτήρια και αλουμινένια κουτιά αναψυκτικού είχαν καλύψει κάθε εκατοστό στην πλατεία νερού. Μέσα σε λίγα λεπτά το συναίσθημα χαράς μετατράπηκε σε αηδία, μόνο για κάποια δευτερόλεπτα. Δυστυχώς αυτή η εικόνα όσο σοκαριστική κι αν ήταν στα δικά μου μάτια, άλλο τόσο αναμενόμενη ήταν. 

Ναι, έχουμε κανονικοποιήσει ως λαός το πέταμα του σκουπιδιού στο έδαφος. Πρόκειται για μία αυτόματη κίνηση που πραγμαματοποιείται χωρίς σκέψη, γιατί έτσι έχουμε μάθει. Το τσιγάρο που πετιέται στον δρόμο, το χαρτί που φεύγει “καταλάθος” από το παράθυρο ενός αυτοκινήτου εν κινήσει και τα πλαστικά από τα καλαμάκια στις παραλίες είναι τα πιο συνήθη παραδείγματα. Ναι, οι γονείς δεν με μεγαλώνουν τα παιδιά με αυτές τις προσλαμβάνουσες, ωστόσο στην πορεία προκαλείται αλλοίωση στη συμπεριφορά μέσω του μιμητισμού.

Αφού το κάνει αυτός γιατί να μην το κάνω κι εγώ;” είναι η φράση που χρησιμοποιείται ως άμυνα και απαντητικά στο απλοϊκό “γιατί;“. Μετατρεπόμαστε υποσυνείδητα σε αυτούς που μας εκνευρίζουν και κατακρίνουμε σε ανύποπτες στιγμές. Η Ελλάδα είναι το λίκνο του πολιτισμού, αντιφατικά όμως οι πολίτες κάνουν τα πάντα ώστε να αποδεικνύουν ότι η σύγχρονη Ελλάδα απέχει παρασάγγας, από οτιδήποτε μπορεί να σηματοδοτεί τον πολιτισμό σε οποιοδήποτε άλλο επίπεδο εξαιρουμένου της τέχνης.

Η πιο αντιφατική εικόνα είναι αυτή που αντίκρυσα σήμερα το πρωί περνώντας έξω από το γήπεδο της Ριζούπολης. Χθες, ο σπουδαίος Θανάσης Παπακωνσταντίνου κατέθεσε την ψυχή του σε σχεδόν 25.000 κόσμου, κόσμος που τον ακολουθεί και τον αγαπάει για το ιδεολογικό του υπόβαθρο, εκτός από τα τραγούδια. Τον Ιούλιο θα πραγματοποιήσει μία συναυλία στην Εύβοια για τις περιβαλλοντικές καταστροφές που έχει υποστεί και συνεχίζει να βιώνει μέχρι και σήμερα. Ναι, φαινομενικά η πυρκαγιά και τα σκουπίδια θεωρούνται ασύνδετα, αλλά ο εμπρησμός από αμέλεια δεν απέχει πολύ από το πέταγμα ενός σκουπιδιού στο έδαφος.

Σκεφτείτε το πέταγμα ενός βιομηχανικού τσιγάρου από το παράθυρο του αυτοκινήτου καθώς πηγαίνετε στην παραλία μία καυτή μέρα του Αυγούστου. Ναι, είναι λίγες οι πιθανότητες να ξεσπάσει φωτιά, ωστόσο υπάρχουν. Ασυνείδητες πράξεις από ανθρώπους που αντιφατικά υποστηρίζουν καλλιτέχνες με διαφορετικό mindset από αυτούς. Το πέταγμα του σκουπιδιού κάτω είναι μία πολιτική πράξη με την ευρύτερη έννοια. Οι συνέπειες δεν υπάρχουν στο κάδρο, αφού η πράξη συγκαταλέγεται σε ένα κοινότυπο “ε και; τι έγινε;“. Μία φράση που μπορεί να σταθεί στα περισσότερα κοινωνικά και όχι μόνο φαινόμενα.

