Το νέο φορολογικό νομοσχέδιο και οι αλλαγές στο σύστημα φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών και των ατομικών επιχειρήσεων, όπως αυτό ανακοινώθηκε στις 31 Οκτωβρίου από τον Κωστή Χατζηδάκη, υπουργό Εθνική Οικονομίας και Οικονομικών, τον αρμόδιο υφυπουργό Χάρη Θεοχάρη και τον διοικητή της ΑΑΔΕ Γιώργο Πιτσίλη, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Τόσο σε αντιπολιτευτικό επίπεδο όσο και σε κοινωνικό, όπως πλέον αυτό καταγράφεται, κυρίως, μέσω social media, ο αναβρασμός που προέκυψε ήταν έντονος. Άλλωστε, το ζήτημα της φορολόγησης και της φοροδιαφυγής είναι εδώ και χρόνια ένα σημείο που “καίει” κάθε κυβέρνηση και ο κόσμος “βράζει” κάθε φορά με τις όποιες νέες ανακοινώσεις και τα καινούργια μέτρα, οπότε δεν μιλάμε για κάτι που συμβαίνει πρώτη φορά.

Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ξεκινήσαμε να ζητάμε αποδείξεις και να τις μαζεύουμε για να τις δηλώσουμε αργότερα στη φορολογική μας δήλωση -ευτυχώς, αυτό το αστείο με τους ασφυκτικά γεμάτους φακέλους από αποδείξεις στο σπίτι μας τελείωσε. Τότε, βρεθήκαμε μπροστά σε μια τρομερή “ανακάλυψη”, πως όποιος δεν κόβει αποδείξεις, ή δεν τις ζητάει, ουσιαστικά φοροδιαφεύγει. 1+1=2, δηλαδή ήρθαμε αντιμέτωποι με τα βασικά. Ωστόσο, οι φορολογικές ανισότητες δεν εξομαλύνθηκαν. Οι μεγάλοι και ισχυροί, αυτοί με κρατικές διασυνδέσεις, οι λομπίστες -έχουμε μερικούς απ’ αυτούς- και όσοι ανακαλύπτουν τις “μαύρες τρύπες” του συστήματος, συνεχίζουν να κερδίζουν χρήματα χωρίς να καταβάλλουν στο δημόσιο όσα θα έπρεπε. Το σίγουρο είναι ότι όσον αφορά τη φοροδιαφυγή, θα πρέπει να εφαρμοστεί μια σταθερή πολιτική γραμμή και όλοι οι πολίτες αυτής της χώρας να ξέρουν πού βαδίζουν και πώς να χαράξουν μια υγιής οικονομική πορεία. Μέχρι τότε, όμως, τι κάνουμε;

Από τη στιγμή που ξεκίνησα να εργάζομαι σε επιχειρήσεις -κάπου στα 19 μου- και μέχρι σήμερα, ήμουν τυπικός απέναντι στο κράτος. Η φορολογική μου δήλωση ήταν έτοιμη τη στιγμή που έπρεπε, χωρίς να έχω πράγματα να κρύψω ή να καλύψω. Βλέπεις, δεν είμαι γόνος πλούσιας οικογένειας. Οι γονείς μου ήταν σκληρά εργαζόμενοι από μικρή ηλικία στον ιδιωτικό τομέα και παρέμειναν εκεί -με ένα σύντομο διάλειμμα όταν άνοιξαν για λίγους μήνες μια δική τους επιχείρηση café η οποία έκλεισε. Η επαγγελματική μου πορεία είχε μεταβολές, πειραματισμούς, ρίσκα και για μεγάλο χρονικό διάστημα σταθερότητα. Οι απολαβές μου; Αντίστοιχες των επιλογών μου. Από τον βασικό μισθό στα 1.300 ευρώ και μετά στα tips. Τι μπόρεσα να καταφέρω με αυτά τα χρήματα; Αν εξαιρέσουμε όσα σπατάλησα με απόλαυση από τα 20 έως τα 25 μου, το μεγαλύτερο ποσό που κατάφερα να αποταμιεύσω ήταν αρκετό μόνο για ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο. Κατά τ’ άλλα, μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει, freddo espresso με ψηλά, ενίοτε τσιγάρα με δανεικά. Έκανα κάτι λάθος; Δεν ξέρω. Μπορεί. Αλλά όλα τα χρόνια μετρούσα τις δυνάμεις μου και κολυμπούσα στα νερά που με έπαιρνε. Ίσως, αν ζούσα σε κάποια άλλη χώρα, εκείνο το “μαξιλαρακι” των 1.300 ευρώ να ήταν 2,5 χιλιάδες αλλά εδώ τόσο κοστολογείται (ακόμη) εκείνη η θέση.

