Παντρεύτηκε, λέει, ο Μουζουράκης. Μια πανέμορφη ξανθιά κυρία και περιμένουν παιδί. Κανονικά, αυτή η είδηση θα έπρεπε να μας είναι από αδιάφορη ως ικανή να μας κάνει να χαμογελάσουμε. Δύο άνθρωποι επέλεξαν για δικούς τους λόγους να ενώσουν τις ζωές τους, να κάνουν οικογένεια. Γιατί, άραγε, τόσο πολλοί άνθρωποι δυσανασχετούν;

Α, υπάρχουν δικαιολογίες. «Πρέπει να μας το τρίβουν στη μούρη;», «Σιγά, αυτοί δεν είναι ερωτευμένοι, τους παριστάνουν», «Μου την σπάει ο Μουζουράκης», «Αυτή είναι μες στις πλαστικές». Η εύκολη ροπή μας στην δυσαρέσκεια, το αρνητικό πρόσημο, την έκφραση της διαφωνίας. Πώς είναι δυνατόν να επιλέγουμε τόσο ευκολότερα την εκδήλωση του «κακού» από την έκφραση του καλού ή έστω την σιωπή;

Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις γι’ αυτό. Αν θελήσουμε να αναλύσουμε από μετερίζι κυνισμού, μπορούμε κάλλιστα να πούμε ότι έτσι είναι, έτσι είμαστε οι άνθρωποι. Ίσως, εξαιτίας αυτής μας της ποιότητας (δηλαδή να προκρίνουμε ή/και να θυμόμαστε το κακό, αυτό που μας κάνει να δυσθυμούμε), κρατηθήκαμε στην ζωή και εξελιχθήκαμε ως είδος.

Λιγότερο απλοϊκή εξήγηση, πάλι όμως όχι επαρκής στα μάτια μου, μπορεί να προκύψει από την οδό της ψυχοσύνθεσης. Άνθρωποι με άλυτα ζητήματα, με συμπλέγματα, εμείς δηλαδή, εγώ κι εσύ, μπορεί να ρέπουμε στη γκρίνια, την «μιζέρια», το παράπονο απέναντι στα πάντα ευκολότερα από ό, τι στην χαρά, τον ενθουσιασμό, την συμπόνοια.

Και από εκεί που κάναμε αμάν (και κάνουμε ακόμα) να αποτάξουμε την «θετικίλα» την άκρατη και άμετρη, γιατί δεν μπορεί να ζούμε αποκλειστικά με positive vibes, ίσως μπαίνουμε σε μια κατάσταση ζωής, ναι, ένα life mode, όπου φαντάζει ανούσιο, απολιτίκ, επιφανειακό, φαιδρό και ίσως επίφοβο το να αγαπάμε.

Γιατί η αγάπη είναι γιορτή, είναι χαρά, είναι μοίρασμα. Η αγάπη διέπεται από μια οικουμενικότητα, ως συναίσθημα, η αγάπη περισσότερο από συναίσθημα είναι, βασικά, κατάσταση μυαλού, είναι νοοτροπία.

Το έχει πει καταπλητκικά ο Νίκος Παπάζογλου: Ο μοναχός ο άνθρωπος/ όταν γλεντούν οι άλλοι/ ντρέπεται που είναι μοναχός/ και στην χαρά φαλτσάρει.

Φαλτσάρουν, λοιπόν, οι «μοναχοί» (που μπορεί να πει και εκείνοι που νιώθουν ότι κανείς δεν τους κατανοεί) απέναντι στο γλέντι και την χαρά των άλλων; «Γίνονται μόνοι δυο φορές»;

Κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να χαρούν με τίποτα. Δεν ευχαριστιούνται τίποτα, ούτε καν δικά τους επιτεύγματα και στιγμές. Υπάρχει μια ισπανική ταινία, “Ο Θυρωρός”. Το μόνο που δίνει ικανοποίηση στον πρωταγωνιστή είναι να προκαλεί πόνο στους άλλους ανθρώπους, μιας που τρέφεται με την δυστυχία των άλλων. Η δική του ζωή είναι κενή νοήματος και δεν αντέχει να βλέπει χαρούμενους και επιτυχημένους ανθρώπους. Όπου συναντάει το γέλιο και την ομορφιά επιθυμεί να την εξοντώσει.

Οφείλουμε, όμως, να ομολογήσουμε ότι, ως έναν βαθμό, η θλίψη και η χαρά έχουν γίνει πολιτικά (μάλλον κομματικά!) εργαλεία, με τον τρόπο που η ομορφιά έχει εργαλειοποιηθεί και επανεφευρεθεί, σχεδόν, σε βάσεις εξόχως προβληματικές, από τα προπύργια και τους πομπούς του καπιταλιστικού γίγνεσθαι: τηλεοράσεις, μήντια, γιγαντοαφίσες διαφημιστικές…

Νιώθω ότι η θλίψη εκφέρεται κάπως σαν «αντι-προνόμιο» των σκεπτόμενων και επαναστατημένων και με ακονισμένο νου. Ότι όποιος χαίρεται ειλικρινώς, είναι ύποπτα αναίσθητος εν τω μέσω μιας εποχής που βράζει, που στάζει αίμα, που όλα είναι μαύρα (μα δεν είναι όλα μαύρα! κάποτε ήταν πολύ πιο δύσκολα, από κάθε άποψη!), ότι είναι εντελώς κοσμάρα του και ίσως και λίγο βλάκας και σίγουρα πολύ παρτάκιας αν αυτός ο όποιος βλέπει την ομορφιά στα μικρά και στα μεγάλα, αν χαμογελά, αν είναι ευγενικός.

