Σε γενικές γραμμές αποφεύγω τις αντιπαραθέσεις. Για του λόγου το αληθές, βαριέμαι να διαφωνώ. Νομίζω πώς αυτό είναι πιο σωστή αποτύπωση αυτού που νιώθω, καθώς η χρήση της λέξης «αποφεύγω» σημαίνει – βάσει Wikipedia – ότι «προσπαθώ να κρατηθώ μακριά από κάποιον ή κάτι ενοχλητικό». Αλλά όχι, δεν ισχύει κάτι τέτοιο.

Δεν θεωρώ την διαφωνία κάτι το ενοχλητικό, ούτε κάνω κάποια προσπάθεια να γλιτώσω από αυτήν ή από κάποιον. Απλά βαριέμαι.

Και αυτό συμβαίνει όταν απέναντί μου έχω κάποιον άνθρωπο που δείχνει εξ αρχής τις προθέσεις του επάνω στο θέμα που συζητάμε. Πώς μπορείς να το καταλάβεις αυτό; Προσωπικά, θεωρώ πως είναι πολύ εύκολο, αρκεί να παρατηρήσεις τις λέξεις και την στάση του σώματος – ενίοτε και την εξωτερική του εμφάνιση – που χρησιμοποιεί κάποιος για να εκφράσει την θέση του, την άποψή του.

Και για να ξεκαθαρίσουμε το θέμα της εξωτερικής εμφάνισης που ανέφερα – και να προχωρήσουμε παρακάτω, μπορεί να ακούγεται στερεοτυπικό, αλλά για παράδειγμα: τι άποψη μπορεί να έχεις κάποιος με το εθνόσημο κονκάρδα στο μπουφάν για το θέμα της κλιματικής μετανάστευσης; Φωνάζει από μακριά η γνώμη του χωρίς καν να έχει ανοίξει το στόμα του. Φυσικά, ο ρατσισμός, ο μισογυνισμός κ.ο.κ. δεν είναι πάντα φανερός και βιτρινάτος. Αλλά εγώ γιατί να μπω σε διαδικασία συζήτησης με έναν τέτοιο τύπο; Υπάρχει κάποιος λόγος; Όχι. Ο ένας δεν πρόκειται να αλλάξει την γνώμη του άλλου, ούτε καν να την επηρεάσει. Το μόνο που θα γίνει είναι να δημιουργηθεί ένα μπάχαλο από φωνές.

Ποιες είναι αυτές οι προθέσεις λοιπόν που οδηγούν μια συζήτηση σε αναπόφευκτο ναυάγιο με έντονα στοιχεία διαφωνίας; Η προβολή του εαυτού και η ισχυροποίηση της θέσης – με ότι αυτό συνεπάγεται και υπό διάφορες συνθήκες, είτε αυτό αφορά επαγγελματικές και φιλικές/συγγενικές σχέσεις ή κοινωνικές.

«Στις μέρες μας, αυτό είναι ένα κλασικό λάθος που κάνουμε. Είμαστε τόσο αποφασισμένοι να βγάλουμε τη δική μας άποψη και να την παρουσιάσουμε ως αλήθεια ή γεγονός, αντί να συνειδητοποιήσουμε ότι πρόκειται απλώς για μια προοπτική και ότι υπάρχουν και άλλες προοπτικές», όπως αναφέρει και η Shelby Scarbrough, πρώην υπεύθυνη του πρωτοκόλλου του Υπουργείου Εξωτερικών των Η.Π.Α. και συγγραφέα του βιβλίου “Civility Rules!”.

H Scarbrough έχει δίκιο – αν και διαφωνώ πως αυτό είναι σημάδι μόνο των καιρών μας. Ο κόσμος προσπαθεί να αυτοπροβληθεί και να επιβληθεί σε μια συζήτηση γιατί αυτό ικανοποιεί το «εγώ» του, επιβραβεύει τις εμπειρίες και επιδεικνύει γνώσεις του. Αλλά ότι ζούμε είναι τελείως υποκειμενικό και κάτι μπορεί να αντικειμενοποιηθεί παρά μόνο αν επιβεβαιώνεται στατιστικώς ή, από πολλές πηγές (αλλά ακόμα και αυτό πρέπει να φιλτράρετε).

