Κι ενώ στις δικαστικές αίθουσες στην Αθήνα οι συνήγοροι των επτά κατηγορουμένων (ιδιοκτήτης του κοσμηματοπωλείου, μεσίτης και πέντε αστυνομικοί) επιχειρούν με διάφορα τεχνάσματα να μετατρέψουν το θύμα σε θύτη, κατασκευάζοντας ένα προφίλ, το οποίο διαψεύδουν σθεναρά όσοι γνώριζαν τον Ζακ, κάποιοι είχαν τη φαεινή ιδέα  να φτιάξουν ένα hashtag διεκδικώντας την αθώωσή αυτού του ανθρώπου ο οποίος είχε καταγραφεί σε βίντεο να κλωτσά με μένος τον Ζακ στο κεφάλι, κι έπειτα να σκουπίζει τα γυαλιά και τα αίματα έξω από το κοσμηματοπωλείο του σα να μην τρέχει τίποτα.

Το εν λόγω hashtag  φανερώνει έναν οριζόντιο, αθέατο φασισμό που διαπερνά τον κοινωνικό ιστό και τη μαζική κουλτούρα, και  διαχέεται στον μικροαστισμό, γίνεται θεμελιώδης τεχνική της εξουσίας.

Το χυδαίο hashtag #αθωωση_κοσμηματοπωλη φτάνοντας ψηλά στις τάσεις του twitter, μαρτυρά πως ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία βρίσκεται ακόμη βαθιά ριζωμένη σε μια μερίδα της ελληνικής κοινωνίας, επαναφέροντας στη μνήμη μας ζοφερά χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας.

Στην προηγούμενη δικάσιμο, την Τρίτη 22 Μαρτίου, κατά τις απολογίες των κατηγορουμένων, ο κοσμηματοπώλης θρασύτατα δήλωσε πως οι δικές του κλωτσιές «ήταν ξώφαλτσες» και «δεν τον πήρε και καλά», ενώ ευθύνη στον νεκρό Ζακ Κωστόπουλο, που λιντσαρίστηκε και χτυπήθηκε βάναυσα, επιχείρησε να αποδώσει και ο μεσίτης κατά την απολογία του, δηλώνοντας τα παρακάτω:

«Έσπασα την τζαμαρία για να περάσει ο Ζακ χωρίς να τραυματιστεί από τα γυαλιά. Κλωτσούσα στον αέρα, το πρόσωπο του έπεσε πάνω στο πόδι μου. Είχα την εντύπωση ότι αυτοκτόνησε».

Η υπερασπιστική γραμμή επιδιώκοντας την αθώωση των κατηγορουμένων, επιχειρεί να τους συνδέσει με ένα προσφιλές κοινωνικό προφίλ, αυτό του  φοβισμένου καταστηματάρχη που το μόνο του μέλημα είναι να προστατεύσει την περιουσία του. Με την ιδιοκτησία και την δήθεν προάσπισή της ως αυταπόδεικτο τεκμήριο αθωότητας (ενώ θα μπορούσαν απλά να κατεβάσουν τα στόρια και να περιμένουν τους αστυνομικούς).

Ταυτόχρονα στήνεται ένα θέατρο που θυμίζει ελληνική οικογενειακή σειρά, με τους συγγενείς  των κατηγορουμένων να παρελαύνουν στο δικαστικό βήμα, επιχειρώντας με κάθε τρόπο να αποδείξουν το αξιοπρεπές βιός τους. Το πόσο τίμιοι, πατριώτες, καλοί οικογενειάρχες, βιοπαλαιστές μα και νομοταγείς ήταν (άσχετα με το αν ο κοσμηματοπώλης διατηρούσε παράνομο κοσμηματοπωλείο, όπου μαζί με τον φίλο του τον μεσίτη έλιωναν κλεμμένα χρυσαφικά), κάνοντας επίκληση σε ένα ψευδεπίγραφο  καθωσπρεπισμό.

Και η παράσταση αυτή προφανώς είχε απήχηση σε ένα καθόλου ευκαταφρόνητο κομμάτι της κοινωνίας. Το εν λόγω hashtag φανερώνει έναν οριζόντιο, αθέατο φασισμό που διαπερνά τον κοινωνικό ιστό και τη μαζική κουλτούρα, και διαχέεται στον μικροαστισμό, γίνεται θεμελιώδης τεχνική της εξουσίας. Και, πάνω από όλα, η κάθε ιδεολογία που κατασκευάζει με ρατσιστικούς όρους την διαφορετικότητα «μετατρέπεται σε μια γκρίζα περιοχή πολιτισμικής ομοθυμίας».