Νομίζω επιχειρείται μια ταύτιση της αλήθειας με την κατήφεια -όλα τα άλλα είναι ψέματα, είναι κάλπικα. Κι όμως, ο πυρήνας της αλήθειας, πέρα από κόμματα και ποδοσφαιρικά γούστα, είναι ότι ζούμε και μάλιστα, ενώ ξέρουμε πως μπορούμε να πεθάνουμε αν το θέλουμε, εμείς παραμένουμε ζωντανοί, ξυπνάμε κάθε μέρα (άλλοι σε σπιταρόνες, άλλες σε ψυχιατρεία ή φυλακές, άλλοι πλάι σε κορμί αγαπημένο κι άλλοι με την ουρά της γάτας τους, άλλοι στον δρόμο κι άλλες στην καμπίνα του γιωτ), ξυπνάμε κάθε μέρα, ξυπνάμε κάθε μέρα, ξυπνάμε κάθε μέρα. Κάθε μέρα ζούμε, κάπως τα καταφέρνουμε. Τι πιο φυσιολογικό από το να μας προξενεί αγαλλίαση και ικανοποίηση αυτό το πράγμα; Αυτό και μόνο: η ζωή.

Κάνουμε την ζωή μας πιο ενδιαφέρουσα πασπαλίζοντάς την με τέχνη, φιλοσοφία και θρησκεία, ανακατεύουμε ένα κοκτέιλ βαθιά ανθρώπινο, καμωμένο από φόβους, ματαιώσεις, αλλά και ελπίδες, πίστη στο Απίθανο, έρωτα, αλλά και μίσος για τον Άλλον, εκείνον τον Τρομερό Άλλο, που είναι λογικό, όσο παράλογο να βλέπουμε άλλοτε ως Εχθρό, άλλοτε ως Σύμμαχο, άλλοτε ως παράφορο εραστή, άλλοτε ως πλάσμα που φθονούμε, αντιπαθούμε, πληγώνουμε, βλάπτουμε, αποδιώχνουμε.

Δηλαδή, δεν φαντάζομαι έναν πλανήτη που κατοικείται αποκλειστικά από ανθρώπους με λυμένα ψυχολογικά ή από ανθρώπους χωρίς ανθρώπινες ποιότητες, μέσα στις οποίες ανήκουν και αρκετές μικρότητες και ελαττώματα. Ναι, η ζωή μας είναι ενδιαφέρουσα, μιας που το καλό συνυπάρχει με το καλό, δεν υπάρχουν απόλυτες δυνάμεις, όλοι είμαστε όλα και κάποιοι διαλέγουμε σε ποια θα επενδύσουμε περισσότερο, ποια στοιχεία μας δηλαδή θα αναδείξουμε, ποια άλλα θα δουλέψουμε και θα περιστείλουμε.

Και έχω βαρεθεί με την φράση «δικαίωμά του του καθενός να σκέφτεται και να λέει ό, τι θέλει. Μα ναι, αυτό είναι εκ των ων ουκ άνευ. Είναι δικαίωμά μου να δυσανασχετώ μαζί σου, να σιχαίνομαι το μπλε της θάλασσας, να χαίρομαι με τον ναζισμό, να μισώ τους Εβραίους, να λατρεύω τα άλογα ή τις ακρίδες, είναι δικαίωμά μου να σκέφτομαι και να νιώθω ό,τι θέλω. Και καμία αστυνομία επ’ αυτού.

Πλην όμως, είναι απορίας άξιο και σίγουρα πηγή έμπνευσης για την συγγραφή αυτού του κειμένου το ότι τείνει να επικρατεί ένας Αρνητισμός, τον οποίο μάλιστα υποδεχόμαστε και ως κάτι λογικό και πιθανώς καλύτερο από την Θετική Ενέργεια και τα Positive Vibes.

Αν με ρωτάτε, που δεν με ρωτάτε και πολύ καλά κάνετε, σε αυτήν την φ’αση της ζωής μου προτιμώ να πίνω καφέ με έναν χαμογελαστό τύπο που δεν γουστάρει ή δεν μπορεί και να αναλύσει τα πάντα, παρά με έναν άλλο που σε όλα, μα σε όλα, εντοπίζει κάτι κακό, κάτι προβληματικό, κάτι, κάτι, κάτι. Αφήστε που οι ελάχιστοι σοφοί και σοφές τους οποίους έχω συναντήσει στη ζωή μου, οι οποίοι μπορούν )δεδομένο ότι μπορούν!) να δουν αμέσως και την θετική και την αρνητική όψη μιας κατάστασης, έχουν εξασκηθεί, ίσως ακουσίως, στο να μη βγάζουν προς τα έξω αρνητίλα.

Ξέρουν και να χαμογελούν και να αποδέχονται και να θαυμάζουν. Ή έστω, να αδιαφορούν! Και ναι, είναι μακάριοι μες στην τύρβη των ανησυχιών και της φορτωμένης σκέψης τους, κι ας μην είναι «πτωχοί τω πνεύματι».

Η επιλογή της χαράς ή η επιλογή της ανάδειξης του καλού σε κάτι είναι Ευφυία, αν μη τι άλλο.

Κι αν στην έδωσε τόσο ο Μουζουράκης που παντρεύτηκε, δες τι σου την δίνει κατά βάθος: στον δικό σου γάμο ή μη γάμο. Στην μουσική που ίσως θα’ θελες να κάνεις ή σε αυτήν που δεν τόλμησες να κάνεις ποτέ. Για τον Θεό, ας χαρούμε και λίγο για κάτι. Αφού μπορούμε. Και κυρίως αξίζουμε!