«Η γνώμη σας είναι οι πεποιθήσεις σας», λέει η Scarbrough. «Θεωρητικά, βασίζεται στην εμπειρία σας, αλλά όταν μοιράζεστε την γνώμη σας, δεν δείχνετε την εμπειρία σας πίσω από αυτήν». Και εκεί ακριβώς δημιουργούνται αρκετά προβλήματα.

Η διάκριση μεταξύ της άποψης και της εμπειρίας είναι ξεκάθαρη, και οφείλουμε να τα διαχωρίζουμε. Μία σκέψη που είχα κάνει τις προάλλες, όταν στο γραφείο διαφωνήσαμε σχετικά με το αν οι Βρυξέλλες προσφέρουν διασκέδαση. Η Αγγελική – που έχει μείνει κάποια χρόνια εκεί – έχει την άποψη πως «οι Βρυξέλλες είναι παρεξηγημένες», ενώ εγώ της μετέφερα τις εμπειρίες φίλων και γνωστών που είχαν επισκεφθεί την πρωτεύουσα του Βελγίου. «Φίλε μην πας. Βαρεθήκαμε την ζωή μας», ήταν τα λόγια των περισσοτέρων. Αφού βρεθήκαμε σε αδιέξοδο και παρατήσαμε το θέμα της διαφωνία μας, σκεφτόμουν πως οι ανάγκες, τα γούστα και το αισθητικό κριτήριο των δικών μου ανθρώπων διαφέρουν από αυτό της Αγγελικής. Ένας ρεγκάς [κάποιος που ακούει ρέγκε] μπορεί να μην βρίσκει κανένα ενδιαφέρον στις Βρυξέλλες, ενώ αντίστοιχα κάποιος που αγαπάει την ηλεκτρονική μουσική να τις λατρέψει. Οπότε γιατί η δική μου «αλήθεια» να υπερισχύει κάποιας άλλης;

Δεν χρειάζεται πάντα να συμφωνούμε, και μια συζήτηση δεν έχει αυτοσκοπό το μοίρασμα κοινών απόψεων. Το αντίθετο μάλιστα, όταν προκύπτει μία διαφωνία, είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα κατάσταση, αρκεί όλες οι πλευρές να είναι «ανοιχτές», χωρίς αμυντικές στάσεις απέναντι στον άλλον. Αλλά αυτό είναι κάτι που βγαίνει εκτός πλαισίου του δικού μας ελέγχου. Δεν μπορούμε να ελέγξουμε την αντίδραση και την συμπεριφορά των άλλων, αλλά σίγουρα έχουμε την δυνατότητα να περιορίσουμε, κατά κάποιον τρόπο, το αίσθημα της «απειλής» που μπορεί να προκαλούμε.

Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να αποφεύγουμε λέξεις όπως το «πρέπει», και να επενδύουμε περισσότερα στην επιχειρηματολογία μας. Και αν δεν το καταλάβατε, μόλις αυτοαναιρέθηκα, καθώς δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε «πρέπει».

Οπότε αυτές οι τελευταίες γραμμές που μόλις διαβάσατε, καλό θα ήταν να είχαν γραφτεί κάπως έτσι: «Για να συμβεί αυτό, είναι προτιμότερο να αποφεύγουμε λέξεις όπως το “πρέπει”, και να επενδύουμε περισσότερα στην επιχειρηματολογία μας».

Κανείς δεν έχει διάθεση να συμμετάσχει σε μία συζήτηση με κάποιον που θα αναλάβει τον ρόλο του «δασκάλου» και θα κουνάει επιδεικτικά το δάχτυλό του, τονίζοντας – ίσως και υποσυνείδητα – την αλαζονεία του. Η ανταλλαγή απόψεων μπορεί να οδηγήσει σε απάτητα μονοπάτια, να δημιουργήσει ερεθίσματα και να εμπνεύσει. Όσο συζητάμε μόνο για τους δικούς μας ορίζοντες, δεν θα γνωρίσουμε ποτέ κάποιον άλλον.

Πόσο βαρετή είναι μία τέτοια ζωή; Όσο και η διαφωνία.