Διάβαζα τις προάλλες ποίηση του Γκάτσου. Πολλά ποιήματα έχουν γίνει τραγούδια και, διαβάζοντάς τα, τα σιγοτραγούδαγα μες στο κεφάλι μου. Διάβαζα την Περιμπανού, τον Κεμάλ, την Μπαλάντα του Ούρι και σκεφτόμουν πώς, πού και γιατί τα έγραφε ο Γκάτσος, τι είχε μες στο κεφάλι του, αν μπορούσε να φανταστεί ή να ονειρευτεί αυτές του τις σκέψεις, τις φράσεις, τις λέξεις μέσα σε τόσες χιλιάδες, εκατομμύρια στόματα, αρκετών γενεών ανθρώπων.
Ανατρίχιασα. Η περιήγηση στο διαδίκτυο μου είχε φέρει ζάλη, θλίψη, πανικό και η καταβύθιση στους καθαρούς, βαθείς, κρυστάλλινους στίχους του Γκάτσου με γιάτρευε. Άρχισα να σκέφτομαι περί ονείρων. Ονείρων όχι νυχτερινών, αλλά ονείρων που κάνουμε με τα μάτια ανοιχτά καθ’ όλη την διάρκεια της μέρας, της ζωής μας. Πότε αρχίζει ο άνθρωπος να ονειρεύεται; Προφανώς, από παιδί. Το όνειρο, σκέφτομαι, είναι συνδεδεμένο με κάθε πτυχή της απτής, πραγματικής εξω-ονειρικής ζωής μας. Πιθανώς, τα βρέφη ονειρεύονται την επιστροφή του βυζιού στο στόμα, μετά από ένα καλό γεύμα τους. Τα παιδιά ονειρεύονται να πετάξουν, να σώσουν τον κόσμο από την αδικία και τους πολέμους, να ζήσουν για πάντα οι γονείς τους, ονειρεύονται να τρώνε μόνο παγωτό, να είναι συνεχώς καλοκαίρι, να αγκαλιάσουν τον Άγιο Βασίλη, να κατεβάσουν ένα αστέρι για να το κάνουν δώρο στο κορίτσι ή το αγόρι που αγαπούν.
Τα όρια του εφικτού, μες στο κεφάλι τους, είναι πλατιά, μακρινά, ανοιχτά σχεδόν. Βασικά, θα είναι δίκαιο να πούμε, ότι για έναν παιδικό νου δεν υφίσταται ανέφικτο. Και ναι, εντάξει, το να παραμένουμε παιδιά, κατά την προσφιλή, αλλά άκρως παραφθαρμένη πλέον έκφραση, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να ονειρευόμαστε ανερμάτιστα, ανορίωτα και σε καθόλου ρεαλιστικές βάσεις. Για την ακρίβεια, δεν σημαίνει αυτό: μπορούμε πάντοτε να σκεφτόμαστε και να επιθυμούμε ό, τι θέλουμε. Η επικράτεια του εσωτερικού μας κόσμου μάς ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα, δεν την αγγίζουν οι κανόνες των ανθρώπων και της φύσης. Αλλά, πέρα από αυτά τα υπέροχα, ακραία φαντασιακά σενάρια που μας γλιτώνουν από τις συμφορές της καθημερινής μας συνάφειας με την Ασχήμια, μπορούμε (και θα μας έκανε καλό) να ενεργοποιήσουμε ξανά όλα τα πληγωμένα, αποφτερωμένα μας όνειρα, εκείνα που κούρνιασαν γιατί δεν εκπληρώθηκαν ή γιατί κάποιος μάς τα κατέκρινε, μας τα περιγέλασε, μας τα απέρριψε εν τη γενέσει τους.