Αυτές τις μέρες, στον απόηχο των κυβερνητικών ανακοινώσεων για την πάταξη της φοροδιαφυγής, όσα ακούω και διαβάζω αριστερά – δεξιά μού μοιάζουν αστεία και μερικά εκ τους ασφαλούς. Για παράδειγμα, προχθές στο TikTok, είδα ένα βίντεο από κάποιον ελεύθερο επαγγελματία που έλεγε πως όταν ο πελάτης έχει να επιλέξει ανάμεσα σε 50 € χωρίς απόδειξη και 70 € με, θα επιλέξει -προφανώς- να φύγει από το πορτοφόλι του το 50αρι αλλά, ουσιαστικά, αυτός ευνοείται και όχι εκείνος, ο όποιος παρείχε υπηρεσίες. Ότι ο πελάτης βγαίνει κερδισμένος γιατί γλίτωσε το ΦΠΑ των 20 ευρώ. Αλλά, για μισό λεπτό. Πόσες φορές θα χρειαστείς π.χ. έναν υδραυλικό μέσα σε έναν χρόνο; Πόσες φορές θα πας στο συνεργείο το αμάξι σου; Πόσες φορές θα φωνάξεις έναν ηλεκτρολόγο στο σπίτι σου; Πόσες φορές θα χρειαστεί να βάψεις το σπίτι σου; Πόσες φορές θα φτιάξεις τα νύχια σου στον χώρο σου ή θα κουρευτείς στο σαλόνι σου; Πόσα γλίτωσες στο τέλος της χρονιάς; 100 ευρώ; 200; Άντε, σου λέω maximum, 300 €. Αυτός, όμως, που σου παρείχε τις υπηρεσίες του πόσους πελάτες είχε μέσα σε μια χρονιά και πόσα έσοδα δήλωσε; Ποιος βγήκε, στα αλήθεια, κερδισμένος;

Όπως είχαμε γράψει εδώ, στο Olafaq, στο κείμενο “H φορολογία στην Ελλάδα με απλά λόγια”, όταν μια επιχείρηση δεν κόβει απόδειξη, γίνεται διπλή φοροδιαφυγή (και στο ΦΠΑ και στα κέρδη της). Οικονομολόγος δεν είμαι, αλλά βρίσκω μια λογική σε αυτό, η οποία βέβαια μόνο κοινή δεν είναι. Και για να βαδίσουμε όλοι σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει κάποιος να θέσει τα πλαίσια, τους κανόνες συναλλαγής και τις ποινές σε περίπτωση παρανομίας: το κράτος δηλαδή (όπου «κράτος» είμαστε και εμείς).

Η κυβέρνηση, προκειμένου να κάνει δύο βήματα μπροστά (και όχι απαραίτητα βήμα εξυγίανσης), δημιούργησε το εργαλείο “Καταγγελίες Πολιτών” στην πλατφόρμα myAADE. Εκεί, στο πρώτο βήμα, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, υπάρχει πλέον η δυνατότητα στους ενδιαφερόμενους να υποβάλλουν αυτοματοποιημένα τις καταγγελίες και πληροφορίες τους, επώνυμα ή ανώνυμα, επιλέγοντας μία ή περισσότερες από 3 θεματικές κατηγορίες: Διαφθορά – παραβάσεις ακεραιότητας, Φορολογικές παραβάσεις και Τελωνειακές παραβάσεις. Στο δεύτερο βήμα, ο πολίτης που θα κάνει κάποια σχετική καταχώρηση/καταγγελία στην πλατφόρμα θα «επιβραβευτεί» με κάποιο bonus, όπως ανέφερε σχετικά ο Κωστής Χατζηδάκης.

myaade
Screenshot από την πύλη myAADE, “Καταγγελίες Πολιτών”

