Έχω καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, πρόχειρο ίσως, τα τελευταία χρόνια που μπαινοβγαίνω σε σπίτια, βεγγέρες, γιορτές και προσκλήσεις σε φαγητό. Η αφθονία (abundancy) είναι αντιστρόφως ανάλογη, συνήθως, της οικονομικής επιφάνειας. Με καταλάβατε, πιστεύω. Φτωχά σπίτια και άνθρωποι που τα βγάζουν πέρα ίσα ίσα, με τα βασικά; Ε, θα φάτε καλά. Ψωμί, κρέατα, πατάτες, καλούδια-φθηνά, οικονομικά, όχι γκουρμέ, αλλά μπόλικα, χορταστικά. Σπίτια καλαίσθητα ανθρώπων που ζουν άνετα με γυάλινες τζαμαρίες και βίντατζ διακοσμητικά του πανακρίβου, πανέμορφα αερόφυτα και μυρωδιά βαμβακιού και σανδαλόξυλου στον αέρα; Ετοιμαστείτε για τσιμπολόι. Σικ τσιμπολόι, όλα κι όλα. Αλλά να έχετε πάει φαγωμένοι.

Εννοείται πως η παράγραφος που μόλις διαβάσατε διαπράττει ένα ωραιότατο (sic) τσουβάλιασμα. Εντάξει, εξαιρέσεις υπάρχουν. Πάντως, σε φτωχικό σπίτι μεροκαματιάρηδων ανθρώπων δεν θυμάμαι να έχω πάει ποτέ στην ζωή μου και να έχω μείνει νηστική και διψασμένη. Σου προσφέρουν νερό, γλυκό, μια κόκα κόλα, σου εξηγούν (ίσως με μια ελφριά αγωνία που κατανοώ απολύτως, προσωπικά) τι καφέδες έχουν, τι κρασί και σε ρωτούν αν πεινάς, αν χόρτασες, αν χρειάζεσαι κάτι άλλο. Σου δίνουν και φαγητό για το σπίτι, συχνά επιμένοντας. Οι φτωχοί είναι φιλόξενοι, ανοιχτοί, θέλουν να προσφέρουν, να μοιραστούν. Οι περισσότερο ευκατάστατοι μού φαίνονται κάπως πιο σφιγμένοι. Γενικώς, οι τσιγκούνηδες άνθρωποι που έχω γνωρίσει στην ζωή μου-ίσως αυτό ισχύει και για εσάς!-είναι ευκατάστατοι. Κι όμως, αυτοί οι ευκατάστατοι, κάνουν παράκαμψη για το ελάχιστα φθηνότερο βενζινάδικο, βάζουν καφέ στο ίνοξ θερμός τους, αποφεύγουν τα ταξί, προσέχουν τα μικροέξοδά τους, δεν αφήνουν καμιά φορά πουρμπουάρ, ούτε βέβαια κερνάνε εύκολα το εσπρεσάκι του επαγγελματικού τους ραντεβού. Τα 2,3,4 ευρώ τη μέρα που μπορεί κανείς με μισθό 900 ευρώ να σπαταλά εύκολα και λίγο απερίσκεπτα, οι ευκατάστατοι, πλούσιοι κύριοι και κυρίες τα σκέφτονται ως εκείνο το κατοστάρικο που θα μπει στην άκρη, ως αποταμίευση. Μωρέ μήπως γι’ αυτοί αυτοί είναι σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από εμάς; 

Ναι, το ακούω. Και μάλιστα, το ζηλεύω και λίγο. Αυτό που δεν ακούω είναι το να καλέσω κάποιον για φαγητό στο ευρύχωρο, φίνο, στιλάτο σπίτι μου με την μεγάλη ροτόντα και τα ωραία μασίφ έπιπλα και τα υπερμεγέθη coffee tables αγορασμένα από μουσεία,και σε αυτόν τον κάποιον (χειρότερα: τους κάποιους) να βγάλω για φαγητό μια τσουρούτικη μαλακία. Δεν καλείς κόσμο σπίτι σου για να δοκιμάσουν, φίλε μου, την μοναδική σου καρμπονάρα και βράζεις ένα πακέτο μακαρόνια! Είμαστε έξι άτομα! Ένας να θέλει λίγο ακόμα ή λίγο μεγαλύτερη μερίδα την πάτησες. Σε γιορταστικά δείπνα δεν πειραματιζόμαστε με αβοκάντο τσιπς δικής μας κατασκευής, βελουτέ σούπες με κακοβρασμένα μέσα τους λαχανικά και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο: δεν θέλουμε, για τον θεό, να περάσουν καλά οι καλεσμένοι μας; Το αγόρι της Ελένης μπορεί να μην τρώει σαλιγκάρια, μύδια ή φρουί ντε μάρε. Φτιάξε, χρυσή μου, καμιά μπριζόλα χοιρινή να’ μαστε σίγουροι και να φτουρήσει κιόλας. Εκτός κι αν η φάση είναι εντός στενού κύκλου που βαϊμπάρει έτσι ακριβώς. Μια σαλατιέρα με μαρούλια και κράνμπερις στη μέση, μια πίτα από το σούπερ στριφτή ψημένη στους 180 να τσιμπολογάν και κρασάκι-ποτάκι. Μπορεί η παράξενη να είμαι εγώ και εσείς που λαμβάνετε κατά κυριολεξία την πρόσκληση κάποιου γνωστού ή φίλου σας για φαγητό. Κανονικά, όταν σε καλούν για φαγητό, πρέπει να έχεις χώρο, να φας και να δοκιμάσεις τι έφτιαξαν οι άνθρωποι. Και όχι, δεν είμαστε στα 90s να φτιάχνουμε υπέρογκες ποσότητες που δεν καταναλώνονται και πετιούνται. Αλλά, να σου πω ένα μυστικό; Ρε φίλε, όταν στήσεις ένα δείπνο σπίτι σου, ας είναι να πετάξεις και κάτι που τυχόν θα περισσέψει. Μην έρθουν οι καλεσμένοι και ψάχνονται τι και πώς να σερβίρουν στο πιατάκι τους για να φτάσει για όλους.

