Τον Σεπτέμβριο του 2013 είχα ταξιδέψει στην Σαρδηνία. Εμείς, παραθεριστές σε ένα ωραίοτατο ξενοδοχείο πάνω από την θάλασσα, κάναμε ζωάρα ως τουρίστες με πρωινές βουτιές στα παγωμένα νερά -λόγω των λιώσιμων των πάγων από τις Άλπεις, όπως μας είχε ενημερώσει το προσωπικό του ξενοδοχείου- και απογευματινή χαλάρωση στη πισίνα, ποδηλατάδες σε ένα καταπράσινο περιβάλλον, κοκτέιλ, θαλασσινά, πίτσες και μακαρονάδες. Μας άνηκε το μέρος, νιώθαμε κατακτητές. Επιτέλους είχε έρθει και η δική μας στιγμή.

Ένα μεσημέρι αποφάσισαμε να πάμε με το τοπικό λεωφορείο στο γραφικό και πανέμορφο Alghero, με τη μαρίνα του, το κάστρο του και τα μαγαζάκια στα πλακόστρωτα στενά του. Βουκαμβίλιες, ήλιος, ζέστη, Μεσόγειος. Αφού φτάσαμε στην πόλη και ξεκίνησαμε την περίηγησή μας αντικρύσαμε κάτι που δεν περιμέναμε: κλειστά καταστήματα. Λέμε «Δε μπορεί». Συνηθισμένοι από τα δικά μας, εδώ, στην Ελλάδα, είχαμε την εντύπωση ότι οι Ιταλοί θα περιμένανε τους τουρίστες με χαμόγελο για να τους (μας) εξυπηρετήσουν. Θεωρούσαμε πως θα είναι στημένοι και ευδιάθετοι στην είσοδο των μαγαζιών τους να μας καλοσωρίσουν για να μας επιδείξουν τα όποια προϊόντα τους. Αλλά, όχι. Είχαμε πάρει μια πρόγευση για το θέμα, όταν είχαμε επισκεφθεί μεσημέρι ένα mini market ιταλικής αλύσιδας στην περιοχή που μέναμε και ήταν κλειστό, όμως, προς έκπληξή μας, και στη μεγάλη πόλη ίσχυε το ίδιο. Το θερινό ωράριο των καταστήματων στη Σαρδηνία -δεν ξέρω αν ίσχυε κάτι αντίστοιχο σε όλη την Ιταλία- επέβαλλε μεσημεριανό κλείσιμο. Γιατί, φυσικά, όλοι έχουν δικαίωμα στη ζωή και να δουλεύουν κάτω υπό φυσιολογικές συνθήκες.

Είναι κάτι που σκεφτόμουν έντονα αυτές τις μέρες, με τον καύσωνα να έχει παραλύσει την Αθήνα και τους κατοίκους της, και πέρα από την παραπάνω βιωματική εμπειρία έχω ακόμα μία που με κάνει να ξεροκαταπίνω όταν ο υδράργυρος ξεπερνάει τους 38 βαθμούς Κελσίου.

Μέχρι πέρυσι τον Αύγουστο, πριν μπω στην ομάδα του Olafaq, οι συνθήκες και οι ανάγκες της ζωής με είχαν στείλει να εργάζομαι ως οδηγός-διανομέας γνωστής αλυσίδας super market. Τα βράδια, όταν οι υποχρεώσεις μού το επέτρεπαν, δημοσιογραφούσα στο laptop μου ως freelancer και το πρωί (ή το απόγευμα, ανάλογα τη βάρδια) φόρτωνα παραγγελίες στο βανάκι. Έβαζα μπρος το GPS, άνοιγα το ραδιόφωνο και έβγαινα στους δρόμους της Αθήνας. Γκύζη, Αμπελόκηπους, Καισαριανή, Ζωγράφου, Αγία Παρασκευή, Ψυχικό, Φιλοθέη κ.α. Οι “βόλτες” ήταν ατελείωτες μέσα στο μποτιλιάρισμα και την τρέλα που επικρατεί στους δρόμους της πόλης. Το φθινόπωρο και τον χειμώνα, με τις βροχές, ήταν τραγική. Λάσπη, κρύο και φόβος να γλιστρήσεις σε κάθε σου βήμα. Την άνοιξη τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα. Λίγο η διάθεση που είχε φτιάξει βλέποντας τα λουλούδια να ανθίζουν λίγο ότι είχε μεγαλώσει η μέρα, κάπως παλευόταν. Οι καιρικές συνθήκες ήταν πιο ευνοϊκές για την παράδοση των παραγγελιών, ωστόσο, η πόλη δεν άλλαζε. Παρέμενε ίδια και απαράλλαχτη με τα προβλήματά της. Μέσα σε αυτά, και οι κάτοικοί της –όχι όλοι, προφανώς.

Όμως, με το που έμπαινε το καλοκαίρι και πλάκωναν οι πρώτες ζέστες οι συνθήκες γινόντουσαν ακόμα πιο χειρότερες. Πέρα από το άγχος μη λιώσουν τα παγωτά των πελατών -γιατί, βέβαια, όταν μένεις Γουδί και παραγγέλνεις από super market στα Βόρεια Προάστια, έχεις την απαίτηση να φτάσει το χωνάκι σου άθικτο στην πόρτα σου ενώ έξω τηγανίζεις αυγά στον ήλιο- είχες να καταπολεμήσεις και την καυτή ατμόσφαιρα. Αυτή που σου στεγνώνει το στόμα, σου καίει τα σωθικά, που κάνει το μυαλό σου να βράσει και το σώμα σου να υποφέρει.