Επανέρχομαι στο γήπεδο της Ριζούπολης και στην εικόνα της επόμενης ημέρας. Τα σκουπίδια δεν περιορίστηκαν μέσα στις εγκαταστάσεις του γηπέδου, που προφανώς είχε γεμίσει, επεκτάθηκαν και έξω από αυτό σα να λειτουργούν αυτόβουλα και σχημάτισαν τη δική τους πορεία στην άσφαλτο. Σίγουρα έχετε δει ή ακούσει για τους κώνους που πρέπει να περάσει με ζιγκ ζαγκ κάποιος κατά τη διάρκεια της εξέτασης για δίπλωμα μηχανής. Ε, αυτό αναγκάστηκαν να κάνουν σήμερα όσοι αναβάτες πέρασαν από το σημείο, εμού συμπεριλαμβανομένου. Στην άκρη του οδοστρώματος υπήρχε όχημα του δήμου Αθηναίων μαζί με δύο υπαλλήλους πεζούς, που προσπαθούσαν να μαζέψουν, κάθιδροι από τη ζέστη, το εναπομείναν χάλι. 

Πέρσι έκανε τον γύρο του διαδικτύου η είδηση με Ιάπωνες φιλάθλους που, μετά το πέρας ενός αγώνα εναντιόν της Γερμανίας, έβγαλαν σακούλες και μάζεψαν τα σκουπίδια από το γήπεδο. Ζούμε στην εποχή που το αυτονόητο γίνεται είδηση και μάλιστα γίνεται θέμα συζήτησης και προκαλεί θαυμασμό. Τόσο ουτοπική φαίνεται σε κάποιους αυτή η, κατά τ’ άλλα, απλή πράξη. Αν δεν υπήρχαν οι καθαριστές/ καθαρίστριες, θα ήταν αναγκαστική αυτή η πράξη, για την επίτευξη της επιβίωσης σε έναν κανονικό τόπο και όχι σε σκουπιδότοπο.

Οι πράξεις υποδηλώνουν ότι ο υπάλληλος της καθαριότητας είναι δούλος και θεωρείται υποχρέωση να μαζεύει το χάος, επειδή “πληρώνεται από τους φόρους μου“. Η ίδια νοοτροπία υπάρχει και με τους σερβιτόρους που πιστεύεται ότι είναι υπηρέτες. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν καταγραφεί πολλά περιστατικά ασυδοσίας πελάτων. Ένα εξ’ αυτών είναι η πάνα με ακαθαρσίες του βρέφους που αφήνεται πάνω στο τραπέζι, μάλλον ως δώρο, απλά δεν γνωρίζουμε την εθιμοτυπική προέλευσή του. Σε ένα σύμπαν που ο πελάτης θα λάμβανε την τιμωρία που του άρμοζε, η πάνα θα άνηκε στο κεφάλι του, ενώ θα μπορούσε να πλασαριστεί ως κάποιο αξεσουάρ μόδας από τον σερβιτόρο.

Ενταξεί, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί στην πραγματικότητα, ωστόσο αυτή είναι η πρώτη σκέψη που περνάει στους περισσότερους από εμάς. Η επιβολή προστίμου για το πέταγμα των σκουπιδιών στους δρόμους είναι το μόνο που, ίσως, θα μπορούσε να λειτουργήσει. Ναι, χρειαζόμαστε τιμωρία για τις πράξεις μας, γιατί η απλή επίπληξη δεν αποδίδει καρπούς. Είναι ειρωνικό να έχουν απαγορευθεί τα πλαστικά καλαμάκια, την ίδια στιγμή που αφήνεται να υπάρχει περιβαλλοντική ρύπανση σε τέτοιο βαθμό. Δεν είναι στραβός ο γυαλός. Στραβά αρμενίζουμε και μάλλον θα βουλιάξουμε και θα πνιγούμε από τα ίδια μας τα σκουπίδια.