φαγητό
Κάποτε, ο πλούσιος χλαπάκιαζε. Τώρα, τσιμπολογά σαν περιστεράκι ηλιόσπορους, κάσιους και ξηρά βερίκοκα.

Η σχέση οικονομικής επιφάνειας και φαγητού είναι εντελώς αλλαγμένη σε σχέση με το πώς ήταν πριν μερικά χρόνια, πολλώ δε μάλλον και με το πώς ήταν προ αιώνων. Οι έχοντες, έτρωγαν. Οι βασιλείς και οι προύχοντες με πλαδαρές φάτσες και κοιλιές που τους εμπόδιζαν να σηκωθούν από το τραπέζι αποτελούσαν, με ένα μπούτι κοτόπουλου ανά χείρας, πρότυπα ευημερίας, αφθονίας και πλούτου. Μέχρι πρόσφατα, Έλληνες πολιτικοί με παραπανίσια κιλά συμβόλιζαν ακριβώς αυτού του τύπου την ευζωία: παχείς, με κόκκινα πρόσωπα, ροπή στην λαιμαργία, στο ποτό, στην ηδονή του στομαχιού τους. Κάποτε, τα λαϊκά αγόρια είχαν μούσκουλα και πλάτες, τα φτωχοκόριτσα στα πλυσταριά κορμιά-λαμπάδες από την χειρωνακτική εργασία, το πρωινό ξύπνημα και την ολογιφαγία της ένδειάς τους. Κάποτε, οι πλούσιες κυρίες με τα πρωινά τους κρουασανάκια και τις αλκοολούχες κατανύξεις με τις φιλενάδες τους είχαν κοιλίτσα και love handles, ζουμερές ζουμερές ενδύονταν το γουναρικό και με τις τροφαντές τους γάμπες πήγαιναν επισκέψεις, όπου δεν δίσταζαν να πάρουν και δεύτερο σshoοκολατάκι από την φοντανιέρα. Κι οι κύριοί τους, λεβεντοχοντρούληδες, λιπαροί και καλοζωισμένοι, με χέρια απαλά, παχουλά και σβέρκο όλο δίπλες. Τώρα, οι πλούσιοι κύριοι και κυρίες επενδύουν στη γυμναστική τους, έχουν κορμάρες, κάνουν πιλάτες και τρέχουν χιλιόμετρα, τρώνε λίγο, καρπούς, ωμά, κάνουν κετογονικές δίαιτες, τρέφονται για μέρες ολόκληρες με σμούθις ή χυμούς, επιδίδονται σε αποτοξινώσεις.

Τώρα, ο πλούτος αποσυνδέθηκε με την βλαβερή ενίοτε για το περιβάλλον κατανάλωση υπερβολικού φαγητού, τώρα η λογική του γκουρμέ εστιατορίου με τις μικρές ποσότητες πήγε στα σπίτια τους, όπου τρώνε μεν παστίτσιο οι χριστιανοί, αλλά ένα κομματάκι έκαστος να σου φέρνει δάκρυα στα μάτια με το πόσο μικρούλι είναι. Η αίσθηση του φαγητού του μπόλικου, του αμυλούχου, του «πατάτα-κρέας-ψωμί», παραπέμπει σε ανθρώπους που δεν έχουν ταξιδέψει, που δουλεύουν σωματικά όλη μέρα και λαχταρούν τις Κυριακές και τις αργίες να φάνε λίπος-οι εύρωστοι οικονομικά απορρίπτουν το κρέας, το οποίο μάλλον μπορούν να έχουν όποτε θέλουν, οπότε σκαρφίζονται μανιταρομπίφτεκα και χαρουποκέικ και ό, τι είναι υγιεινό, θρεπτικό, superfoodίστικο, εναλλακτικό. Καλά κάνουν. Απλώς όταν προσκαλούν εμάς σπίτι τους για φαγητό, καλό θα ήταν να έχουν και κάτι πιο πλεμπέικο. Έστω, ανα μας παραγγείλουν κανένα σουβλάκι-πού να φτουρήσει, μάνα μου, η χορτόπιτα με σέσκουλα που ξεπατίκωσες μέτρια από τον Πετρετζίκη; Δεν ξέρουμε πώς να κόψουμε τα κομμάτια για να φτάσει για όλους. Ωραίο σερβίτσιο, πάντως. Α, όλα κι όλα. Τα καλά να λέγονται.

ΥΓ: Ε, ρε και να’ ταν καλοκαίρι, και να’ μουνα στη Μάνη, σε κανένα πανηγύρι, να πλακωνόμουν στις γουρνοπούλες και τα τσίπουρα και τους καλαματιανούς. Γαμώ τα αβοκάντα σας, γαμώ. 

ΥΓ2: Υπάρχει, πάντα, και η επιλογή του να μην καλούμε κόσμο σπίτι μας. Αν καλούμε, όμως…ας μην του πλασάρουμε παξιμάδι από σπόρους κάνναβης αντί για ψωμί. Ας έχουμε και το παξιμάδι. Αλλά, όταν βγάζεις σούπες και σάλτσες στον λαό σου, έχε και λίγο άρτο του καλού θεού. Κανείς δεν θα σε πει ακαλαίσθητο, παλαιικό ή ακατάλληλο οικοδεσπότη. Ίσα ίσα, θα εκτιμηθεί η κίνησή σου.