Και εσύ, ο άμοιρος ο διανομέας, που μπορεί να έχεις όνειρα για τη ζωή, που προσπαθείς να επιβιώσεις σε μια χώρα που βυθίζεται οικονομικά, σε έναν κλάδο -της δημοσιογραφίας- που αναστενάζει λόγω της πανδημίας, που βρέθηκες να κρατάς το τιμόνι ενός βαν super market ενώ, μέχρι πριν λίγο, ήσουν υπεύθυνος τεχνικής εξυπηρέτησης ενός τηλεπικοινωνιακού παρόχου με καλό μισθό και στρωμένη καριέρα (αλλά αποφάσισες να τα παρατήσεις όλα και να ρισκάρεις), κατέληξες να κουβαλάς εν μέσω καύσωνα, το 2021 και το 2022, 6αδες με νερά σε διαμερίσματα χωρίς ασανσέρ στο κέντρο της Αθήνας. Να ανεβοκατεβαίνεις σκαλιά σε πλούσιες μονοκατοικίες στου Παπάγου για να παραδώσεις υλικά για τοστ -τα πιο ακριβά- και βιολογικά απορρυπαντικά. Να περνάς στα χέρια σου σακούλες, όσες αντέχεις, με αναψυκτικά και μακαρόνια για να τα παραδώσεις στο διαμέρισμα Γ23, του κτιρίου Β, σε ένα παλιό, αχανές και σκοτεινό συγκρότημα πολυκατοικιών στα Ιλίσια. Κάποιες φορές, ανέβηκες στον 2ο με καρπούζια παραμάσχαλα, γιατί καμία σακούλα δεν τα αντέχει ούτε χωράνε στα box. Και μετά κατέβηκες πάλι κάτω, στο διπλοπαρκαρισμένο σου βανάκι, να πάρεις και τα υπόλοιπα ψώνια της παραγγελίας του πελάτη.

Έσταζε ο ιδρώτας στο πρόσωπο και στο σώμα, άφηνε σημάδια στην μπλούζα. Σου κοβόταν η ανάσα όταν ανέπνεες το οξυγόνο που ζεματούσε, λαχάνιαζες, έβαζες για στήριγμα στην κεντρική πόρτα της πολυκατοικίας την μεταλλική απλώστρα για τα ρούχα που ήταν σε προσφορά -μια κυρία σου είχε ζητήσει και… επίδειξη, λες και είχε παραγγείλει ρομποτική σκούπα- και προχωρούσες στα ενδότερα αναζητώντας το κουδούνι. «Α! Δεν έχει όνομα. Ας αφήσω κάτω τις σακούλες, να βγάλω το κινητό από την τσέπη, να βρω τον αριθμό του πελάτη, να τον πάρω τηλέφωνο, “Ναι, γεια σας, είμαι από κάτω. Μου ανοίγετε;” και να περάσω ξανά τις σακούλες σαν βραχιόλια στους καρπούς μου».

Θυμάμαι μια φορα, ένας τύπος στον Χολαργό -κλασική παραγγελία που κανείς δεν την ήθελε- σε μια τριώροφη μονοκατοικία, στον 3ο χωρίς ασανσέρ, μου είπε όταν τελείωσα την παράδοση και μετά από δύο πάνω-κάτω που είχα ήδη κάνει: «Μήπως θέλετε ένα ποτήρι νερό;».

«Όχι! Θέλω αέρα να αναπνεύσω. Και επειδή βλέπω ότι σου περισσεύει, μπορείς να μου δώσεις λίγο; Δεν θέλω ούτε tips. Θα ήθελα, ίσως, να κατέβεις κάτω να με βοηθήσεις, σε μια ένδειξη ενσυναίσθησης και ανθρώπινης αλληλεγγύης. Ιδανικά, θα ήθελα να έχεις πάρει το αμάξι σου και να είχες πάει ο ίδιος μέχρι το super market να κάνεις τα ψώνια σου. Αλλά καταλαβαίνω. Μπορεί να μην έχεις χρόνο, να έχεις χίλια δυο προβλήματα. Γι’ αυτό είμαστε εδώ εμείς. Θα στα φέρουμε. Αλλά όχι, ρε φίλε, ντάλα μεσημέρι! Πού ζεις; Πώς; Τι νομίζεις ότι κάνεις; Ποιος νομίζεις ότι είσαι;».

Δεν είπα τίποτα από όλα αυτά, προφανώς. Τον κοίταξα με χαμόγελο, αρνήθηκα την δελεαστική πρόταση για νερό και έφυγα. Ευτυχώς, γύρισα στο σπίτι μου εκείνη την ημέρα και ήμουν υγιής. Επιβίωσα. Και εκείνη την ημέρα και τις άλλες που το θερμόμετρο του βαν έδειχνε 46 βαθμούς στην Κατεχάκη. Ήμουν τυχερός και απέφυγα την θερμοπληξία. Δεν είναι, όμως, όλοι.

«Έφυγε το παιδί», λένε τα μαγαζιά. Και σήμερα όντως έφυγε ένα παιδί. Ένας διανομέας στη Χαλκίδα. Γιατί κάποιος αποφάσισε να παραγγείλει στο καταμεσήμερο και το κατάστημα ήταν ανοιχτό και ο διανομέας εκεί, στην δουλειά του, γιατί θα είχε ανάγκη τα χρήματα. Δεν έχει σημασία αν ήταν καφές, πίτσα, σουβλάκια ή ψώνια super market. Αν εσύ δε μπορείς να βγεις έξω, λόγω καύσωνα, για να πάρεις τα τσιγάρα σου, πώς έχεις το θράσος να ζητάς κάτι αντίστοιχο από έναν άλλον;

Ας κλείνουν επιτέλους όλα τα καταστήματα τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι εργαζόμενοι δεν είναι δούλοι. Είναι άνθρωποι, με ζωή, φίλους και συγγενείς.