Έχει να κάνει με τη ζωή ανθρώπων που διαρκώς αδικούνται, που χωρίς να φταίνε βάλλονται και η ζωή όπως και ο θάνατός τους επιδέχονται διαφορετικές αξιολογήσεις όταν αφορά τους διαφορετικούς. Στη δική για τη δολοφονία του ζακ Κωστόπουλου αυτό διακυβεύεται.

Έτσι σε αντιδιαστολή με το κοινωνικό προφίλ που στήνεται γύρω από τους κατηγορούμενους, παράλληλα γίνεται μια υπερπροσπάθεια να αποδοθεί στον Ζακ μια παρεκκλίνουσα και παραβατική προσωπικότητα.  Με αυτόν τον τρόπο η συζήτηση εκριζώνεται από τα γεγονότα του εγκλήματος και μεταβάλλεται σε ζήτημα μη ηθικής διαπαιδαγώγησης του Ζακ. Οι κατηγορούμενοι προσπαθούν να ενοχοποιήσουν το θύμα χρησιμοποιώντας συκοφαντικές και ψευδείς παραστάσεις, οι οποίες δεν έχουν κανένα έρεισμα, σε μία επίμονη και εμμονική απόπειρα αντιστροφής των ρόλων. Στις προηγούμενες συνεδρίες, οι ερωτήσεις όλες προς τους συγγενείς στόχευαν στην αναπαράσταση ενός «παρεκκλίνοντα κι ελαττωματικού» κόσμου, του κόσμου της Zackie, μέσω της ανυπόστατης σύνδεσης της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών, της ομοφυλοφιλίας, και της ασθένειας (πέφτουν απανωτές ερωτήσεις στους συγγενείς αν είχε προβλήματα υγείας, αν έκανε χρήση ναρκωτικών κοκ).

Έτσι δεν μελετάται το έγκλημα αυτό καθαυτό, αλλά γινόμαστε μάρτυρες στην κατασκευή αλληλεξάρτησης δύο επιφανειακά ανόμοιων θεμάτων, τη χρήση ναρκωτικών με την ομοφυλοφιλία με το επιστέγασμα της οροθετικότητας να εντάσσονται σ’ ένα ενιαίο πλαίσιο ανάλυσης, ως παραδείγματα κοινωνικής κατασκευής ποινικών ή ιατρικών κατηγοριών παρέκκλισης, επιχειρώντας να επιστρέψουν στην εναλλαγή ρόλων θύτη/θύματος, σε εκείνες τις πρώτες αναπαραστάσεις των ΜΜΕ μιας υπόθεσης ανάμεσα σε πρεζόνι ληστή και ευυπόληπτο επιχειρηματία, με καθαρούς τους ρόλους θύτη/θύματος. Κι όλα αυτά αφού οι τοξικολογικές εξετάσεις του Ζακ βγήκαν καθαρές!

Προφανώς σύμφωνα με τον νόμο, ο καθένας έχει δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του όπως νομίζει καλύτερα. Και αυτό το δικαίωμα, σε γενικές γραμμές είναι σωστό. Όμως εδώ υπάρχει κάτι πέρα από τα δικαιώματα της δικονομίας. Έχει να κάνει με τη ζωή ανθρώπων που διαρκώς αδικούνται, που χωρίς να φταίνε βάλλονται και που η ζωή όπως και ο θάνατός τους επιδέχονται διαφορετικές αξιολογήσεις βασισμένες στην διαφορετικότητά τους. Στη δική για τη δολοφονία του ζακ Κωστόπουλου αυτό διακυβεύεται.

Στον αντίποδα για κάθε έναν που νιώθει την ανάγκη να ζητήσει την αθώωση του κοσμηματοπώλη, ευτυχώς υπάρχουν πολλοί άλλοι που καταγγέλλουν την ρατσιστική και λογική των απανταχού χυδαιολόγων  που υποστηρίζουν τον  κοσμηματοπώλη, χθες τον Ρουπακιά, και προχθές τον Κορκονέα. Και, όπως πάντα, οι νεκροί όντας ανήμποροι και απροστάτευτοι μέσα στις δικαστικές αίθουσες, όλοι εμείς, ένας προς έναν καλούμαστε να πάρουμε θέση όχι μόνο ανάμεσα στα μισανθρωπιστικά hashtags και το #JusticeForZackie, αλλά προπάντον ανάμεσα στο βούρκο και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια!