Σαββατόβραδο στην Πατησίων. Ένα κορίτσι καταρρέει σε πεζούλι χαμηλό, το κινητό πεσμένο κάτω. Ένα άλλο κορίτσι βγαίνει από το Au Revoir και χιμά ν’ αγκαλιάσει. Δυο κορίτσια αγκαλιά, να κλαίνε στην Πατησίων.

Ποιο από τα δύο είμαι εγώ; Κανένα. Και τα δύο-αλλάζουν οι καιροί, αναποδογυρίζουν σαν μακό φανελάκι, γύρω από τον εαυτό τους.

Για εκείνον που δεν ξαναέστειλε ποτέ. Για εκείνον που εγκατέλειψε, που πρόδωσε, που δεν προσήλθε την στιγμή της φωτιάς. Για εκείνη που είπε ψέματα, που κορόιδεψε, που υποχώρησε, που δείλιασε. Για εκείνους που δεν στάθηκαν άξιοι εμπιστοσύνης, για εκείνες που δεν αντιγύρισαν τα αισθήματα, να πολλαπλασιάσουν την αγάπη.

Τα ιερά μας κλάματα, η άγρια μοναξιά μας, το ερωτικό πένθος, εφάμιλλο με αυτό του θανάτου.Και κάπου εκεί, ένα κορίτσι, ένα αγόρι. Ο κολλητός μας, η φίλη μας. Τ’ αδέρφια μας, οι οικογένειες που επιλέξαμε ένα απόγευμα στο κυλικείο της σχολής, ένα πρωινό στην προσευχή στο γυμνάσιο με φούτερ και τσάντα γραμμένη στίχους και ταγκιές.

Ένα τηλεφώνημά τους: «Έρχομαι». Ένα μήνυμά τους: «Eisai kala? Ti egine?» Άλλη μια δύσκολη νύχτα, αλλά δεν είμαστε μόνοι μας. Μας φέρνουν ποτό, καφέδες, μπισκότα, τσιγάρα, γαριδάκια. Πατώματα εμείς, εξώστες αυτοί. Χέρια που μας υψώνουν ξανά στο ανάστημα του εαυτού μας. Μας υπενθυμίζουν όσα έχουμε, όσα είμαστε.

Εμείς θέλουμε το φιλί Εκείνου, την αγκαλιά Εκείνης. Αλλά, οι αληθινοί φίλοι κομίζουν χάδι διακριτικό που παρηγορεί. Μας δίνουν ελπίδες, μας μαλώνουν, μας οξυγονώνουν. Έχουμε τα δικά μας αστεία και μας τα θυμίζουν. Μας τάζουν ταξίδια, εκδρομές, μεθύσια μελλοντικά,μας αναπτερώνουν. Κοιμούνται μαζί μας-εμείς διπλωμένοι στα δύο, αυτοί φρουροί στον Πόνο μας.

Φυσάει ζεστασιά κοντά τους. Αποπειρώνται να μας επουλώσουν τις πληγές, να μας λογικέψουν, να μας καταλάβουν. Την ίδια στιγμή που έχουν τα δικά τους Πένθη, τις δικές τους αναδουλειές και ζόρια. Μάνες μας, εκείνες τις ώρες. Άτομα που τα έχουμε δει να φέρονται ανώριμα, στέκονται οι Οδηγοί μας για μία ή περισσότερες νύχτες, με ένα ή περισσότερα ηχητικά μες στα χαράματα, με την έννοια μας την ώρα που δουλεύουν.

Όταν γυρίσει Εκείνη, όταν τα ξαναβρούμε με Εκείνον ή όταν συναντήσουμε ένα άλλο «άλλο μας μισό», να θυμόμαστε τα αληθινά μας Ολόκληρα: τους Φίλους μας.

Να πιούμε μαζί τους επειγόντως στην αμέσως επόμενη μεγάλη χαρά-και να τους κεράσουμε, να τους αγκαλιάσουμε, να πούμε ευχαριστώ. Είναι ωραία η ζωή με καψούρες και με φίλους που μας σκουπίζουν τα κλάματα. Είναι ωραία όλα αυτά που ζούμε.

Και αν δεν είναι αντίδοτα είναι δώρα, δώρα ακριβά.