Διάφορα ΜΜΜ και αρκετά προφίλ στα social media έσπευσαν να μιλήσουν για «καρφώματα», «ρουφιάνους» και λοιπές υστερίες. Γιατί χρησιμοποιώ αυτόν τον χαρακτηρισμό; Διότι δεν βλέπω κάποια λογική εξήγηση πίσω από αυτή την αντίδραση. Προσωπικά, θα ήθελα να έχω χρησιμοποιήσει όλα αυτά τα χρόνια ένα εργαλείο καταγγελίας άπειρες φορές αλλά δεν υπήρχε η δυνατότητα. Θα ήμουν αναγκασμένος να ψάξω σε ποια υπηρεσία πρέπει να απευθυνθώ, να πάρω τηλέφωνο (στη χειρότερη να πάω από εκεί), να βρω έναν υπεύθυνο κ.λπ. Διαφορετικά, λόγω της απουσίας ενός κρατικού ελεγκτικού μηχανισμού με αμεσότητα, θα έπρεπε να επιχειρηματολογήσω απέναντι σε αυτόν που δεν έκοψε απόδειξη ή στην επιχείρηση που «Συγγνώμη, χάλασε το POS» και να έρθω σε αντιπαράθεση. Ήμουν, δηλαδή, αναγκασμένος να τσακωθώ για τ’ αυτονόητα. Τώρα, με ένα μόνο κλικ μπορώ να δηλώσω ότι στο Χ βενζινάδικο μου έδωσαν την απόδειξη του προηγούμενου γιατί «Και εκείνος 20 ευρώ έβαλε». Δεν το συζητώ για τα περίπτερα που δεν έχουν POS (μόνο) για αγορά τσιγάρων. Βέβαια, για τους ελεύθερους επαγγελματίες, το θέμα είναι αρκετά περίπλοκο.

Ένας freelance δημοσιογράφος με μπλοκάκι θα πρέπει να καταβάλλει μηνιαίως περίπου 220 €, με τον μέσο όρο των κειμένων να κοστολογούνται στα 60 ευρώ -χώρια ότι μπορεί αυτά τα λεφτά να μην σου καταβληθούν απευθείας αλλά να τα πάρεις μήνες αργότερα. Κάνοντας απλούς υπολογισμούς, και θέτοντας ως κατώτατο όριο μηνιαίων καθαρών απολαβών τα 800 €, καταλήγουμε στα 17 κείμενα τον μήνα. Ακατόρθωτο; Όχι, αν σκεφτούμε ότι τόσα μπορεί να γράφουμε κάθε εβδομάδα σε κάποιο site, αλλά υπάρχει μια σύμβαση να λειτουργεί υπέρ του εργαζομένου ως εγγύηση, κάτι που δεν ισχύει για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Γι’ αυτό, όποιος άνθρωπος ανήκει σε αυτή και σε κάποια αντίστοιχη κατηγορία, θα επιλέξει να δουλεύει με «μαύρα» για να τα βγάλει πέρα. Ρωτήστε αν θέλετε, για παράδειγμα, έναν freelance φωτορεπόρτερ πώς συντηρείται. Με κάλυψη γεγονότων και το βράδυ δουλειά σε κάποιο μπαράκι. Από την άλλη, ο λεγόμενος «μάστορας», που θα έρθει στο σπίτι για μια ξυλουργική εργασία στην ντουλάπα, θα ζητήσει κατά μ.ο. 30 ευρώ χωρίς απόδειξη (βασικά, δεν θα το αναφέρει καν, είναι αυτονόητο για εκείνον) επειδή θα σου ρεγουλάρει δύο συρτάρια.

Πού πήγαν αυτά τα χρήματα που έφυγαν τις προάλλες από το πορτοφόλι μου; Απευθείας στο δικό του. Το έμαθε το κράτος; Όχι. Ποιος φταίει; Και οι δύο, αφού ήμουν συμμέτοχος στη φοροδιαφυγή. Ποιος, όμως, θα βγει στο τέλος κερδισμένος; Εγώ αποκλείεται.