Μας λένε να μην ψάχνουμε για μεγάλους έρωτες και μεγαλεία; Εμείς θα αντιστεκόμαστε. Εμείς αυτό ψάχνουμε, αυτό επιθυμούμε. Μας εξηγούν με επιχειρήματα ότι κι άλλοι είχαν την ιδέα μας, αλλά δεν πέτυχαν, ίσα ίσα πόνεσαν; Εμείς θα λέμε, πρώτα στον εαυτό μας, ότι δεν σημαίνει κάτι για εμάς και τον αγώνα μας οι αποτυχίες των άλλων. Εμείς θα πετύχουμε, εμείς θα δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας και ο καλύτερος εαυτός μας είναι ο ολόκληρος εαυτός μας, χωρίς μεσοβέζικες λύσεις, τεμπελιές και χλιαρά συναισθήματα. Είναι εφικτός ένας εαυτός δικός μας, όπως τον ονειρευόμαστε. Μπορεί να μην μπορούμε να αλλάξουμε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά με εμάς μπροούμε να κάνουμε αρκετή δουλειά. Και να ονειρευτούμε τα πόδια μας να κόβουν βόλτες σε μακρινές λεωφόρους, τα μάτια μας να ατενίζουν θέες μαγικές, τα χέρια μας να αγκαλιάζουν λαιμούς ποθητών πλασμάτων και να χαϊδεύουν κεφάλια εξωτικών ζώων σε εύφορες κοιλάδες της γης.
Αν μπορεί να μας διδάξει κάτι η ποίηση, αυτό ίσως είναι μια μικρή, καθημερινή σπουδή στην ομορφιά. Το βλέμμα μας πάνω στην ζωή και σε εμάς τους ίδιους ενεργοποιεί μυστικά αλάρμ και φωτίζει στενούς και σκοτεινούς μέχρι πρότινος δρόμους. Αλλάζει τον ρου, φέρνει αλλαγές στον ψυχικό κόσμο τον δικό μας και των γύρω μας. Όταν αγαπάμε, όλα λάμπουν. Πρωτίστως εμείς. Τι θε λέγατε αν αύριο το πρωί αποφασίζατε να πάτε στην δουλειά με ό, τι ντύσιμο τραβάει η ψυχή σας, πιείτε ένα διαφορετικό, πρωινό ρόφημα, πείτε εκείνο το ανέκδοτο που ντρέπεστε τόσον καιρό; Τι θα λέγατε αν πηγαίνατε στο σπίτι σας από μια εντελώς διαφορετική διαδρομή; Αν κάνατε μια μικρή μάζωξη στο σπίτι σας που δεν έχετε κάνει ποτέ; Σημειώστε νοητά ή πραγματικά όλα εκείνα που θα θέλατε να είστε, όχι όλα εκείνα που θα θέλατε να έχετε.
Τα όνειρα τα κατακτητικά, τα της αποκτήσεως δεν μεταθέτουν καθόλου το εφικτό-σας βαθαίνουν, μας βαθαίνουν, πνίγοντάς μας, στον βούρκο της επιβεβλημένης ανοησίας για κυνήγι ύλης, αλύχτισμα μέχρι θανάτου. Αλλά το να ονειρευόμαστε να γίνουμε σπλαχνικοί και εφευρετικοί, ποθητοί, περιπετειώδεις, ευαίσθητοι είναι αυτό που θα κάνει τον κόσμο να γυρνάει μια μέρα αλλιώτικα. Σεκφτείτε μας να πετυχαίνουμε σε συλλογικό επίπεδο όνειρα σαν κι αυτά. Θ’ αδειάσουν τα mall και θα γεμίσουν τα παγκάκια, οι πλατείες, οι δρόμοι, τα μπαλκόνια, τα σαλόνια. Θα σβήσουν οι οθόνες, θ’ ανάψουν οι αγκαλιές.
Ουτοπικά όλα αυτά, ε; Μπα. Διαβάστε και λίγο Γκάτσο.
ΥΓ: Μ’ ένα τραγούδι του δρόμου/να’ ρθεις όνειρό μου
Διάβαζα τις προάλλες ποίηση του Γκάτσου. Πολλά ποιήματα έχουν γίνει τραγούδια και, διαβάζοντάς τα, τα σιγοτραγούδαγα μες στο κεφάλι μου. Διάβαζα την Περιμπανού, τον Κεμάλ, την Μπαλάντα του Ούρι και σκεφτόμουν πώς, πού και γιατί τα έγραφε ο Γκάτσος, τι είχε μες στο κεφάλι του, αν μπορούσε να φανταστεί ή να ονειρευτεί αυτές του τις σκέψεις, τις φράσεις, τις λέξεις μέσα σε τόσες χιλιάδες, εκατομμύρια στόματα, αρκετών γενεών ανθρώπων.
Ανατρίχιασα. Η περιήγηση στο διαδίκτυο μου είχε φέρει ζάλη, θλίψη, πανικό και η καταβύθιση στους καθαρούς, βαθείς, κρυστάλλινους στίχους του Γκάτσου με γιάτρευε. Άρχισα να σκέφτομαι περί ονείρων. Ονείρων όχι νυχτερινών, αλλά ονείρων που κάνουμε με τα μάτια ανοιχτά καθ’ όλη την διάρκεια της μέρας, της ζωής μας. Πότε αρχίζει ο άνθρωπος να ονειρεύεται; Προφανώς, από παιδί. Το όνειρο, σκέφτομαι, είναι συνδεδεμένο με κάθε πτυχή της απτής, πραγματικής εξω-ονειρικής ζωής μας. Πιθανώς, τα βρέφη ονειρεύονται την επιστροφή του βυζιού στο στόμα, μετά από ένα καλό γεύμα τους. Τα παιδιά ονειρεύονται να πετάξουν, να σώσουν τον κόσμο από την αδικία και τους πολέμους, να ζήσουν για πάντα οι γονείς τους, ονειρεύονται να τρώνε μόνο παγωτό, να είναι συνεχώς καλοκαίρι, να αγκαλιάσουν τον Άγιο Βασίλη, να κατεβάσουν ένα αστέρι για να το κάνουν δώρο στο κορίτσι ή το αγόρι που αγαπούν.
Τα όρια του εφικτού, μες στο κεφάλι τους, είναι πλατιά, μακρινά, ανοιχτά σχεδόν. Βασικά, θα είναι δίκαιο να πούμε, ότι για έναν παιδικό νου δεν υφίσταται ανέφικτο. Και ναι, εντάξει, το να παραμένουμε παιδιά, κατά την προσφιλή, αλλά άκρως παραφθαρμένη πλέον έκφραση, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να ονειρευόμαστε ανερμάτιστα, ανορίωτα και σε καθόλου ρεαλιστικές βάσεις. Για την ακρίβεια, δεν σημαίνει αυτό: μπορούμε πάντοτε να σκεφτόμαστε και να επιθυμούμε ό, τι θέλουμε. Η επικράτεια του εσωτερικού μας κόσμου μάς ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα, δεν την αγγίζουν οι κανόνες των ανθρώπων και της φύσης. Αλλά, πέρα από αυτά τα υπέροχα, ακραία φαντασιακά σενάρια που μας γλιτώνουν από τις συμφορές της καθημερινής μας συνάφειας με την Ασχήμια, μπορούμε (και θα μας έκανε καλό) να ενεργοποιήσουμε ξανά όλα τα πληγωμένα, αποφτερωμένα μας όνειρα, εκείνα που κούρνιασαν γιατί δεν εκπληρώθηκαν ή γιατί κάποιος μάς τα κατέκρινε, μας τα περιγέλασε, μας τα απέρριψε εν τη γενέσει τους.