Των παιχνίδι των ερωταπαντήσεων μπορούμε να το παίξουμε μέχρι να ξημερώσει αλλά το θέμα μου δεν είναι αυτό. Δεν έχω σκοπό ούτε επιθυμώ να καταγγείλω ανθρώπους. Ακόμη κι αν φτάσω σε αυτό το σημείο, πιστεύω ότι θα κάνω πίσω. Νιώθω άσχημα να παίξω αυτόν τον ρόλο γιατί το κράτος δεν μπορεί να δημιουργήσει τις κατάλληλες υποδομές και να θέσει τις απαραίτητες βάσεις έτσι ώστε όλοι να κινούμαστε με ίδια ταχύτητα στη λωρίδα της νομιμότητας. Και με αυτά τα μέτρα, που είναι κάπως πρόχειρα, δε νομίζω να έρθουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Αυτό που βλέπω να έρχεται, αν ο κόσμος ξεκινήσει τις καταγγελίες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες κόβουν αποδείξεις όπως οφείλουν, είναι αύξηση των τιμών στην παροχή υπηρεσιών. Γιατί αυτός που είχε στήσει μια ζωή με 2.000 ευρώ καθαρά/μήνα επειδή δεν κόβει αποδείξεις, όταν θα αναγκαστεί να το κάνει, θα προσαρμόσει τις τιμές του επάνω στις ανάγκες και τις συνήθειες που έχει. Εκεί, λοιπόν, που η εργασία χρεωνόταν π.χ. 20 ευρώ θα ανέβει στα 35. Και τότε θα πέσει η πελάτεία, άρα μικρότερο μηνιάτικο, οπότε «φταίει το κράτος» (αυτό θα πουν).

Εχθές, αφού έφυγα από το Olafaq και απομακρύνθηκα από τις ανέσεις του γραφείου και τον ψηφιακό κόσμο γεμάτο από analytics, είχα στηθεί στην ουρά του σούπερ μάρκετ για να πάρω τρία πράγματα με συνολικό κόστος 4,30 ευρώ -δεν ήθελα να ξοδέψω περισσότερα για να έχω σήμερα. Μπροστά μου, και με κανένα ίχνος ρατσισμού αλλά με μια δόση παρατηρητικότητας, υπήρχε μια οικογένεια που φυσιογνωμικά θα την συγκαταλέγαμε στην «εργατική τάξη». Το καρότσι τους ξεχείλιζε από προϊόντα, τοποθετούσαν συνεχώς πράγματα στο ταμείο, ο αναγνώστης barcode χτυπούσε ασταμάτητα και στο τέλος «230 ευρώ» είπε ο υπάλληλος. Έμεινα άναυδος. Για να θυμηθώ πότε έχω κάνει τέτοιο σούπερ μάρκετ θα πρέπει να ανατρέξω 6-8 χρόνια πίσω και πάλι, ίσως, να μην καταφέρω να βρω μια στιγμή που έκανα τέτοιο λογαριασμό. Ό,τι σκέψη και να κάνω θα είναι τελείως υποθετική, αλλά δεν μπορώ να μη δημιουργήσω στο μυαλό μου συσχετισμούς και να καταλήξω στο ότι ο άνθρωπος είναι «μάστορας» και του είναι πολύ πιο εύκολο, συγκριτικά με μένα, να έχει στην κάρτα του ή στην τσέπη του 230 €. Πείτε με όπως θέλετε, αλλά αυτές οι σκέψεις συνήθως συνδυάζονται με μια ενοχή, τις κάνουμε όλοι στιγμιαία και τις αφήνουμε να περάσουν χωρίς να εκφραστούν. «Πώς μπορεί αυτός και δεν μπορώ εγώ;»

Ξέρω ότι αυτή η προσέγγιση αλλά και τα κυβερνητικά μέτρα, εστιάζουν στο δένδρο και χάνουμε το δάσος. Με τον τρόπο που έχει δομηθεί η φορολογία στην Ελλάδα, η φοροδιαφυγή σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί σανίδα σωτήριας για έναν ελεύθερο επαγγελματία ή μια ατομική επιχείρηση και δεν είναι απλώς επιλογή αλλά μονόδρομος. Όσο εμείς, οι απλοί πολίτες αυτής της χώρας, προσπαθούμε να επιβιώσουμε και να βρούμε την ισορροπία μας που χάνεται εύκολα και καθημερινά από τα απανωτά χτυπήματα της ακρίβειας, κάποιοι άλλοι, με βίλες, κότερα και ελικόπτερα, πλουτίζουν χωρίς να στηρίζουν ουσιαστικά την οικονομία και η φοροδιαφυγή γι’ αυτούς είναι ξεκάθαρη, απενεχοποιημένη (ανήθικη) επιλογή. Η απόδειξη που δεν κόπηκε για μια τυρόπιτα δε δημιουργεί κρατικό έλλειμμα, σε αντίθεση με τα εκατομμύρια που “εξαφανίζονται” εν μία νυκτί και αργότερα εμφανίζονται σε αφορολόγητους παραδείσους. Παρ’ όλα αυτά, από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε. Ας κάνουμε μια αρχή στις καθημερινές συναλλαγές μας και τα υπόλοιπα τα βρίσκουμε στην πορεία.