Μας λένε να μην ψάχνουμε για μεγάλους έρωτες και μεγαλεία; Εμείς θα αντιστεκόμαστε. Εμείς αυτό ψάχνουμε, αυτό επιθυμούμε. Μας εξηγούν με επιχειρήματα ότι κι άλλοι είχαν την ιδέα μας, αλλά δεν πέτυχαν, ίσα ίσα πόνεσαν; Εμείς θα λέμε, πρώτα στον εαυτό μας, ότι δεν σημαίνει κάτι για εμάς και τον αγώνα μας οι αποτυχίες των άλλων. Εμείς θα πετύχουμε, εμείς θα δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας και ο καλύτερος εαυτός μας είναι ο ολόκληρος εαυτός μας, χωρίς μεσοβέζικες λύσεις, τεμπελιές και χλιαρά συναισθήματα. Είναι εφικτός ένας εαυτός δικός μας, όπως τον ονειρευόμαστε. Μπορεί να μην μπορούμε να αλλάξουμε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά με εμάς μπροούμε να κάνουμε αρκετή δουλειά. Και να ονειρευτούμε τα πόδια μας να κόβουν βόλτες σε μακρινές λεωφόρους, τα μάτια μας να ατενίζουν θέες μαγικές, τα χέρια μας να αγκαλιάζουν λαιμούς ποθητών πλασμάτων και να χαϊδεύουν κεφάλια εξωτικών ζώων σε εύφορες κοιλάδες της γης.
Αν μπορεί να μας διδάξει κάτι η ποίηση, αυτό ίσως είναι μια μικρή, καθημερινή σπουδή στην ομορφιά. Το βλέμμα μας πάνω στην ζωή και σε εμάς τους ίδιους ενεργοποιεί μυστικά αλάρμ και φωτίζει στενούς και σκοτεινούς μέχρι πρότινος δρόμους. Αλλάζει τον ρου, φέρνει αλλαγές στον ψυχικό κόσμο τον δικό μας και των γύρω μας. Όταν αγαπάμε, όλα λάμπουν. Πρωτίστως εμείς. Τι θε λέγατε αν αύριο το πρωί αποφασίζατε να πάτε στην δουλειά με ό, τι ντύσιμο τραβάει η ψυχή σας, πιείτε ένα διαφορετικό, πρωινό ρόφημα, πείτε εκείνο το ανέκδοτο που ντρέπεστε τόσον καιρό; Τι θα λέγατε αν πηγαίνατε στο σπίτι σας από μια εντελώς διαφορετική διαδρομή; Αν κάνατε μια μικρή μάζωξη στο σπίτι σας που δεν έχετε κάνει ποτέ; Σημειώστε νοητά ή πραγματικά όλα εκείνα που θα θέλατε να είστε, όχι όλα εκείνα που θα θέλατε να έχετε.
Τα όνειρα τα κατακτητικά, τα της αποκτήσεως δεν μεταθέτουν καθόλου το εφικτό-σας βαθαίνουν, μας βαθαίνουν, πνίγοντάς μας, στον βούρκο της επιβεβλημένης ανοησίας για κυνήγι ύλης, αλύχτισμα μέχρι θανάτου. Αλλά το να ονειρευόμαστε να γίνουμε σπλαχνικοί και εφευρετικοί, ποθητοί, περιπετειώδεις, ευαίσθητοι είναι αυτό που θα κάνει τον κόσμο να γυρνάει μια μέρα αλλιώτικα. Σεκφτείτε μας να πετυχαίνουμε σε συλλογικό επίπεδο όνειρα σαν κι αυτά. Θ’ αδειάσουν τα mall και θα γεμίσουν τα παγκάκια, οι πλατείες, οι δρόμοι, τα μπαλκόνια, τα σαλόνια. Θα σβήσουν οι οθόνες, θ’ ανάψουν οι αγκαλιές.
Ουτοπικά όλα αυτά, ε; Μπα. Διαβάστε και λίγο Γκάτσο.
ΥΓ: Μ’ ένα τραγούδι του δρόμου/να’ ρθεις όνειρό μου